Ο Αστυνόμος, ο Ανατολίτης και οι στρατιώται
ΑΣΤ. | Π' ούναι, μουρέ, εκειός ο Λιάπης; |
ΑΝΑΤ. | Λάπη ποιο είναι; σακίν Λάπη Αρβανίτη είναι; εκείνο υρεύεις; Πάει...· χου...· π' ούντο τώρα Αρβανίτη;... αν το πιάσης... |
ΑΣΤ. | (Προς τον Ανατολίτην) Έλα δω εσύ γιαμά... |
ΑΝΑΤ. | Ιστέ, ήρτα...· τι τέλεις εμένα; |
ΑΣΤ. | Πινομή σου; |
ΑΝΑΤ. | Τι τα πη πινομή σου; |
ΑΣΤ. | Τ' όνομα σου, μουρέ; |
ΑΝΑΤ. | Α... όνομα μου; όνομα μου, Χατζή Σάββα, ντούλο σας. |
ΑΣΤ. | Η πατρίδα σου; |
ΑΝΑΤ. | Πατέρα μου; πατέρα μου Χατζή Μουράτη λέανε...· εκείνο πετάνε, τι το τελείς τώρα; |
ΑΣΤ. | Οχι, μουρέ, ο τόπος σου. |
ΑΝΑΤ. | Α, βιλαέτι μου; βιλαέτι μου Καΐσερλη είναι. |
ΑΣΤ. | Και π' ούν' αυτό το Καΐσερλη; |
ΑΝΑΤ. | Άι Βασίλη τόπο είναι, Γκαισαρείας, Γκαπαπντοκίας. Ντε ξέρεις εσύ; |
ΑΣΤ. | Κι είσαι γιαμά απ' τ' Άι Βασιλειού τον τόπο; για δ' αύτο είσαι και χαντζής...· ν' άμπ' ο διάολος μεσ' στην καβούκα σου... Και πες μου μουρέ εσύ, πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού; |
ΑΝΑΤ. | Να, ιστέ, τρώγανε, πίνανε...· Αρβανίτη μέτυσε φορτώτηκε Κηρτικό...· Κηρτικό είπε αρβανίτη (ντρέπουμε να πω, τιμή στα μούτσουνά σου) κουράδια είπε. Αρβανίτη είπε, να φας εσύ· σάνκιμ, Κηρτικό να φάη, κατάλαβες;... Κουράδια μουράδια λέοντας, καυγκαλαστίσανε....· καυγκαλαστίσανε, Αρβανίτη τράβηξε πιστόλα, μάνι-μάνι έσφιξε Κηρτικό απάνου, γιαραλάντισε κομματάκι χέρι του...· ούλο ούλο καυγκά ιστέ, αυτό είναι.... |
ΑΣΤ. | Να με πάρουν οι διαόλλοι κι αν κατάλαβα τίποτσι... · (προς τον Ανατολίτην) Και πώς, μουρέ, και πώς; μπα κι ήτανε α κάζο πενσάτο; |
ΑΝΑΤ. | Αρτίκ πινσάτο-μινσάτο, εγώ ντε ξέρω· Αρβανίτη χτύπησε Κηρτικό, βέσσελαμ. |
ΑΣΤ. | (Με θυμόν) Και μίλλειε, μουρέ, ρωμαίκα, παλιότουρκα!!! |
ΑΝΑΤ. | Ει....· εσύ γιατί μιλάς φιράγκικα για; σάντο μάντο, φόρτο φούρτο; ιξέρω εγώ φιράγκικα; εγώ ρωμαίικα λέω, ντεν καταλαβαίνεις, εγώ φιράγκικα ντε ξέρω, πώς να γένη για; τι να γένη, α τζάνουμ...· εσύ εύρε το κολάι του πγια, να καταλάβης...· εγώ σάστισα κι απόμεινα... Αλλο τίποτα εγώ ντε ξέρω. |
ΑΣΤ. | Πες μου, μουρέ, καλά την εζάμινά σου, γιατί κακόρικε, θα πας α ρέστο. |
ΑΝΑΤ. | Αν μπορής, κατάλαβε τώρα. (Προς τον Αστυνόμον) Άνταμ...· εγώ σε είπα...· ζάμινα μάμινα, ρέστο μέστο, φόρτο φούρτο, σάντο μάντο, κουκούτσι, ντεν καταλαβαίνω τι τα πή... Ούλο ούλο καυγκά τι ήτανε, είπα...· πάει λέοντας...· άκουσες τώρα; ιστέ, ρωμαίκα το είπα αρτίκ, και τώρα ντεν κατάλαβες; ποτέ σου ντε τα καταλάβης... |
ΑΣΤ. | (Με θυμόν) Α ρέστο κανάγια, α ρέστο...(προς τους στρατιώτας) Πάρτε τον αυτόνε α ρέστο... |
ΑΝΑΤ. | Ιστέκα να ντγιούμε...· τι τα πη α ρέστο; |
ΑΣΤ. | Στη φυλακή θα πας. |
ΑΝΑΤ. | Χάψι; |
ΣΤΡ. | Ναι. |
ΑΝΑΤ. | Έι, ύστερα; εγώ τι έκαμα, άνταμ, να πάγω χάψι; εγώ ντεν χτύπησα Κηρτικό, εγώ πιστόλα μιστόλα ντεν έχω, εγώ ντουλειά μου κύτταζα, τσουμπούσι έκαμνα...· να, πγιάσε Αρβανίτη, κρέμασ' το μπιλέμ όχι βάνεις εμένα χάψι...· ταμάμ... |
ΑΣΤ. | Εσύ θα πας α ρέστο, γιαγουρτοβαφτισμένε, παλιό-τουρκα. |
ΑΝΑΤ. | Ταμάμ Αστρονόμο...· άφεριμ...· βρίζει κιόλας... Εγώ Τούρκο ντεν είμαι· χριστιανό ορτόντοξο είμαι...· χατζή άντρωπο είμαι· ιψέματα ποτές μου ντε λέω...· χιτς ποτές άντρωπο βαφτίζουνε με γιογούρτι; τόσω χρονώ γένηκα, ακόμα ντεν άκουσα που βαφτίζουνε με γιογούρτι...· Άιντε να ντγιούμε τι τα πης ακόμα...· αγάλια, αγάλια τα πης αύριο με μποζά βαφτίζουνε...· |
ΑΣΤ. | (Με θυμόν). Α ρέστο, α ρέστο... |
ΣΤΡ. | (τον παίρνουν). |