Ο Αστυνόμος μόνος
ΑΣΤ. | (Καθ' εαυτόν) Μωρ' τόνε γλέπεις του διαόλλου το μπαλλαρίνο με τι σουμπέρμπια σου μιλλάει, γιατί ξέρει δυο οξείες, και τρεις περισπωμένες; Καλότυχε, πώς εγένηκ' ο κόσμος!...· μουδέ τόνε μέλλει αν τόνε μιλλά ο σουπεριόρος του, μουδέ καρφί του καίγεται του κανάγια...· τσι μυρουδίες του και τσι μπάλλους του κυττάζει, και πότες να φινίρη ο μήνας, για να πάρη το μηνιάτικο... Μουδέ να γράψη έχει έννοια, μουδέ ρετζίστρα να κρατήση· τίποτσι, τίποτσι. Μα τι να κάμη κανείς σα δεν μπορεί να κάμ' αλλιώς... Πασιέντζα τώρα...· σκοτίστηκα πγια με τσι διαόλλους...· ας ριποζάρω λιγάκι... (ακουμβά ολίγον εις την τράπεζαν). |