(Ο Αστυνόμος, συνωδευμένος μετά των στρατιωτών, εισέρχεται και εξετάζει).
Αστυνόμος, Ξενοδόχος, Κρης
ΑΣΤ. | Φέρμα γιαμά...· μη φυγή κανείς...· είστε ούλοι α ντιλίτο κριμινάλε. (προς τους στρατιώτας) Μουρέ Γεράσιμε, Αντζουλή, Διονύσιο!!!...· βάλτε τσι ούλους ετούτους α πάρτε να τσι εζαμινάρω σεπαραταμέντε· (προς τον Ξενοδόχο) Πού είναι γιαμά εκειός ο λαβωμένος; |
ΞΕΝ. | (Τρέμων) Ορίστε εδώ... (δεικνύει τον Κρήτα) |
ΑΣΤ. | (Εξετάζει τον Κρήτα) Πινομή σου, μουρέ; |
ΚΡΗΣ | Ω πονεί με· ναίσκε, ντεντίμ, πονεί με. |
ΑΣΤ. | Πινομή σου, μουρέ; τ' όνομα σου διάολλε; |
ΚΡΗΣ | Μανόλιας Δασκαλάκης. |
ΑΣΤ. | Και πού 'θε είσαι γιαμά |
ΚΡΗΣ | Απέ τη Γκίσσαμο. |
ΑΣΤ. | Και πού στο διάολλο είναι αυτό το Κίσαμμο; |
ΚΡΗΣ | Επά δα... · στην Κρήτη. |
ΑΣΤ. | Και δε λες π' ούσαι Κρητικός, ν' άμπ' ο διάολλος μέσα σου; και ποιος μουρέ, ποιος σε χτύπησε; |
ΚΡΗΣ | Ένας Λιάπης. |
ΑΣΤ. | Και π' ούν' εκειός ο Λιάπης; |
ΚΡΗΣ | Δεν τον κατέχω το σκυλάπιστο, πούρησε. |
ΑΣΤ. | Και πού, μουρέ, πού σε βάρεσε; |
ΚΡΗΣ | Στη χέρα ντεντίμ· ω...· φέρτε μου δα τον ξαγορευτή να με ξαγορέψη να ξεμυστέψω. |
ΑΣΤ. | Και πώς σε βάρεσε, μουρέ; α κάζο πενσάτο; |
ΚΡΗΣ | Δεν κατέχω φράγκικα. |
ΑΣΤ. | Μουρέ, α κάζο πενσάτο; |
ΚΡΗΣ | Είπα σου το, δεν κατέχω ντα μου λες, Θιός... |