(Ο Αστυνόμος λαμβάνει διαταγήν δια να απολύση από την φυλακήν όλους·
μη γνωρίζων δε να την αναγνώση καλώς προσκαλεί με θυμόν τον Γραμματέα).
Αστυνόμος, ο Γραμματεύς, και στρατιώται
ΑΣΤ. | Π' ούσαι, μουρέ κοντέ, παστρικέ;... Να... ξαφνικό να σ' ούρτη!... Γραμματικέ, κύριε Γραμματέα... Να, ν' άμπ' ο διάολλος μέσ' στσι τσιριμόνιες σας. |
ΓΡΑΜ. | Εμένα φωνάξετε; |
ΑΣΤ. | Κι αμέ ντζόγια μου; την εκλαμπρότη σας, σορ λουστρίσιμε...· και γιόμα δεν ατζιτάρετε να σας φουγιάζουμε; Θέλετε ν' αχούμε κι ένα φάντε α πόστα για την εκλαμπρότη σας, να τον στέρνουμε για να σας φουγιάζη; |
ΓΡΑΜ. | Και τι αγαπάτε; |
ΑΣΤ. | Κόπγιασε να διαβάσης αυτήνη τη διαταγή, να δγιούμε τι θα τσι κάμουμε ετούτους τσι διαόλλους!!! Θα τσι φουρκίσουμε φιναλμέντε γη θα τσι αμολλάρουμε; |
ΓΡΑΜ. | (Αναγινώσκων την διαταγήν) Όχι· θα τους αφήσωμεν όλους. |
ΑΣΤ. | (Προς τους στρατιώτας) Αμολλάρετέ τσι ούλους, και να τσι πρεζεντάρετε εδώ, για να τσι μιλλήσω ως μου μεριτάρει. |
ΣΤΡ. | Ντελόγκο. (αναχωρούν) |