(Ο Αστυνόμος εξετάζει τον Χίον)
Αστυνόμος, Χίος και οι στρατιώται
ΑΣΤ. | Φέρτε μ' εκειόν τον άλλονε... |
ΣΤΡ. | (Τον παρρησιάζουν). |
ΑΣΤ. | (Προς τον Χίον) Τ' όνομα σου, μουρέ; |
ΧΙΟΣ | Μπουρλής Αμπρουζής. |
ΑΣΤ. | Άλλος διάολλος κι ετούτος...· σ' αρέσει; να όνομα, που μουδέ στ' όνειρο μου δεν τ' άκουσα. (Προς τον Χίον) Και πούθε είσαι γιαμά; |
ΧΙΟΣ. | Χιώτης, να σας χαρώ. |
ΑΣΤ. | Και τι τέχνη κάμεις; |
ΧΙΟΣ | Σεκερτζής. |
ΑΣΤ. | Και τ' είν' αυτό γιαμά το σεκερτζης. |
ΧΙΟΣ | Φτιάνω λογιών τω λογιώ γλυκά...· ροδοζάχαρες, χαρβάδες, κόντιτα...· κιό,τι άλλο θέτενε. |
ΑΣΤ. | Και πες δα, κακόρικε, π' ούσαι κομφετιέρης... Και πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού; |
ΧΙΟΣ | Εν ηξέρω τίποτις, να σας χαρώ, κι εγώ κοιμούμουνε κι ήγλεπα στ' όνειρο μου που μπλεχτήκανε ο Κρητικός με τον Αρβανίτη... Ήκουσα και το βρόντος του πιστολιού, μα ίντα να κάμω σαν γλυκοκοιμούμουνε; |
ΑΣΤ. | Όμορφο ύπνο έκαμνες και συ...· οι αθρώποι σκοτωνούντανε, και συ κοιμούσουνε... Μοιάζει απ' τις πολλές κομφετούρες γλυκάθηκες και στον ύπνο σου. |
ΧΙΟΣ | 'Οσκε, να σας χαρώ· αφ' το κρασί κι αφ' τις χορούς ζαλίστηκα, κι ήπεσα· και σαν ήκουσα το βρόντος, είπα να σηκωθώ, κι εν μπόρουμουν. |
ΑΣΤ. | Και πες δα εσύ, μπα κι ήτανε κάζο πενσάτο; |
ΧΙΟΣ | Ε μ' ήμαθεν ο πάης μου τα ταλλιάνικα, για να σας δώκω την απόκρισι..· άθεν τ' όξερε που θα με ρωτάτε φράγκικα, μπόρειε να με τα μάθη... |
ΑΣΤ. | Θα σε στείλω, διάολλε, κι εσένα α ρέστο, κι ας κοιμούσουνε. |
ΧΙΟΣ | Κι ίντα σας ήκαμα εγώ μαθές; ήφταιξά σας τίποτις; εγώ 'ριξα το πιστόλι; εγώ βάρεσα τον Κρητικό; ε μιλλάτενε μαθές; ίντ' άκαμα; εγώ άρματα ε φορώ, που να πήτεν πως βόθουμουν τ' Αρβανίτη...· ε, ίντα...· εν εκοιμούμουνε; |
ΑΣΤ. | Δεν περνούνε σε μένα μπαρτζολέτες...· θα σε στείλω α ρέστο, νον ζε κάζο. |
ΧΙΟΣ | Χίλλια ριάλλια δίνω σας, και μη με στέλνετε στη φυλακή, γιατί με σβύνετεν πλια... |
ΑΣΤ. | Εγώ θέλω ονόρ μουρέ κακόρικε, δε θέλω ριάλια. |
ΧΙΟΣ | Δυο χιλλιάδες πάρτεν άματις, και το ρολόι μου, και μη με στέρνετεν, γιατί εν κάμει...· να χαρήτεν τον πάη σας και την τσάτσα σας. |
ΑΣΤ. | Μουρέ, τι πάη και τσάτσα μου λες; α ρέστο, μπιρμπάντε!!! Ακούς γιαμά του διαόλλου τον άθρωπο, που γυρεύει να μου σπορκάρη τη φάτσα. Να, μουρέ, όρσε πέντε φάσκελλα μέσ' στο ρολόγι σου, και μέσ' στσι χιλλιάδες σου...· εκατό χιλλιάδες τσικίνια να με δώσης, καλότυχε, δε σπορκάρω τ' ονόρε μου... Α ρέστο, α ρέστο, (προς τους στρατιώτας) Πάρτε τόνε, μουρέ, κι αυτόνε για, το διάολλο!!! |