προηγούμενη περιεχόμενα επόμενη

ΣΚΗΝΗ Δ'

Ο Αστυνόμος μόνος

ΑΣΤ. (Καθ' εαυτόν) Μωρ' τόνε γλέπεις του διαόλλου το μπαλλαρίνο με τι σουμπέρμπια σου μιλλάει, γιατί ξέρει δυο οξείες, και τρεις περισπωμένες; Καλότυχε, πώς εγένηκ' ο κόσμος!...· μουδέ τόνε μέλλει αν τόνε μιλλά ο σουπεριόρος του, μουδέ καρφί του καίγεται του κανάγια...· τσι μυρουδίες του και τσι μπάλλους του κυττάζει, και πότες να φινίρη ο μήνας, για να πάρη το μηνιάτικο... Μουδέ να γράψη έχει έννοια, μουδέ ρετζίστρα να κρα­τήση· τίποτσι, τίποτσι. Μα τι να κάμη κανείς σα δεν μπορεί να κάμ' αλλιώς... Πασιέντζα τώρα...· σκοτίστη­κα πγια με τσι διαόλλους...· ας ριποζάρω λιγάκι... (ακουμβά ολίγον εις την τράπεζαν).