(Ο Χίος μέθυσος ατακτεί, συντρίβει τα εν τη τραπέζη και ζητεί όργανα μουσικά)
Χίος, και οι λοιποί
ΧΙΟΣ | Βάρτε να πγιούμε, διαβόντρου κουλλούκια... (πετά εν ποτήριον). |
ΑΝΑΤ. | (καθ' εαυτόν) Χιώτη μέτυσε... Να...· τσάκισε ποτήρι...· να. |
ΧΙΟΣ | Οχού!!! (πετά το καλπάκι τον) |
ΑΝΑΤ. | (Καθ' εαυτόν) Μέτυσε, α τζάνουμ...· λόγια ντε τέλει...· να, πέταξε καλπάκι του. Χιώτη πριχού να πγιη είναι κομμάτι τρελλό, άμμα όντας μετύση κιόλας, αρτίκ μπιτούν μπιτούν τρελλό γένεται... |
ΧΙΟΣ | (αρπάζει το κάλυμμα της κεφαλής του Ανατολίτη και το πετά). |
ΑΝΑΤ. | Έι ύστερα; ντικό σου καλπάκι πέταξες, ντικό μου σαρίκι τι τελείς που πετάς για; ντίπ' τρελλό είσαι, ζάβαλη... |
ΧΙΟΣ | (αρπάζει το κάλυμμα της κεφαλής του Πελοποννησίου ομοίως) |
ΠΕΛ. | Τήραξε κει χάμω καμώματα του μαγκούφη· πέταξε το κεφαλογιούρι μου, και το συγκύλησε, όσο που με τ' όχρισε...· μπα να ρέψης μουρλέ, με τα καμώματα σου αλήθεια. |
ΧΙΟΣ | (αρπάζει την σκούφια του Λογιωτάτου και την βλέπει στρέφων αυτήν πανταχόθεν· προς τον Λογιώτατον) Εν πετάς κι εσύ, διαβόντρου γυιέ, το καλούπι σου, π' ούναι γιομάτο γάσσα; ούφου, ούφου... (την πετά). |
ΛΟΓ. | Του χάριν κακοήθως πράττεις; και δη τιμωρητέον σε κακοηθείας ένεκα. |
ΧΙΟΣ | Φέρτεν τώρη τα σημάρματα...· ωφού! |
ΑΝΑΤ. | Τι τα πη σημάρματα;...· εσύ τρελλάτηκες, άνταμ! |
ΧΙΟΣ | Βγιολιά, διαβόντρου μισέ χαντζή...· ωχού...· βγιολιά, λαγούτα... (φωνάζει). Ωχού...· και φέρτεν τα γλήγορις ...· ήσκασα, φέρτεν τα...· (συντρίβει άλλο εν ποτήριον). |
ΑΝΑΤ. | Ετούτος, ούλα τα τσακίση αγάλια, αγάλια...· εγώ είπα...· α τζάνουμ, Χιώτη τρελλό είναι, μέτυσε κιόλας; αρτίκ τίποτα ντε τ' αφήκη σουφρά απάνου, ένα ένα ούλα τα τσάκιση. |
ΞΕΝ. | (Προς τον Χίον) Μισέ Μπουρλή! |
ΧΙΟΣ | Τι και; |
ΞΕΝ. | Εν είναι σημάρματα. |
ΧΙΟΣ | Κι αμέ διαβόντρου γυιέ; κι εν έχει πούπετις μαθές; κι εν είν' καμμιά λύρα, καμμιά σφυρίχτρα; |
ΑΝΑΤ. | Μπρε, καμπά ζουρνά μπιλέμ ντεν έχει. |
ΞΕΝ. | Εν είναι...· εν είναι. |
ΧΙΟΣ | Παίζουμεν τα κουτάλια, και τραγουδούμεν κιόλας... (προς τον Πελοποννήσιον) Βρε διαβόντρου Μωραΐτη, ε λέτενε κάνα τραγούδι; |
ΞΕΝ. | (Καθ' εαυτόν) Ου να χαθής ντε, μουρλούλιακα... Τι κακό ζακόνι που τ' όχουνε τούτ' οι Χιώτες! σα μεθύσουνε μουρλαίνουνται από μίας, και δεν ξέρουνε τι κάμουνε...· Χάσου ντε μουρλέ, αλήθεια κι απ' αλήθεια!!! |
ΧΙΟΣ | (Κεντά τον Πελοποννήσιον με την χείρα του) Και πήτε τώρη, πήτεν, καλέ, πλια ένα τραγούδι... (πετά εν πιάτον, και φωνάζει) Ωχού!!! |
ΠΕΛ. | Κόρακας ντε, μαγκούφη...· μ' έσκιαξες με τα σκουξίματά σου...· τι σκούζεις σα μουρλός, και με σπρώχνεις; (προς τους άλλους) Να πούμετε όλοι απ' όνα τραγούδι, για να γλυτώσουμ' απ' αυτουνού του μουρλού τα χέργια. (προς τον Χίον) Αρχίνα ντε! κόφ' το σβέρκο σου! |