προηγούμενη περιεχόμενα επόμενη

ΣΚΗΝΗ Ε'

(Οι στρατιώται εισέρχονται αιφνιδίως, και ομιλούν με τον Αστυνόμον περί των φυλακισμένων).
Ο Αστυνόμος και οι στρατιώται

ΣΤΡ. (Με φωνήν χαμηλήν) Για μ' αφέντη... · σκιάβο...
ΑΣΤ. Τ' είναι, μουρέ Γεράσιμέ μου, Αντζουλή μου, Διονύσιο;... τρέχει τίποτσι;
ΣΤΡ. Ναι αφέντη.
ΑΣΤ. (Έντρομος) Τι μουρέ;
ΣΤΡ. Οι κολεγάδες του Λιάπη οτοιμάζουνται να σπάσουνε τσι φυλακές, να πάρουνε το Λιάπη, και να αμολλάρουνε και τσι αλλουνούς οπ' ούναι μέσα.
ΑΣΤ. Και πούθε το μάθετε εσείς γιαμά;
ΣΤΡ. Στην πιάτσα μας αβερτίρανε που θα μας επιάσουνε κι εμάς να μας ξαμαρτώσουνε...· είπανε που θα σ' τσι παίξουνε και τση αφεντιάς σου.
ΑΣΤ. Ω διάολλε...· και το κάμουνε προμπαμπιλμέντε μοναχά να πάτε να δγήτε, κι αν είν' αληθινά, να μ' αβιζάρετε ντελόγκο, για να βγάνουμ' όξου το Λιάπη, και ν' αφήκουμε τσι άλλους μέσα, ώσπου να μας έρτ' η ριπόστα που παντυχαίνω απ' τη Διοίκησι.
ΣΤΡ. Ν' άχουμε το συμπάθειο, αφέντη· εμείς λέμε να πγιάσουμε τ' άρματα, και να τσι βαρέσουμε.
ΑΣΤ. Όσκε, όσκε...· τίποτσι...· τίποτσι...· μην πα και ρισκιάρετε... Αλάργου απέ τσι Λιάπηδες...
ΣΤΡ. Ντόνκα να τόνε αμολλάρουμε το Λιάπη;
ΑΣΤ. Αφήτε να περάσ' ένα μομέντο ακόμα.
ΣΤΡ. Να, αφέντη, ο φάντες τση Διοίκησις έρχεται μ' ένα όρντινο στο χέρι.
ΑΣΤ. Πάρτε τ' απ' τα χέργια του, και φερμάρετε εδώ. Μην αλαργεύετε σ' αυτές τσι ώρες, μπα και μας εύρη κανένα ατσιντέντε.