Χίος, και οι λοιποί
ΧΙΟΣ | Κι εν τρώμεν πλια; |
ΑΝΑΤ. | (καθ' εαυτόν) Να τρώμε, άμμα ντικό μας παστουρμά ντεν ήρτε· να, να, μύρισε, μύρισε...· άλλα αλέμ έφκιασε. |
ΞΕΝ. | Ότοιμα, να σας χαρώ, όλα. |
ΑΛΒ. | Πρετζέσι ορέ, λοκάντα. |
ΞΕΝ. | Κι εν ακούτεν που χτυπά το σκορδοστούμπι στα μάτια των οχτρώ μας; εκείνο φτιάνει, κι είν' ότοιμο. (το φέρει). |
ΑΛΒ. | (προς τον Ξενοδόχον). Χα, χα, χα, ορέ, ανταλέτι...· πρα να το ζήσης εσύ, ορέ, εσύ.... τώρα, ορέ, να το δίνης και μπαχτσήσι. (βάλλει το χέρι εις το κόλπον του και ζητεί να εύρη χρήματα). Τφου, αλλά μπελιά βερσίν ορέ, νούκου χοντρό· (δεν ευρίσκει χρήματα) πω στέκα - εσύ ορέ-ψίχα πρα να λύνης το κεμέρι, (προσποιείται ότι θα λύση τη ζώνη του). |
ΞΕΝ. | Έννοια σας τώρη...· φήτεν, κι ύστερις πλερώνετεν μια κοπανιά. |
ΧΙΟΣ | Τώρη πλια να ξεφαντώσουμε. |
ΞΕΝ. | (φέρει τον παστουρμάν). Ορίστε, να σας χαρώ, μισέ χαντζή, τον παστουρμά σας, κατά πώς τον θέτενε...· ε θε πολύ λεμόνι...· έφτιαξά σας πράγμα, που να τρώτεν και να πιπιλίζετεν τα δάχτυλά σας. |
ΑΝΑΤ. | Ωχ, ωχ, ωχ! άφεριμ, μισέ Μπαστιά, άφεριμ...· παστουρμά ένα χαζνέ αχρήζει...· πιρ ολ. (Τρώγουν). |