(Ο Αστυνόμος εξετάζει τον Πελοποννήσιον)
Αστυνόμος, Πελοποννήσιος, Γραμματεύς, στρατιώται
ΑΣΤ. | (Προς τους στρατιώτας) Φέρτε, μουρέ, εκειόνε το Μουραΐτη... (τον φέρνουν· προς τον Πελοποννήσιον) Πινομή σου; |
ΠΕΛ. | Πούλος Πουλόπουλος. |
ΑΣΤ. | Και πούθε είσαι γιαμά; |
ΠΕΛ. | Απ' την Πελοπόννησος. |
ΑΣΤ. | Και πες δα κακόρικε π' ούσαι απέ το Μουρία... Και τι τέχνη κάμεις; |
ΠΕΛ. | Έμπορος. |
ΑΣΤ. | Και τι θα πη, μουρέ, έμπορος; |
ΠΕΛ. | Πραματευτής. |
ΑΣΤ. | Όρσε κ' εσύ διάολλε...· έμαθες και συ τσι ελληνικούρες. |
ΠΕΛ. | Τήρα δω, κυρ Αστρονόμο, είμαι Έλληνας, ακούς με, και πρέπει να μιλώ με μάθησις. |
ΑΣΤ. | Και πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού; |
ΠΕΛ. | Να σ' ορίσω, κυρ Αστρονόμο μου, δε ξέρω, εγώ έφερα να πουλήσω καμπόσα λαγοτόμαρα, καμπόσ' αλούπια, τυριά, βούτυρα, και τραχανά· είχα στείλει και τον παραγυιό μου με κάμποσες γίδες στέρφες π' ούχα στην παλιόστανή μου, και τα πούλησα όλα, κι έκαμνα το λογαρισμό μου... Σα με τσούκλωσε η πείνα, ήρθα να την τυλώσω στη λοκάντα, ηύρα και την αφεντιά τους εδώ, κι είπαμε να κάμουμ' ένα γλέντι...· και να σ' ορίσω, γλεντάγαμε όμορφα και καλά -σα θε ν' άρθη το μαγκούφι, έρχεται- ο Αρβανίτης τ' όβαλε στη μπουρίνα, πγια θα το φέρ' ο διάτανος, και στα καλά καθούμενα, τσακωθήκανε με τον Κρητικό... Το τσάκωμά τους τι ήτουνα, να σ' ορίσω, δε ξέρω τι ήτουνα...· δεν έβαν' αυτί ν' αγκρουμαστώ καλά καλά... Εγώ, ακούς με, τόσο τόσο δε συλλογιούμαι για ξένες έννοιες...· τήρα δω, το νιτερέσο μου κυττάζω, κι άρα πάρα, ήλιος... |
ΑΣΤ. | Μωρ' εγώ δεν εκατάλαβα τίποτσι απ' αυτήν την ιστορία που με είπες, μα τη Φανερωμένη., |
ΠΕΛ. | Εγώ, κυρ Αστρονόμο μου, σε τα κουβέντιασα τα πάσα πάντα της υπόθεσις...· τους είδα που τσακωθήκανε, μα δεν είχα τόσο το νου μου σε δ' αυτούς... · φωτιά να τους κάψη κι εκείνους και τα μάγγανά τους. |
ΑΣΤ. | Ω διάολλε και συ με τα ιντρέσσα σου...· οι άνθρωποι γιαμά σκοτωνούτανε, και συ συλλογιούσουνε το νιαούρτι σου, τον ταρνανά σου, το γάλα σου, τσι αλεπούδες, και τσι γίδες σου... Και δε με λες γιαμά, π' ούσαι πλιο ραφινάτος απέ τσι άλλους, αν ήτανε κάζο πενσάτο; |
ΠΕΛ. | Για κάζο, ήτουνα, και μεγάλο κάζο...· μα δε ξέρω, πεντσάτο ήτουνα, τι ήτουνα. |
ΑΣΤ. | Το καταλαβαίνω, μουρέ, που ήτανε κάζο, και το γλέπω, διάολλ' έπαρέ σε κι εσένα.. .· μα άλλο είναι το κάζο ατσιντέντε, κι άλλο είναι το κάζο πενσάτο... Ετούτο τι ήτανε; ετούτο θέλω να με περσουαδέρης. |
ΠΕΛ. | Ατσιντέντε. |
ΑΣΤ. | Και τι θα πη ατσιντέντε; |
ΠΕΛ. | Ξέρω γω; να, άξαφνο θα πη, στοχάζουμαι· δεν είν' έτσι; |
ΑΣΤ. | Ναι, μουρέ, γεια σου κακόρικε...· εσύ καταλαβαίνεις γλέπω τον κόσμο...· μουρέ γεια σου Μουραΐτη!!... Και πες με τώρα, σα ξέρης το ατσιντέντε, θα ξέρης και το πενσάτο...· νον ζε δούπιο. |
ΠΕΛ. | Αυτούνο δεν το ξέρω. |
ΑΣΤ. | (Προς τον Γραμματέα) Πώς του τ' ώπες εού τ' αλλουνού, μωρέ; |
ΓΡΑΜ. | Εκ προμελέτης. |
ΠΕΛ. | Αυτούνο είναι βαθύ ελληνικό, και δεν το πεικάζω. |
ΓΡΑΜ. | Προμελετημένον. |
ΠΕΛ. | Τίποτες...· μηδ' αυτούνο. |
ΓΡΑΜ. | Αν το είχεν εις τον νουν του πρωτύτερα να το κάμη ο Αρβανίτης. |
ΠΕΛ. | Τήρα δω, μηδέ στο μυαλό του μέσα ήμουνα, μηδέ τον αρώτησα... Ποιος τους ξέρει πάλ' αν ήντουσάνε οχτρεμένοι απέ μπροστύτερα. |
ΑΣΤ. | (Καθ' εαυτόν) Ω διάολλε ρισπόστα!!! (προς τον Πελοποννήσιον). Και δεν ξέρεις άλλο τίποτσι; |
ΠΕΛ. | Όσκε...· όλη μου η κουβέντα αυτούνη είναι· τούτο ξέρω μοναχά, οπ' όσμιξα κι εγώ μ' ένα σωρό μαγκούφηδες. |
ΑΣΤ. | Α ρέστο και συ, μισότουρκα, με τσι γίδες σου, με τσι αλεπούδες σου, και με τσι ταρνανάδες σου. |
ΠΕΛ. | (Με θυμόν) Δεν πάγω. |
ΑΣΤ. | Και γιατί, μουρέ; δεν ατζιτάρεις γιαμά να πας α ρέστο, γιατ' είσαι λογοθέτης; ξαφνικό να σ' ούρτη!!! |
ΠΕΛ. | Αγκρουμάσου κυρ Αστρονόμο· έχω υπόληψις και φιλοτιμίγια κ' είμαι Έλληνας ελεύθερος· κι ακούς με, όφκολα όφκολα δε με φυλακώνεις, γιατί κάμω μια διαμαρτύρησι στη Διοίκησις και στο Βουλεπτικό, να ξέρης...· ακούς με;... Κρίνε με πρώτα, κι ανισωστάς κι έχω φταίξιμο, τότες βάλε με και στη φούρκα.. |
ΑΣΤ. | Α ρέστο κανάγια!!! (προς τους στρατιώτας) Πάρτε τόνε κι αυτόνε γιαμά μαζί με τσι άλλους. |
ΣΤΡ. | (Τον παίρνουν). |
ΠΕΛ. | Όπ' ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρων οι κόττες. |