(Ο Αστυνόμος εξετάζει τον Αλβανόν με ταχύτητα έμπροσθεν της φυλακής).
Αστυνόμος, Αλβανός και οι στρατιώται
ΑΣΤ. | Πινομή σου; τ' όνομα σου; |
ΑΛΒ. | Πώς το λένε, ορέ, εμένα; Τσέλιο Γκέκα. |
ΑΣΤ. | Πούθε είσαι; |
ΑΛΒ. | Γκέγκα, ορέ, Γκέγκα. |
ΑΣΤ. | Άλλος διάολος ετούτος... Και γιατί, μουρέ, λάβωσες τον Κρητικό; |
ΑΛΒ. | Πω...· γιατί να το λες, ορέ, έφαγες κουράδιες, το χτύπησες ψίχα ψίχα. |
ΑΣΤ. | Εγώ, μουρέ; Να...· ξαφνικό να σ' ούρτη. |
ΑΛΒ. | Ορέ, εσύ εγώ, εγώ συ· πω χτύπησες Κρητίκα, γιατί να το τρως κουράδιες. |
ΑΣΤ. | Όρσε κοπλιμέντα!... (προς τους στρατιώτας) Βάλτε τόνε μέσα α ρέστο. |
ΑΛΒ. | Ορέ Αστρονόμο!... πρα πως το κάνεις έτσι, ορέ; πού ορέ, να το παγαίνη μέσα; |
ΑΣΤ. | Στη φυλακή, μπόγια. |
ΑΛΒ. | Πω, να το κρένης πρώτα, ορέ... Π' ούναι Κρητίκα; να το φέρνης κι εκείνο, ορέ. |
ΣΤΡ. | Α!... μέσα, μέσα... |
ΑΛΒ. | Άστο, ορέ! μην το τραβάς...· αλλά μπελιάβερσιν. |
ΣΤΡ. | (Τον φυλακίζουν και αναχωρούν). |