Ο Ιατρός μόνος
ΙΑΤΡ. | (Καθ' εαυτόν) Κακή δουλειά τρέχει...· ο άρρωστος θ' άναι κακά που με φωνάζουνε... Μα τι διάβολο... όλες οι αρρώστγιες σ' αυτόνε μαζωχτήκανε; Ας είναι δα...· ας ανέβω πγια να σφίξω ακόμη κανένα ρακάκι, να δγιούμε και ποιος θα μας πλερώση... Το λίγο λίγο καμμιά σαρανταργιά ταλλαράκια τα χτυπούμε...· ο άρρωστος φυσάει...· κι η γυναίκα γλέπω κι έχει ένα σταυρό διαμαντένιο,κι ένα δαχτυλίδι... Αν μπορούσα να της τα χτυπήσω κι εκείνα, καλά θα πάγη η δουλειά μου... Κρέσε τα σερβιτσάλια και τα γιατρικά ώσπου να τον ρίξω καλά κάτου, για να τραβήξη μάκρος η δουλειά, να χτυπήσω τα τάλλαρα και τα μαντζαφλάργια της γυναίκας, κι έννοια μου... Έτσι θέλουνε τούτοι οι κογιόνοι...· που (δεν) ξέρουνε τι τους γένεται... Ως τόσο κουτσά στραβά ας ανέβω... (αναβαίνει) |