Γιάννης Σκαρίμπας

καϋμοί στο γρυπονήσι


Τράτα Κουλουριώτικη - Στις Πετροκολώνες στο λιμάνι - Ο Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης - Ο διάβολος στην Κάβιανη - Σκλάβος στη Χαλκίδα - Στον πάνω μαχαλά στα Μαρουχλέικα - Πάπια του γιαλού - Ούλοι μαζί κι ο έρωτας - Μιά μάχη που δεν πάρθηκε - Ο Βοϊδάγγελος - Ο Καπετάν Γκρης

ΜΙΑ ΜΑΧΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΡΘΗΚΕ

 

Είχε μιά χαρά μες στην καρδιά του.

Τα σπίτια, οι δρόμοι, ούλα τού χαμογέλαγαν μες σ' εκείνο το περίγλυκο βραδάκι κι ως παγαίνοντας χώθηκε στα καλντερίμια, το πρόσωπο του –εκείνο το σεβάσμιο– πήρε αγάλι την ίδια παπαγαλίστικη κοψά πούπερνε πάντα σαν κρυφές χαρές τού κρούαν την καρδιά του.

Τότες χαμογέλαε μονάχος του. Πορπατούσε και χαίρονταν.

Ταχτοποιούσε τις ιδέες του κατά τη σειρά τής πάσα αξίας· κατά πώς παραδεχόμαστε –κ' είμαστε βέβαιοι– πως το οχτώ νικάει τα εφτά και το εφτά το έξη. Έτσι.

Και τώρα έτσι.

Χαμογέλαε. Μιά κρυφή χαρά, μιά έννοια γλυκιά ήταν που τούκρουε λαφρά τη θύρα, και γλυκιές αποθυμιές τ' αέριζε μέσα του και πόθους.

Κι άρχισε πάλι να τα βάζει σε τάξη ούλα τα πράματα, τις ιδέες του, τις γνώμες.

Πρώτα πρώτα τη Χριστίνα.

Αυτή πάνω από ούλα τα περιστατικά και τα πρεπούμενα –τ' άψυχα και τα ζωντανά– κυριαρχούσε απόλυτα με τα δυό φρύδια όπως ήταν, με τα χείλη της κοφτά όπως όλων των ανθρώπων.

Από κοντά τα άλλα.

Που ένα πρωί –μιαν αυγούλα– την ξεμπαρκάρισε απ' το βαπόρι. Που την ασήκωσε στην αγκαλιά του και την κάθισε στη βάρκα του σαν κούκλα. Τίκ-τάκ, έκανε η καρδούλα της – θυμόταν.

Ήταν τόσο αλαφρούλα και γλυκιά –τόσο αθώα– έτσι καθώς του παραδόθηκε στα μπράτσα του με πίστη.

Μιά μοσκοβολιά απ' το χνώτο της του χύθηκε μέσα του, του αναστάτωσε τις σκέψεις. Και καθώς έλαμνε τα κουπιά, αντίκρυα της, την κοίταε. Θεέ μου πόσο ανάερο –πόσο αχνό– πούταν το πρόσωπό της. Πόσο όμορφη πούταν η σκρόφα.

Έτσι, τόνα κατόπι τ' άλλου σα σε καμμιά επίσκεψη, τούρχονταν και καθόντουσαν και τ' άλλα με την τάξη.

Ο καφενές που κάθισαν οι δυό τους κ' ήπιαν καφεδάκια. Το ξενοδοχείον «Η Ωραία Ελλάς» όπου την πήγε αυτός για κάμαρη. Το μπαουλάκι που της κουβάλησε ο λούστρος. Και οι πενήντα δραχμές που του ζήτηξε με το πρώτο δανεικές –κι αγύριστες– η κόφτρα.

Κι αυτός της φέρθηκε –και της φέρνονταν ακόμα– σαν πατέρας.

Γιατί; Μυστήριο!

Μυστήριο μωρέ, ενώ τόσοι άλλοι, και πιο γεροντότεροι απ' αυτόνε, είχαν μπει αμέσως στο προκείμενο, της έσκαζαν δεξά κι αριστερά το παραμύθι. Δαύτα ο μπάρμπα Σπύρος συλλοΐζονταν.

Κι από κοντά το βραδάκι –το ίδιο– που αυτός τη συνόδεψε στο καφέ αμάν, στη μπυραρία.

Σαν την είδε να χορεύει στο πάλκο με τόση τσαχπινιά και μαργιολιά –η σείστρα– γλυκογλαρώνοντας τα μάτια της, δείχνοντας στον κόσμο το βρακί της, αυτός έκαμε το θάμα του. Ποιός να του τόλεγε!

Παν τα δανεικά του σκέφτηκε, πάν τα βαρκαδιάτικα, πάει το τάλαρο πόσκασε στο λούστρο.

...Όμως χαλάλι. Ένας γλυκός πειρασμός, μιά ολπίδα έρχονταν σαν κλέφτης μέσα του και όλο τούλεγε πως δεν πειράζει.

Ίσα, ίσα. Μιά κ' ήταν αυτηνής της διαγωγής αυτή η Χριστίνα, κι αυτός άλλο που δεν ήθελε... Και πλήρωσε και τ' άλλα.

Έτσι μιά χαρά μπήκαν σε μιά χρυσή τάξη όλα τα πράγματα του, προχώραγαν οι ιδέες του, και μόνο σαν έφτανε κι αυτός στο... παραμύθι σταματούσε.

Πάνω σ' αυτό ακριβώς τραμπαλίζονταν η τάξη του, μπερδευόντουσαν τα πράγματα, το οχτώ δεν νίκαε το εφτά και το εφτά δεν νίκαε το έξη. Δεν πάει νάχε δυό τα φρύδια της, και από πέντε δάχτυλα στα χέρια της. Δεν πάει νάχε τα χείλη της κοφτά – κατά πώς όλων των ανθρώπων. Τίκ-τάκ, έκανε η καρδούλα της, για να κυκλοφορεί της το αίμα.

Κι ο μπαρμπα-Σπύρος τώρα εθύμωνε, τάβανε με τα ρούχα του, τον βάραινε η στεναχώρια στην καρδιά του.

Έτσι τούρχονταν να τάστερνε στον αγύριστο μαζί με τις εκατοπενήντα τση – που τον έβαλε στο χέρι.

Όμως γιατί του παρίστανε την πάπια; Κι αυτός, τί νάκανε; Πώς σε περικαλώ να ξέχναε εκείνη την πεντοβολάδα της ανάσας της, που μύρωσε το πρόσωπό του, σαν την κατέβασε στη βάρκα; Εκείνο μωρέ τ' αναπάντεχο αγκάλιασμα της, που τ' ανακάτεψε τα αίματα καθώς αυτή γαντζώθηκε σαν περιστέρα στο κορμί του; Ορίστε;

Ας εξέταζε λοιπόν καλύτερα τα πράγματα με ψυχραιμία και με τάξη. Και καθώς με το τρέξιμο των νοημάτων του, είχε ταχύνει και το βήμα του, σταμάτησε. Σιγά, ας μη βιάζονταν... Σιγά – ας μη βιάζομαι, έκαμε φωναχτά, με –τώρα– «διασταδόν» τα δυό του πόδια.

Λοιπόν, πρώτα-πρώτα αυτή:

Κάτι μεταξύ πουλιού και σχέδιου πάντας ήταν το προφίλ της Χριστίνας, με τα χείλη της σαν ψαλιδιά, με τη μύτη της σαν ράμφος. Πάνω σε καμβά λες ήταν κεντημένη η αφιλότιμη... Και σαν μιά φυσαλίδα αιμάτου, ήταν το στόμα της.

Την έβλεπες ξιπασμένη, ψυχρή, ακατάδεχτη, να πηγαίνει ανάερη, ποζάτη, και ξωπίσω της –κουρνιαχτός κι αντάρα– να την ακαλουθάν όλα τα πράγματα, όσα είχαν σκέση μ' αυτήνα: Το βαπόρι, τ' αγκάλιασμα, το μπαουλάκι, ο λούστρος, και το παραμύθι κειό – μαθές ο ίδιος...

Κ' ενώ τόσο χαρούμενος είχε κινήσει για τ' αυτήνα, η φάτσα του, ως να διαβεί το γκαλντερίμι, είχε πάρει μιά γλυκιά κοψά παπαγάλισα.

Τα πράγματα δεν ήσαν τόσο απλά, όσο τα νόμιζε.

Τόξερε καλά πως αυτήν τη μάχη θα την έδινε μονάχος του, χωρίς κανένα τη βοήθεια, δίχως –εξόν απ' το Θεό– άλλον συνδρομητή του...

Πώς θα της τόφερνε;  Κι από κοντά τί θα γινόταν;

Άχ νάταν τρόπος νάχαν μιλιά να τον ορμήνευαν τα πράγματα να τούδιναν μιά γνώμη τα κοτρώνια...

Τα σπίτια, οι δρόμοι, τον θώραγαν περίσκεφτα, δίχως μιλιά, δίχως ανάσα.

Τέτοιος, αμφίβολος, δισταχτικός, αναποφάσιστος της έκρουσε την πόρτα.

Αυτή, η Χριστίνα, που του χρώσταε, που αυτός της πλήρωσε τον μάγερα, που της είχε δώσει μετρητά (νάσανε κι άλλα) ήρτε και τ' άνοιξε. (Άχ, μερικές γυναίκες, πώς ανοίγουνε!).

Ήταν η ίδια αυτή –όπως πάντα– με τα πέντε της δάχτυλα στα χέρια της και με την κυκλοφορία του αίματός της.

Τον καλωσόρισε, τούδωσε καρέκλα, του πρόσφερε τσιγάρο.

Κι απέ τούπε γελαστά καθώς ξανάσκυψε στο μπαουλάκι της, ταχτοποιώντας τα πράγματά της.

— Ξέρεις μπαρμπα-Σπύρο, καλά πούρθες και σ' έθελα. Τα μάτια του άστραψαν.

— Αύριο πρωί φεύγω για τ' Αργοστόλι κ' ήθελα να με μπαρκάρεις καϋμένε.

— Να σε μπαρκάρω; έκαμ' αυτός σαν χαζός.

— Ναί. Είχα τηλεγράφημα να πάου αμέσως. Δουλειά εξασφαλισμένη, σίγουρη, για όλο το καλοκαίρι.

— Δουλειά έ;

— Άχ μπαρμπα-Σπύρο, δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι που φεύγω. Πόσο μ' άρεσε το μέρος σας.

— Σ' άρεσε!...

— Τί θα πει. Κόσμος καλός, ήσυχος. Έχουμε λοιπόν μπάρμπα 60 για την κάμαρη, 30 στον μάγερα, γίνουνται 90, 5 του λούστρου, 50 μετρητές, τα βαρκαδιάτικα τα δικά σου, ούλα μαζί 150. Φτάνουνε 200; Να 250. Νάσαι καλά. Σ' ευχαριστώ. Με προστάτεψες. Ο Θεός να σε φυλάει, να σου δίνει ό,τι αγαπάς και υγεία...

Και καθώς τάλεγε, ορθώθηκε λυγερή ομπρός του. Στη μορφή της την λεπτή ρχόνταν και φεύγαν οι ωραίες της εκφράσεις.

Άνοιξε την τζάντα της και του τα μέτρησε στο χέρι. Δραχμές 250. Κι αυτός τα πήρε κ' έφυγε.

Πήρε το δρόμο προς τα πάνω. Μιά διάχυτη λύπη στην ατμόσφαιρα, έκανε τα σπίτια και τα φώτα όλα περίσκεφτα.

Κι αυτός αιστάνονταν μέσα του ένα κενό να τον βαραίνει...

 

*

*  *

 

Εκεί στην ταβέρνα του Φριντζελά, πήρεν η όψη του την παπαγαλίστικη κοψά πούπερνε πάντα.

Κι όσο έπινε, τόσο αχτινοβόλαε το μούτρο του, τόσο δούλευε μέσα του γλυκά Ο ρυθμός τούτου του κόσμου.

Τώρα είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του, έβαζε στοίχημα...

Ήταν γενναίος αυτός, αποφασιστικός ήταν, αμετάπειστος...

Θα πάγαινε στην βάρκα του, θα ξάπλωνε, θα σύχαζε.

Κι όταν το ρολόι τ' Ανικόλα θα σήμαινε τις δυό, αυτός θα εγείρονταν.

Και ήξερε.

Θάκρουε λαφρά κ' η πόρτα θάνοιγε κι αυτός θάμπαινε.

Εκεί –ο ένας ανάντι του άλλου– πρόσωπο με πρόσωπο, θάδινε τη μάχη του, θα της έσκαζε κι αυτός το παραμύθι.

Να τις 250, να την ψυχή του, την καρδιά του, το αίμα του!

Κι αυτή ;

Ώ, αυτή θα δέχονταν.

Θα του χαμογέλαε περίγλυκα –κατά πώς έκανε και στσ' άλλους– θα τούδινε τα χείλη της.

Και θάπαιρνε τη μάχη. Ορίστε;

Και κίνησε...

Όμως – για ιδές: Πάτησε ή δεν πάτησε στη βάρκα του; Έγειρε να κοιμηθεί, ή έσκυψε να ξεράσει;

Κάθε στιγμή ήταν σαν ένας χρόνος, σαν αιώνας.

Τί ακριβώς ήταν που γίνονταν μέσα του δεν καταλάβαινε, όμως ένιωθε καλά πως μιά αδυσώπητη τάξη τού βόλευε στη συνείδηση του ούλα τα πράγματα, τα λόγια, τις ιδέες. Έτρεμαν ούλα διαβαίνοντας τη σκέψη του, σκούζαν βούιζαν φριχτά, παίρνοντας πάσα ένα –γρήγορα, ρυθμικά– τη θέση τους.

Κι όταν ούλα στοιβάχτηκαν, ταχτοποιήθηκαν, τότες η σιγή γλυκιά, αλαφροέρχοτη άρχισε να χύνεται –σαν ήσυχο νερό– μες στην καρδιά του. Να του λαφρώνει το βάρος που αιστάνονταν, να του γλυκαίνει τους πόνους και τα ιντέρτια.

Κ' ήταν ωραία !

Σαν οπώρα ζαχαρωμένη μες σε γυάλινο βάζο έγινε το μούτρο του. Σαν δυό χάντρες μαβιές τα μάτια του – απλανή, εκστατικά, του έφεγγαν τώρα...

Και το πρόσωπο του –εκείνο το σεβάσμιο– πήρε αγάλι την ίδια παπαγαλίστικη κοψά πούπαιρνε πάντα, σαν κρυφές χαρές τού κρούαν την καρδούλα του, σαν μυστικές αποθυμιές γλυκά του νάρκωναν τα νεύρα.

Είχε τώρα εμπιστοσύνη στον εαυτό του, έβανε στοίχημα...

Έτσι σιγά σιγά ξαλάφρωσε και σύρθηκε αγάλι προς τα πάνω, ώ, ήταν γενναίος αυτός, αποφασιστικός και αμετάπειστος.

Πότε ορθός, πότε γερνάμενος πάγαινε σαν σκάφανδρο. Πότε μπρούμουτα ή ανάσκελα σαν ψάρι. Και μιά έψαχνε τα φύκια με τα μούτρα του, μιά την πλάτη του έξυνε στις καρένες των μαούνων.

Διασταυρώνονταν με τα ρέματα, ή πάτωνε στη θάλασσα – σαν θερίο μπουσούλαε και πήγαινε με το στήθος.

Κ' ενώ η Χριστίνα το πρωί του κάκου τον εγύρευε να την μπαρκάρει στα βαπόρι, αυτός λαγοκοιμόταν στις φυκιάδες.

Ανάλαφρα τα ρέματα τον κούναγαν, δειλά τον τριγύριζαν τα καβούρια...

 

 

[Αρχή σελίδας] · [Σκαρίμπας]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2003