προηγούμενη περιεχόμενα επόμενη

ΣΚΗΝΗ Ι'

(Ο Αλβανός μεθυσμένος μαλώνει με τον Κρητικόν, πυροβολεί με την πιστόλαν,
και τον πληγώνει πολλά ελαφρά εις τον βραχίονα)
Αλβανός, Κρης, Ανατολίτης

ΑΛΒ. Ορέ Κρητικά, ορέ...· πρα...· εσύ, εσύ, ορέ Κρητικά!...· πω, το γουρουνίζεις εσύ εμένα, ορέ το πα-πα-πα, το παλουκάρι;
ΚΡΗΣ Δεν κατέχω ετσά πράμα, μηδέ κατέχω σε πουρί, Θιός κι η ψυχή μου.
ΑΛΒ. Πώς, ορέ, να το λες έτσι, εσύ, ορέ, εσύ, π' ούρτες, ορέ, εγώ στο-στο-στο Κρήτη, ορέ; κι έρριχνες, εγώ, ορέ, εγώ, το-το-το τουφεκιές σα-σα-σαν το βροχάδες;...
ΚΡΗΣ Είπα σου το δα μαθές, δε σε κατέχω, ντεντίμ, διάλε τα πάσπαλα που θα θέσω στον άδη.
ΑΛΒ. Πρα, πώς το κάνεις έτσι, ορέ, που δεν το γουρουνίζεις; πω, σε γουρουνίζω εγώ...
ΚΡΗΣ Κατέχω δα σε, ντεντίμ, τώρα, π' ούρθες κι έφαγες τα κουράδια μας.
ΑΛΒ. (Με θυμόν) Τφου, αλά μπελιάβερσιν...· ποιος, ορέ, να τρως κουράδιες;
ΑΝΑΤ. (Καθ' εαυτόν) Ε!...· καυγκά τώρα σα μόσκο τα μυρίση.
ΚΡΗΣ Και γιάντα δα, ντεντίμ, ψώματ' άναι δα, που δεν αφήκατε κουράδια στην Κρήτη;
ΑΛΒ. Άιντε να χάνεσαι, πίθε μούτη. (Τρίζων τους οδόντας) Ποιος, ορέ, τ' όφαγες κουράδιες;
ΚΡΗΣ Εσύ δα, μαθές, κι οι σύντροφοι σου, ντεντίμ, και ολιάς.
ΑΛΒ. (Τον πτύει) Τφου, τεταχίνιε.
ΚΡΗΣ (Τον πτύει), Τφου...
ΑΛΒ. (Τον πτύει) Τφου, και συ μούτη... (εβγάζων την πιστόλαν) Να, ορέ, ποιος να τρως κουράδιες... (πυροβολεί, και φεύγει).
ΚΡΗΣ Ω, ω, ω· διάλε τσ' αποθαμμένοι σου και τσ' απομεινάροι σου· μ' εσκότωσες εδά.
ΑΝΑΤ. Ντεν είπα εγώ; Ιστέ, Αρβανίτη χουνέρι του έκαμε. (τρέχει προς τον Κρήτα) Πού χτύπησε; ιστέκα, ιστέκα· (βλέπει την πληγήν) ε!...· ζαράρι ντεν έχει, τίποτα...· μη φοβάσαι...· σήκω, σήκω, (τον σηκώνει ολίγον).