προηγούμενη περιεχόμενα επόμενη

ΣΚΗΝΗ Δ'

(Ο Ανατολίτης καθήμενος έσαθεν ακούει τους οδυρμούς του Λογιωτάτου, αλλά δεν τον διακρίνει)
Ανατολίτης, και ο Λογιώτατος

ΑΝΑΤ. Ποιος είναι, μπρε, φωνάζει γιο, γιο, εφ, πεφ, παπά, πουφ; (προς τον Λογιώτατον) Σακίν εσύ είσαι, Λογιώτατο;
ΛΟΓ. Έγωγε.
ΑΝΑΤ. Έι... · και γιατί κλαις για; γιατί φωνάζεις εφ πουφ; τι έπατες;
ΛΟΓ. Και δη ακρίτως, και αδίκως κεκάθειργμαι...· τούτου δη οδυρόμενος τυγχάνω.
ΑΝΑΤ. Ανταμ, εσύ ντε ξέρω τι άντρωπο είσαι...· και χάψι βάνανε εσένα, ηλληνικά μιλάς...· ακόμα γνώσι ντεν έβανες... (με θυμόν) Μίλα ρωμαίκα πγια, μπρε!!! ως πότε ηλληνικά, ηλληνικά;...· τι έπατεςλέω; ντεν ακούς;
ΛΟΓ. Αδίκως εφυλακίσθην.
ΑΝΑΤ. Έι, εσύ μονάχα; να κι εγώ...· Αστρονόμο χάψι έβανε, άμμα ντεν κλαίω...· ντε φωνάζω πουφ μουφ... Μην κλαις... σώπα, σώπα... έλα κοντά...· πάρε καλαμάρι σου, πένα σου, γράψε αναφορά στο κύριο Ντοικητή, φίλο ντικό μου είναι, να βγάνη όξου...· άιντε, κάμε γλήγορα να στείλουμε...
ΛΟΓ. Και δη γραπτέον...· ευ έχει.
ΑΝΑΤ. Εβ μεβ, άφσ'το πγια...· γράψε.
ΛΟΓ. (Γράψει την αναφοράν ελληνιστί· προς τον Ανατολίτην) Γέγραφα.
ΑΝΑΤ. Έγραψες;
ΛΟΓ. Ναι.
ΑΝΑΤ. Αι χωϊράτ' ογλού χωϊράτη!!! ναίσκε, ντε λες, μόνε ναι; Ντιάβαστο τώρα ν' ακούσω.
ΛΟΓ. (Αναγινώσκει την αναφοράν)
  «Εκλαμπρότατε, ενδοξότατε, υπερένδοξε κύριε, και τα λοιπά και τα λοιπά. Ευθυμούντων ημών τήμερον την της Ελλάδος παλιγγενεσίαν εν τω εδωδιμολεσχοποικιλοβρωματοπωλείω...».
ΑΝΑΤ. Ιστέκα, ιστέκα...· τούτο ούλο ένα λόγος είναι;
ΛΟΓ. Μία λέξις προ, προ, προ υπερπαρασύνθετος.
ΑΝΑΤ. Έι ύστερα; τούτο είναι ντεκαπέντε πήχες, άνταμ...·άιντε να ντγιούμε...· λέγε παρακάτου.
ΛΟΓ. «Και δη εσθιοπινονταδοντορχουμενοευφραινομένων...»
ΑΝΑΤ. Βάι βάι βάι βάι· πώς τ' όβγανες απ' το ιστόμα σου τούτο άνταμ, και ντεν κόπηκε το μισό μέσα; Τούτο τσεγκέλια τέλει να τραβούνε ντέκα αντρώποι, και γκιούτζ μπελά να βγάνουνε...· εκατό πήχες είναι τοούτ αρτίκ σωστό.
ΛΟΓ. Σίγα... (αναγινώσκει) «Άφνω ο Αλβανός μετά του Κρητός εμαχεσάτην».
ΑΝΑΤ. Ποιο χέστηκε; άιντε, να ντγιούμε, τι τα πης ακόμα.
ΛΟΓ. «Και γαρ ο Κρης τους οίας κουράδια καλών, ο δ' Αλβανός το σκωρ εννοών τούμπαλιν».
ΑΝΑΤ. Τούμπα έκαμε κανένας για;
ΛΟΓ. «Και δη τούτου γ' ένεκα μαχεσαμένων...»
ΑΝΑΤ. Άνταμ, ιστέκα, μη γραφής, μπρε! ντροπής είναι...· χιτς ολμάσσα, μαγαρίστηκε πες το...
ΛΟΓ. Σίγα, κάθαρμα· (αναγινώσκει) «αναστάς ο Αλβανός, κάκτανε τον Κρήτα».
ΑΝΑΤ. Αρβανίτη όνομα, Αναστάση λέανε;
ΛΟΓ. Παύσαι καταφλυαρών...· και δη τυπτέον σε εν το στόματι, αναιδέστατε, (αναγινώσκει) «Τοιγαρούν ο Αστυνόμος, συλλαβών ημάς τους αθώους, έθετο εν φυλακή, μηδέν δεινόν εργασαμένους... Και δη προσπίπτομεν εκλιπαρούντες την υμετέραν πανεκλαμπροϋπερενδοξότητα, όπως διατάξητε την εκ της φυλακής ημών έξοδον, ίνα η σου το όνομα δοξαζόμενον, και το μέγα έλεος εν τοις πέρασαν».
ΑΝΑΤ. Βάι, κιοπόγλου, βάι!...Βάι, ήτ' ογλού, βάι!... Έτσι γράφουνε αναφορά; εσύ τροπάρι έγραψες...· μέγα έλεος, υπερένδοξε έγραψες, κάτε ένα λόγο μακρύ μακρύ εκατό πήχες έγραψες, άντρωπο μαγαρίστηκε έγραψες, Αρβανίτη όνομα Αναστάση λέανε έγραψες, λοής κοπής πράματα έγραψες... Κρίμας το...· κρίμας το...· Εγώ τάρρεψα εσύ λογιώτατο άντρωπο είσαι, γράμματα ηξέρεις, είπα, έβανα να κάμης αναφορά...· άμμα σαν ισκυλί πεισμάνεψα... Σκίσ' το, σκίσ' το...· πάρε άλλο χαρτί να γράφης αναφορά... · άμμα εγώ να λέω, κι εσύ να γραφής... Τ άκουσες, μπόκογλου.
ΛΟΓ. Τι δε μέλλω γράφειν; και δη λέξον μοι.
ΑΝΑΤ. (Υπαγορεύει τον Λογιώτατον) Ευγενέστατε κύριε Ντοικητή» (προς τον Λογιώτατον) Τί έγραψες;
ΛΟΓ. «Ευγενέστατε κύριε Ντοικητή, τι έγραψες;»
ΑΝΑΤ. Όχι, μπρε σασκίν, μη γραφής «τι έγραψες»· σβύσε...· βάι μπουταλά, βάι.
ΛΟΓ. Έσβεσα...· και δη είπας μοι γράψαι όπερ αν μοι είπης. Ουκούν σαυτόν αιτιώ...·
ΑΝΑΤ. Λέγε να δγιω τώρα, τι λοής έγραψες;
ΛΟΓ. «Ευγενέστατε κύριε Ντοικητή».
ΑΝΑΤ. Ντοικητή...· άφεριμ. (Υπαγορεύει) «Λευτεριά ήρτε, μάταμε μισέ Μπαστιά λοκάντα, κάτσαμε εκεί πέρα, φάγαμε, ήπγιαμε, τραβουντίσαμε, χορέψαμε· άμμα Αρβανίτη μέτυσε...·» τι έγραψες;
ΛΟΓ. «Αρβανίτη μέτυσε».
ΑΝΑΤ. Μέτυσε· αφερίμ...· είδες; ιστέ τώρα γένεται αναφο­ρά. «Κηρτικό είπε Αρβανίτη (τιμή στα μούτσουνά σου) κουράδια, Αρβανίτη είπε να φας εσύ...» τι έγραψες;
ΛΟΓ. «Να φας εσύ».
ΑΝΑΤ. Να φας εσύ...· άφεριμ! «Κουράδια μουράδια λέο­ντας και καυγαλαστίζοντας», (αρτίκ τώρα να πω κι εγώ κάμποσα ηλληνικά)· «πιστόλα Αρβανίτη τραβήξοντας, Κηρτικό απάνου σφίξοντας, Κηρτικό χέρι χτυπήσοντας, Αρβανίτη έφυγε...·» τι έγραψες;
ΛΟΓ. «Αρβανίτη έφυγε».
ΑΝΑΤ. Έφυγε...· έφυγε...· πιρ ολ. Ισιε τούτο είναι αναφορά με τα σάρτια της σουμπτουρλούτικη...· Γράφε· (υπαγορεύει) «Τώρα Αστρονόμο έπγιασε εμάς, έβανε χάψι...»· τί έγραψες;
ΛΟΓ. «Εμάς έβανε χάψι».
ΑΝΑΤ. Χάψι...· χάψι...· ιστέκα, τζάνουμ, κομμάτι να συλ­λογιστώ... (συλλογίζεται ολίγον) Α!...· γράφε· (υπαγο­ρεύει) «Τζάνουμε κύριε Ντοικητή, χέργια σου να φιλήσω, ποντάργια σου να φιλήσω, ισκυλί σου να γενώ, στείλε Αστρονόμο ένα ντιαταή, να βγάνη εμάς όξου...»· τι έγραψες;
ΛΟΓ. «Όξου».
ΑΝΑΤ. Είδες τώρα; έτσι γράφουνε αναφορά· όχι τροπάρι έγραψες εσύ...· Ε! σώτηκε πλια.
ΛΟΓ. (Τω δίδει την αναφοράν) Και δη υπόγραψον.
ΑΝΑΤ. Εγώ ντε ξέρω να γράψω...· εσύ γράψε όνομα μου.
ΛΟΓ. Και δη πώς σε γραπτέον;
ΑΝΑΤ. Χατζή Σάββα, Χατζή Μουράτη γυιό, αραϊντζή, Καΐσερλη, Ζιντζήρ-ντερελή, ντούλο σας... (προς τον Λογιώτατον) Έγραψες; ντιάβασε ν' ακούσω όνομά μου τι λοή έγραψες, γιατί εσύ είσαι κομμάτι σασκίνη.
ΛΟΓ. Χατζή Σάββας, Χατζή Μουράτη, αραϊντζή, Καΐσερλη, ζιμτς τερελλελί.
ΑΝΑΤ. Βάι κιοπόγλου, τερελλελί εσύ είσαι· ντερελί γράψε. Έγραψες;
ΛΟΓ. Ναι.
ΑΝΑΤ. Μπρε έριφ...· ναίσκε πες...· άι χωϊράτη. Τώρα φώναξε ένα άντρωπο απέ το παρετύρι, δώσε να πάη.
ΛΟΓ. Τον δεσμοφύλακα;
ΑΝΑΤ. (με θυμόν) Ντεσποτοφύληκα, μεσποτοφύληκα ντε ξέρω άνταμ...· βάι βάι βάι!!! εσύ τι άντρωπο είσαι; εσύ καντηλανάφτη είσαι, μπουταλά είσαι, λόκο, λαπατζή είσαι...· κρίμας το... Εγώ τάρρεψα, λογιώτατο άκουσα, άντρωπο ισκιουζάρη είναι, είπα...· άμμα εσύ ένα λιανάσπρο ντεν αχρίζεις... (με περισσότερον θυμόν) Φώναξε, έριφ, ένα άντρωπο· εφ!!!... ιψυχή μου έσφιξες πγια...· σαγλίκ ιλάν να μη βάνανε εσένα χάψι, ήτ' ογλού, ήτ... Τι κυττάζεις; τώρα χώνω γρότο μου ιστόμα σου μέσα, α!... Φώναξε ένα άντρωπο λέω, μπρε... Να ένα τριάρι· (τω δίδει εν νόμι­σμα) δός' το εκείνο άντρωπο· μπαμπά σου χιζμεκιάρη ντεν είναι, να πάη μπετααβά.