(Η Κανέλλα εισέρχεται εις τον κοιτώνα, όπου ο Κρητικός, και τον επισκέπτεται)
Κανέλλα, ο Κρης και η Γαρούφω
ΚΑΝ. |
(Προς την Γαρούφω) Μανούλα μου...· λιγάκι νερό, γιατί λιγώθηκα... (Προς τον Κρήτα) Ωχ μάτια μου...· έτσ' όλπιζα να σε δγιω; |
ΚΡΗΣ |
Ό,τ' ήθελα δα να ξεμυστέψω τούτην την ώρα... και γιάντα δα ξανάζησα, ντεντίμ, πουρί που σε είδα τώρα. |
ΓΑΡ. | (προς τον Κρήτα) Τι κάμεις παιδάκι μου; |
ΚΡΗΣ | Δεν μπορώ κια ολιάς. |
ΚΑΝ. | (Προς την Γαρούφω) Μανούλα μου! δε φωνάζεις ένα γιατρό; |
ΓΑΡ. | Τώρα, παιδάκι μου, πάγω να φέρω το δικό μας το ντετόρε. |
ΚΑΝ. | Ωχ μανούλα μου! λιγώνουμαι!... (Προς τον Κρήτα) Πού σε πονεί αδερφούλι μου; |
ΚΡΗΣ | Εδά στη χέρα. |
ΚΑΝ. | Να δγιω. (παρατηρεί την πληγήν) Τίποτα, τίποτα· ξέσκουρα είσαι λαβωμένος...· μη φοβάσαι...· γλήγορα θα γειάνης. |
ΚΡΗΣ | Γιάντα δα, Θιος κι ο λόγος σου... Να ξεμυστέψω μιαν ώρα, και να σφάξω ένα κριό βαρβάτο κουρμπάνι. |
ΚΑΝ. | Ναι μάτια μου· πέντε κριάργια να σφάξης για τη ζωή σου. |
ΓΑΡ. | (Προς την Κανέλλαν) Να ο ντετόρος περνάει. |
ΚΑΝ. | Φώναξ' τον, μανούλα μου. |