προηγούμενη περιεχόμενα επόμενη

ΣΚΗΝΗ ΙΒ'

(Ο Αστυνόμος σφραγίζει το ξενοδοχείον)
Ο Αστυνόμος, ο Ξενοδόχος, οι στρατιώται και ο Κρητικός

ΑΣΤ. (Προς τους στρατιώτας) Βγάρτε τσι ούλους π' ούναι μέσ' στη λοκάντα...· βγάρτε τσι ούλους όξου...· κλεί­στε τσι στάντσες ούλες, και ούλες τσι κάμαρες, γιατί θα σιντζιλλάρω τη λοκάντα... Πάρτε και κειόνε το μπιρμπάντε το λοκαντιέρη α ρέστο...· α ρέστο και κειόνε τον κατεργάρη μαζί με τσι άλλους να τον πάτε τώρα τώρα, ως που να βρούμε το Λιάπη, και ν' ανοίξουμε την γκάουζα.
ΞΕΝ. Κι αφήτε με άματις να πάρω τα κατάστιχα μου, γιατί σβυώ ο κακόσορτος...· αλλοί μου!!!
ΑΣΤ. (Με θυμόν) Πάρ' τα ντελόγκο, διάολλε!!!
ΞΕΝ. Οχονούς. (τα παίρνει)
ΑΣΤ. (Προς τους στρατιώτας) Πάρτε τόνε τώρα α ρέστο... · φέρτε τσέρα ντι Σπάνια και το σιντζίλλο τοη Αστυνομίας, γιατί πρέπει ν' άναι σιντζιλλάτη οφφιτσιαλμέντε. (Σφραγίζει τας θύρας.)
ΣΤΡ. Γιαμ' αφέντη, γιαμ' αφέντη!!!
ΑΣΤ. Τ' είναι μουρέ;
ΣΤΡ. Τον Κρητικό τον αφήσαμε μέσα.
ΑΣΤ. Ποιόνε μουρέ; το λαβωμένο; ω διάολλ' έπαρέ με κι εμένα με το νου μου· όρσε γιαμά μέσ' στο νου μου...(φασκελώνεται μόνος του). Και μ' αφήκανε, καλότυχε, τούτ' οι διαόλλοι ταλέντο; Βγάρτε τόνε κι εκειόνε όξου.
ΣΤΡ. Πάμε να τον σηκώσουμε.
ΚΡΗΣ Γιάντα δα, Θιός κι η ψυχή σας!!!...· ζουντανό, ντεντίμ, θα με θάψετε επά δα;... Δεν μπορώ να πουρήσω κιά ολιάς, Θιός που το κατέχει...· είπα σας το δα πούρι.
ΣΤΡ. Σε πηγαίνουμε γάλι γάλι· μη φοβάσαι, (τον σηκώνουν διά να τον μεταφέρουν εις το αστυνομικόν κατάστημα).
ΑΣΤ. Ετούτους οπού εζαμινάραμε, να τσι πάτε α ρέστο έναν ένανε, για να μη σας κάμουνε κανένα ρεμπελιό στο δρόμο.
ΣΤΡ. Έγνοια σ' αφέντη...· μη φοβάσαι...· και ξέρουμ' εμείς, (αναχωρούν).

 

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΡΑΞΕΩΣ