Κοίταζαν ο ένας τον άλλον αμίλητοι. Η γνωστή αμηχανία μετά τις πρώτες διαχύσεις. Εδώ πώς με βρήκες, ρώτησε ο Λουκάς. Πήγα πρώτα από τη «μάντρα», είπε ο Μιχάλης. Ο Λουκάς χαμογέλασε. Όλα αγνώριστα έτσι; Ναι. Και ύστερα; Έψαξα στον χρυσό οδηγό. Ρε μπαγάσα, είπε ο Λουκάς. Η Χρυσούλα τι κάνει, τον έκοψε ο Μιχάλης. Την έστειλα στο χωριό. Να συγυρίσει για τις ημέρες. Τη θυμάμαι μωρό, είπε ο Μιχάλης. Που γύριζε με το βρακί κατουρημένο. Πόσα χρόνια την περνάς; Κοντά είκοσι. Κακομοίρη μου, είπε ο Μιχάλης. Ο Λουκάς κρυφογέλασε. Τώρα ετοιμάζουμε το τέταρτο, είπε. Και σε λίγο ξανάπε: Ρε μπαγάσα. Ήταν η ίδια πάλι αμηχανία. Εσύ τι κάνεις; είπε ο Λουκάς. Καλά ευχαριστώ, είπε ο Μιχάλης. Κατάλαβα. Ο Μιχάλης γέλασε λίγο βιασμένα. Πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, είπε ο Λουκάς. Ο Μιχάλης ξαναγέλασε. Τόσες ευκαιρίες πέρασαν από τα χέρια σου. Χέσ' τες τις ευκαιρίες, είπε ο Μιχάλης. Εντάξει, είπε ο Λουκάς. Τον ήξερε. Ήξερε πώς αρπαζόταν. Μαζί είχαν τελειώσει το Γυμνάσιο. Μαζί είχαν δώσει στη Σχολή Ευελπίδων και είχαν αποτύχει. Και ύστερα μαζί είχαν φύγει για έξω. Πρώτα στο Βέλγιο, δυο χρόνια. Στις στοές. Αργότερα στη Γερμανία, άλλα τέσσερα. Μετά οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Λουκάς γύρισε. Ο άλλος την είχε την προσφυγιά στο αίμα του. Το βράδυ τι κάνεις; είπε ο Λουκάς. Τίποτα σπουδαίο. Σου χρωστάω ένα τραπέζι, είπε ο Λουκάς. Ο Μιχάλης τον κοίταξε. Η ιδέα για τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα ήταν δική σου. Και σκοπεύεις να με εξοφλήσεις με ένα τραπέζι. Θα σε πάω σε σπέσιαλ μέρος, είπε ο Λουκάς. Σλάβικα μπαλέτα. Τώρα που λείπει η Χρυσούλα. Το πρόσωπο του Μιχάλη συννέφιασε. Τι σε κυνηγάει; Ρώτησε ο Λουκάς. Έναν Λιούμη τον ξέρεις; Ο Λουκάς ξαφνιάστηκε. Δημοσθένη-Ευθύμιο Λιούμη. Ακουστά, είπε ο Λουκάς. Τι πράμα είναι; Λέρα. Πώς το ξέρεις; Όλη η πόλη το ξέρει. Ο Μιχάλης δεν μίλησε. Τι νταραβέρια έχεις μαζί του; Με έχει ρίξει. Πώς; Είναι ιστορία. Δεν ήθελε να μιλήσει. Ύστερα άλλαξε τόνο. Θυμάσαι τον Βαβουλέα στη Φρανκφούρτη; Ο Λουκάς τον θυμόταν. Ένας δημοσιογράφος, συνεργάτης του προξενείου, εκείνα τα χρόνια. Μετά συνεργάτης του Λιούμη, είπε ο Μιχάλης. Διάβασα ότι δολοφονήθηκε στο Μόναχο, πρόσφατα. Δεν δολοφονήθηκε ακριβώς. Ό, τι κι αν ήταν, είπε ο Λουκάς. Ο καθένας βρίσκει τον θάνατό του. Ξαφνικά σταμάτησε και κοίταξε τον Μιχάλη. Πότε ήρθες; Έχω πέντε ημέρες. Και φάνηκες σήμερα μονάχα. Ναι, είπε ο Μιχάλης. Η παρρησία του τον ξάφνιασε. Και θα μείνεις; Αυτό θα εξαρτηθεί. Από τι; Μη μου κάνεις ανάκριση, είπε ο Μιχάλης. Ύστερα ξαναγύρισε στον Λιούμη. Υπάρχει ένα εργοστάσιο, είπε. Εργοστάσιο, κάγχασε ο Λουκάς. Δουλειά του '70. Τώρα το έχουν ρίξει στη γη. Ο Μιχάλης άκουγε. Έκαψαν τη μισή Χαλκιδική. Γη και τουρισμός. Δηλαδή; Αέρα φρέσκος. Ο Μιχάλης έβγαλε ένα μαλακό πακέτο τσιγάρων, αλλά ήταν άδειο. Το τσαλάκωσε νευρικά. Ο Λουκάς τού πρόσφερε από τα δικά του. Μαξούλια Θράκης, είπε. Ο Μιχάλης πήρε ένα και το άναψε όρθιος. Η πρώτη ρουφηξιά δεν τον παραξένεψε ακριβώς. Τράβηξε μια δεύτερη και η μνήμη μπήκε μπροστά. Τότε τα παίρναμε χύμα, είπε ο Μιχάλης. Χύμα Ξάνθης. Ο Λουκάς τον κοίταξε τρυφερά: Ίδιος πάντα. Σχεδόν. Δεν είχε βάλει δράμι ξύγκι, η κοιλιά σανίδα, όμως, η μοναξιά των ματιών, το βάθος τους, ήταν τώρα αλλιώτικα. Φυλάξουμε από δαύτους, του είπε ξαφνικά. Ο Μιχάλης χαμογέλασε. Έσκυψε κι έσβησε το τσιγάρο του σε ένα τασάκι. Πάω να αγοράσω τα δικά μου, είπε. Δεν τα μπορώ αυτά. Κοντοστάθηκε στην έξοδο. Έτσι «αποχωρούσε» πάντα. Ο Λουκάς τον ήξερε. Για το δείπνο δεν θα μπορέσω σήμερα, είπε ο Μιχάλης. Τότε αύριο; είπε ο Λουκάς. Καλύτερα από μεθαύριο, είπε ο Μιχάλης. Χαμογέλαγε. Άκου, είπε ο Λουκάς. Μια αόριστη ανησυχία τον πλημμύρισε. Ύστερα μετάνιωσε. Αύριο είμαστε κλειστά εδώ, είπε. Έχεις το τηλέφωνο του σπιτιού; Όχι, είπε ο Μιχάλης. Θα σου δώσω μια κάρτα, είπε ο Λουκάς. Μακεδονική Νηματουργία φαινόταν έρημη. Κτίριο σε κατάσταση εγκατάλειψης. Η είσοδός της πάντως ήταν ανοιχτή. Ο Μιχάλης μπήκε. Ένας φύλακας με φόρμα τον σταμάτησε. Γυρεύω τ' αφεντικό, είπε ο Μιχάλης. Έχετε ραντεβού; Όχι, είπε ο Μιχάλης. Αλλά νομίζω με περιμένει. Το αφεντικό απουσιάζει. Πρέπει να τον βρω, επέμεινε ο Μιχάλης. Ο φύλακας δεν πρόλαβε να απαντήσει. Αποστόλη, να περάσει ο κύριος. Η φωνή ήρθε από κάπου ψηλά. Ο φύλακας παραμέρισε σιωπηλός, δείχνοντας στον Μιχάλη τη σκάλα. Το «πατάρι» ήταν μεγάλο, πνιγμένο στο φως. Φως δυσμικό. Σχεδόν γυμνό από έπιπλα. Υπήρχε ένα μεταλλικό τραπέζι και δύο επίσης μεταλλικές καρέκλες. Τίποτα άλλο. Ο Λιούμης περίμενε όρθιος. Καλάφατης, είπε ο Μιχάλης. Αν χρειάζεται να συστηθώ. Ο Λιούμης τον κοίταζε ανέκφραστος. Μιχαήλ. Έξω, μακριά, ακούστηκε ένα κομπρεσέρ να δουλεύει. Καθίστε, είπε ο Λιούμης και γύρισε να κλείσει το παράθυρο πίσω του. Ντύσιμο ακριβό με έναν τόνο νεανικότητας για την ηλικία του. Ο Μιχάλης τράβηξε μία από τις καρέκλες και κάθισε σε κάποια απόσταση. Ο Λιούμης το επισήμανε. Γιατί δεν χαλαρώνετε, είπε. Δύο σκοτώθηκαν τελευταία μπροστά μου, είπε ο Μιχάλης. Ψύχραιμοι θα μιλήσουμε πάντως καλύτερα. Το πιστεύεις; τον έκοψε ο Μιχάλης. Ο ενικός ήταν αποτελεσματικός. Ο Λιούμης άλλαξε ύφος. Άκουσε, αγαπητέ. Ύστερα σταμάτησε. Σαν να το ξανασκέφτηκε. Ξέρεις την ιστορία, είπε ο Μιχάλης. Την ιστορία την ξέρει ο Βαβουλέας. Ο Βαβουλέας είναι καλά εκεί που είναι. Φορτώνεσαι σε μένα όμως. Η εικόνα ήταν πλαστή, είπε ο Μιχάλης. Λάθος, είπε ο Λιούμης. Είδα μια χθες για ενενήντα χιλιάδες. Φτιαγμένη από μας, είπε ο Λιούμης. Ο Μιχάλης τον κοίταξε. Ρίξαμε στο «εμπόριο» έξι αναμνηστικά αντίγραφα. Σώπασε για λίγο. Ένα τέτοιο αντίγραφο πέρασε φανερά τα σύνορα: η ίδια η εικόνα επιζωγραφισμένη. Κοίταξε τον Μιχάλη στα μάτια. Ο μοναδικός φορητός Πανσέληνος. Ο Μιχάλης τον σταμάτησε. Η εικόνα που έφερε ο Βαβουλέας ήταν πλαστή. Τότε έπαιξε δικό του παιχνίδι. Μπορεί. Κορόιδεψε και τις δύο πλευρές. Με ενδιαφέρει ότι κορόιδεψε εμένα, είπε ο Μιχάλης. Εσένα; Ναι, είπε ο Μιχάλης. Λοιπόν να του γυρέψεις λογαριασμό. Λίγο δύσκολο. Αυτό προσπαθώ να σου πω. Είμαστε θύματα ενός ήδη νεκρού. Με μια διαφορά, είπε ο Μιχάλης. Ακούω, είπε ο Λιούμης. Εσείς δεν χάσατε τίποτα. Ενώ εσύ; Ο Λιούμης έγινε επιθετικός. Τα χρήματα ήσαν δικά σου; Όχι, είπε ο Μιχάλης. Είχες καμία ευθύνη γι' αυτά; Όχι. Κι όταν λες ότι σε κορόιδεψε, πώς το εννοείς; Ο Μιχάλης δεν απάντησε. Σε έριξε σε καμιά συμφωνία σας; Όχι. Πήρε τίποτα από σένα; Όχι. Η ανάμειξή σου στην υπόθεση είχε επαγγελματικό χαρακτήρα; Ας πούμε προσωπικό, είπε ο Μιχάλης. Δηλαδή τυχαίο, είπε ο Λιούμης. Προσωπικό, επέμεινε ο Μιχάλης. Ο Λιούμης αναστέναξε. Τα προσωπικά είναι τα χειρότερα, είπε. Αν ήρθες εδώ να λύσεις τέτοια προβλήματα, δεν μπορούμε να κουβεντιάσουμε. Ο Μιχάλης σιωπούσε. Κινδυνέψαμε όλοι, είπε ο Λιούμης. Και κινδυνεύουμε ακόμα. Το ξέρω. Μερικοί όμως κινδυνεύουν λίγο παραπάνω απ' τους άλλους. Όπως; Εγώ, είπε ο Μιχάλης. Ο Λιούμης εκνευρίστηκε. Υπάρχει τρόπος διευθετήσεως; ρώτησε κοφτά. Μονάχα από αυτή τη βάση αξίζει να συνεχίσουμε. Σε ακούω, είπε ο Μιχάλης. Χωρίς περιστροφές, είπε ο Λιούμης. Δεκαπέντε χιλιάδες μάρκα. Γιατί τόση γενναιοδωρία; Ως αποζημίωση για τις φασαρίες στις οποίες έμπλεξες. Γι' αυτό λοιπόν, είπε ο Μιχάλης. Εξαγοράζω την υπόληψή μου, είπε ο Λιούμης. Οι ηλιθιότητες πληρώνονται. Από τους άλλους πώς θα την εξαγοράσεις. Τι μπορώ να κάνω; Ο Βαβουλέας δεν ήταν μόνος του. Το ξέρω. Ο Μιχάλης δεν του άφησε περιθώρια για ελιγμούς. Όχι, είπε απορρίπτοντας την προσφορά. Τι γυρεύεις; είπε ο Λιούμης. Την εικόνα και τους ανθρώπους του Βαβουλέα στη Γερμανία. Αυτό είναι παράλογο, είπε ο Λιούμης. Ο Μιχάλης έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε. Το παράλογο είναι να φορτωθώ εγώ δύο φόνους που τους έκαναν άλλοι. Λυπάμαι, είπε ο Λιούμης. Πάντως, είναι κρίμα να μην τα βρούμε. Αυτό εξαρτάται από σένα, είπε ο Μιχάλης. Όχι και τόσο, είπε ο Λιούμης. Ο Μιχάλης δεν μίλησε. Γιατί δεν έρχεσαι το βράδυ στο σπίτι μου; είπε ο Λιούμης. Ύστερα κοίταξε το ρολόι του. Να κουβεντιάσουμε με άνεση. Τώρα δεν έχω καιρό. Όχι, είπε ο Μιχάλης. Δαγκλή 28, επέμεινε ο Λιούμης. Στο σπίτι σου όχι, είπε ο Μιχάλης. Τότε έλα Δοϊράνης 2. Τι είναι εκεί; Εντευκτήρια του Ομίλου Φυσιολατρών. Ο Μιχάλης δεν γέλασε. Δημόσιος χώρος, είπε ο Λιούμης καθησυχαστικά. Τι ώρα; Μετά τις εννέα θα είμαι εκεί, είπε ο Λιούμης. Εντάξει, είπε ο Μιχάλης. Γύρισε να φύγει. Μια ερώτηση ακόμα, είπε ο Λιούμης. Ο Μιχάλης κοντοστάθηκε. Σε μένα πώς έφθασες; Αυτό θα στο πω το βράδυ. Το Εργαστήρι Βυζαντινής Τέχνης ήταν υπερυψωμένο. Ο Λιούμης ανέβηκε ασθμαίνοντας τα τέσσερα εξωτερικά σκαλιά. Κώστα, χτύπησε στην πόρτα. Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Άργησες, του είπε ο Κώστας. Μ' αυτόν μες στα πόδια μου ναι, είπε ο Λιούμης. Ο χώρος μύριζε βερνίκι και νέφτι. Ένας στέρεος πάγκος δέσποζε στο κέντρο του, φορτωμένος διάφορα σύνεργα. Τηλεφώνησε ο Ιωσηφίδης, είπε ο Κώστας. Τι ήθελε; Να μη βιαστούμε, είπε ο Κώστας. Ο Ιωσηφίδης είναι ηλίθιος. Μεταφέρω τη γνώμη του, είπε ο Κώστας. Η μεταφορά θα γίνει απόψε, είπε ο Λιούμης. Εγώ είμαι έτοιμος, είπε ο Κώστας. Σήκωσε από το δάπεδο ένα επιμελημένα αμπαλαρισμένο πακέτο και το ακούμπησε στον πάγκο. Ο Λιούμης πήγε κοντά στο παράθυρο. Θα σκάσουμε εδώ μέσα, είπε. Το σκοτάδι είχε πήξει στον ακάλυπτο χώρο και από κάπου μακριά έφθανε μια υποψία αύρας εσπεριδοειδών. Ακούστηκε ένα χτύπημα απ' έξω. Ο Αραπάκος, είπε ο Λιούμης και πήγε να ανοίξει. Στην πόρτα στεκόταν ο Μιχάλης. Ο Λιούμης αιφνιδιάστηκε. Μιχάλη, είπε με έναν τόνο οικειότητας στη φωνή του. Είμαι λίγο βιαστικός, είπε ο Μιχάλης. Μετά στράφηκε στον Κώστα. Λύσε αυτά τα σκοινιά. Ο Κώστας υπάκουσε πειθήνια. Και με ακρίβεια. Πήρε μια φαλτσέτα από δίπλα και έκοψε τους σπάγκους. Ύστερα παραμέρισε τα στρατσόχαρτα. Η Παρθένος Βρεφοκρατούσα παρουσιάστηκε ολοζώντανη μέσα στο σκαιό νέον. Δουλειά χειρουργού, είπε ο Μιχάλης. Τώρα ξαναδέστα. Τα υπόλοιπα έγιναν έτσι: Ο Κώστας γύρισε παραπλανητικά πλάτη και χρησιμοποιώντας σαν ασπίδα την εικόνα τινάχτηκε πάνω στον Μιχάλη. Ο Μιχάλης παραμέρισε εγκαίρως. Ο βόγκος του Κώστα καλύφθηκε από τον πυροβολισμό. Ο Λιούμης αποδείχτηκε πιο σβέλτος άρπαξε τη φαλτσέτα. Η κλωτσιά του Μιχάλη δεν πρόλαβε να του εκτρέψει το χέρι. Τον βρήκε ωστόσο στον γοφό. Ο Λιούμης σωριάστηκε πίσω και η φαλτσέτα χτύπησε στο δάπεδο, κάνοντας γκελ. Έκθετος εντελώς, προσπάθησε να στηριχτεί στους αγκώνες του. Τα λάθη γίνονται μια φορά Λιούμη, είπε ο Μιχάλης. Τον σημάδεψε στο κεφάλι. Ύστερα έπιασε την κοιλιά του αριστερά, με το αριστερό χέρι και κοίταξε τον Κώστα. Ένιωσε στην παλάμη του την υγρασία από το αίμα που πότιζε και άπλωνε στο πουκάμισό του. Ο Κώστας κοιτόταν εξουδετερωμένος, με σπασμένο μηρό, απολύτως στο έλεός του δηλαδή. Ο Μιχάλης τού χαμογέλασε, φιλικά σχεδόν. Όπως στις ταινίες, είπε. Ύστερα έσκυψε μπροστά, σήκωσε την εικόνα και την ακούμπησε στον πάγκο. Την τύλιξε όπως μπορούσε, την έδεσε και την πήρε παραμάσχαλα, πιέζοντάς την πάνω στο τραύμα του. Υπήρχε ένας κερματοδέκτης, στο βάθος προς τις τουαλέτες. Ο Μιχάλης διέσχισε αυτή την αχανή απόσταση με προσπάθεια. Σταθερά πάντως. «Εδώ οικία Λουκά Λαγωίδη. Μετά το ηχητικό σήμα...». Το μήνυμα ήταν συμβατικό, ξεσηκωμένο προφανώς από το προσπέκτους της συσκευής. Αλλά η φωνή; Πρέπει να ήταν η Χρυσούλα αυτή. Ο Μιχάλης κατέβασε το ακουστικό και μπήκε σε μια από τις τουαλέτες. Ακούμπησε κάτω την τσάντα του, χαλάρωσε τη ζώνη και σήκωσε το πουκάμισο κρατώντας το με το σαγόνι στο στήθος. Η φανέλα που είχε χρησιμοποιήσει για ταμπόν στην πληγή του ήταν μούσκεμα. Πήρε μια άλλη καθαρή από την τσάντα και την άλλαξε. Ύστερα την έδεσε με ένα, καθαρό επίσης, πουκάμισο. Όταν βγήκε έξω, είχε αρχίσει να χαράζει. Κατάφερε να μπει στο αυτοκίνητο, γύρεψε να του γεμίσουν το ντεπόζιτο βενζίνα και ξεκίνησε χωρίς να περιμένει τα ρέστα. Προσπέρασε μια νταλίκα με ξένα νούμερα, ύστερα μια δεύτερη. Εύζωνοι, 32 χιλιόμετρα. Ήξερε ότι δεν θα την κάλυπτε αυτήν την απόσταση. Στη διασταύρωση άνοιξε το ραδιόφωνο. Μια γυναικεία φωνή έδινε παραγγέλματα γυμναστικής. Το ξανάκλεισε χωρίς οργή. «Υπτίως με τα πόδια ανοιχτά». Άκουσε πίσω του μακριά μια σειρήνα. Σε λίγο μια μοτοσυκλέτα της Τροχαίας τον προσπέρασε και χάθηκε στην επόμενη ανοιχτή στροφή. Ο Μιχάλης ελάττωσε ταχύτητα, ήλεγξε την κίνηση αριστερά - δεξιά και πατώντας γκάζι πέρασε στο αντίθετο ρεύμα. Από 'κεί κατέβηκε προσεκτικά σ' έναν στενό χωματόδρομο. Τον ακολούθησε στην τύχη με το αυτοκίνητο να σκαμπανεβάζει στις λακκούβες του. Ο δρόμος ελισσόταν ανάμεσα σε χαμηλούς γυμνούς λόφους. Ύστερα από τους λόφους χανόταν. Ο Μιχάλης σταμάτησε, κοιτάζοντας το άγονο πλάτωμα που ανοιγόταν μπροστά του. Αριστερά, σε απόσταση, φαινόταν ένα μαντρί. Μια στήλη καπνού επίσης. Διέκρινε μια γυναικεία φιγούρα να κάνει κάτι σκυμμένη. Να σαπουνίζει ρούχα ίσως. Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να είχε μιλήσει στον τηλεφωνητή. «Εδώ οικία Λαγωίδη». Να είχε πει στη Χρυσούλα τι του κουβάλησε ξαφνικά η φωνή της. Στη θέση του συνοδηγού ήταν η εικόνα. Διπλωμένη αδέξια με ματωμένα χαρτιά. Ο Μιχάλης άνοιξε την πόρτα να κατεβεί. Δεν ήταν βέβαιος ότι θα τα κατάφερνε. Ο ήλιος που βγήκε εκείνη την ώρα τον στράβωσε. «Χρυσούλα, είμαι ο Μιχάλης. Δεν με ξέρεις, αλλά θα σου έχει μιλήσει ο Λουκάς. Εγώ σε θυμάμαι μικρή». |