(Η Κανέλλα ερωτά δια τον εραστήν της τον Αστυνόμον,
αυτός δε την ζητεί δια να τον ερωτευθή)
Κανέλλα και ο Αστυνόμος
ΚΑΝ. | (Προς τον Αστυνόμον) Κυρ Αστρονόμο μου, να ζης, πού τ' όχετε το Κρητικάκι; |
ΑΣΤ. | Ω διάολλε! παιδάκι μού τον έκαμε σαράντα χρονώνε άθρωπο;... Και τι τόνε θέλεις γιαμά; |
ΚΑΝ. | Να τόνε δγιω. |
ΑΣΤ. | Και τι τον έχεις; |
ΚΑΝ. | Ξάδερφο. |
ΑΣΤ. | (Καθ' εαυτόν) Όσο περνάει ο καιρός μια μια τσι εμαθαίνω... Απέ τσι παστρικές είν' και τούτη;...· μώρ' δε γλέπεις παρέντζα π' όχει ο διάολλος; Ναι, ναι...· θαρρώ μουρέ που γλέπω τη Βένερε τση Φιορέντσας... Μώρ' δεν κυττάς τα μάτγια τση, τα μπράτσα τση, το πέτο τση, ούλα τση;... μουρέ πάει να μου σαρτάρη το τσερβέλλο!... (Προς την Κανέλλαν) Κυρά μου, τί τονε θέλεις εκειόνε τον Κρητικό; δεν κάμεις μ' εμένα τ' αμόρ; |
ΚΑΝ. | Είσαι γέρος. |
ΑΣΤ. | Τριάντα χρόνους κλειώ τώρα τσι' αποκρές τ' άι Φιλίππου... Μπα και γλέπεις τσι' άσπρες μου τσι τρίχες και θαρρείς π' ούμαι γέρος; |
ΚΑΝ. | Ναι...· δε γλέπω 'γώ τις τρίχες σου που είναι βαμμένες. |
ΑΣΤ. | Είναι μαύρες ασολουταμέντε· κι εκειές τσι άσπρες που γλέπεις, οι πίκρες κι ο πόλεμος με τσι ασπρίσανε... Μα εγώ εκειές, ντζόγια μου, τσι κολορίρω. |
ΚΑΝ. | Ζιρτς... Εγώ με Λελέγκους δεν καταπιάνουμαι. |
ΑΣΤ. | Και τ' είν' αυτό το ζιρτς και το Λελέγκος; |
ΚΑΝ. | (γελώσα) Να, πώς τους λένε...· με Φράγκους. |
ΑΣΤ. | Ω ντζόγια μου! και πγιο καλοί είναι οι Κρητικοί απέ τσι Φράγκους γιαμά; Οι Φράγκοι είναι πγιο γαλαντόμοι απέ τσι άλλους...· μοναχά δος την παρόλα σου. |
ΚΑΝ. | Άιντε, ζιρτς...· δε ξέρω τι με λες... Άφσε με να δγιω τον ξάδερφο μου. |
ΑΣΤ. | Όμορφος ξάδερφος!...Κι αμά κόπγιασε ναν του κάμης το χερούργο. |