Ο Αστυνόμος μόνος
ΑΣΤ. | (Καθ' εαυτόν) Μωρ' γλέπεις το διάολλο αμόρ π' όχει του Κρητικού; μωρ' γλέπεις τα δάκρυα πώς τρέχουνε αφ' τα μάττγια τση; Θα κάμω τούττο μίο ποσίμπιλε ναν την καταφέρω να με κάμη αμορόζο τση, γιατ' έχ' ο διάολλος σενσιμπιλιτά. Γλέπεις; γλέπεις;...· μουρέ γεια σου κακόρικη!... Κι άμ' αν είν' ο διάολλος σενσίμπιλε ντι πρίμο γράδο...· θα τση πέσω κατόπι...· νον ζε κάζο. |