Ἀριστοτέλους

Περὶ Ψυχῆς

Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου

ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'
Το κινούν το ζώον είναι η όρεξις, ήτις περιλαμβάνει την βούλησιν και τον νουν. Την όρεξιν κινεί το ορεκτόν αντικείμενον. Τούτο είναι το πρώτον κινούν, το κινούν, όπερ, ακίνητον αυτό, κινεί το άλλο.

433a9

   Φαίνεται δέ γε δύο ταῦτα κινοῦντα, ἢ ὄρεξις ἢ νοῦς, εἴ τις τὴν φαντασίαν τιθείη ὡς νόησίν τινα· πολλοὶ γὰρ παρὰ τὴν ἐπιστήμην ἀκολουθοῦσι ταῖς φαντασίαις, καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις οὐ νόησις οὐδὲ λογισμὸς ἔστιν, ἀλλὰ φαντασία. ἄμφω ἄρα ταῦτα κινητικὰ κατὰ τόπον, νοῦς καὶ ὄρεξις,

1. [σ. 140] Φαίνεται (1) λοιπόν, ότι δύο είναι τα κινούντα το ζώον, η όρεξις ή ο νους, εάν υποτεθή ότι και η φαντασία είναι νόησίς τις (2), διότι πολλά άλλα, εναντία της λογικής γνώσεως (3), επακολουθούσιν εις τας εικόνας της φαντασίας, και εις τα άλογα ζώα δεν υπάρχει μεν νόησις και συλλογισμός, αλλ' όμως υπάρχει η φαντασία. (4) Άρα μόνα τα δύο ταύτα δύνανται να κινώσι τοπικώς, ο νους και η όρεξις.

 

νοῦς δὲ ὁ ἕνεκά του λογιζόμενος καὶ ὁ πρακτικός· διαφέρει δὲ τοῦ θεωρητικοῦ τῷ τέλει. καὶ ἡ ὄρεξις <δ'> ἕνεκά του πᾶσα· οὗ γὰρ ἡ ὄρεξις, αὕτη ἀρχὴ τοῦ πρακτικοῦ νοῦ, τὸ δ' ἔσχατον ἀρχὴ τῆς πράξεως. ὥστε εὐλόγως δύο ταῦτα φαίνεται τὰ κινοῦντα, ὄρεξις καὶ διάνοια πρακτική· τὸ ὀρεκτὸν γὰρ κι- νεῖ, καὶ διὰ τοῦτο ἡ διάνοια κινεῖ, ὅτι ἀρχὴ αὐτῆς ἐστι τὸ ὀρεκτόν.

2. Νουν δε λέγω εδώ τον συλλογιζόμενον χάριν σκοπού τινος, και αφορώντα εις την πράξιν νουν, όστις διαφέρει από τον θεωρητικόν, διότι έχει ηθικόν σκοπόν. (5) Και πάσα όρεξις έχει σκοπόν τινα, το δε πράγμα του οποίου υπάρχει όρεξις γίνεται αρχή της κινήσεως. Ο τελικός σκοπός είναι η αρχή της πράξεως (6). Ώστε [σ. 141] ευλόγως αύται αι δύο δυνάμεις, η όρεξις και ο πρακτικός νους φαίνεται ότι είναι αιτίαι της κινήσεως. Διότι το αντικείμενον της ορέξεως (το ορεκτόν) κινεί ημάς, διά τούτου δε και η διάνοια κινεί, διότι το ορεκτόν είναι η αρχή αυτής.

 

καὶ ἡ φαντασία δὲ ὅταν κινῇ, οὐ κινεῖ ἄνευ ὀρέξεως. ἓν δή τι τὸ κινοῦν, τὸ ὀρεκτικόν. εἰ γὰρ δύο, νοῦς καὶ ὄρεξις, ἐκίνουν, κατὰ κοινὸν ἄν τι ἐκίνουν εἶδος· νῦν δὲ ὁ μὲν νοῦς οὐ φαίνεται κινῶν ἄνευ ὀρέξεως (ἡ γὰρ βούλησις ὄρεξις, ὅταν δὲ κατὰ τὸν λογισμὸν κινῆται, καὶ κατὰ βούλησιν κινεῖται), ἡ δ' ὄρεξις κινεῖ καὶ παρὰ τὸν λογισμόν· ἡ γὰρ ἐπιθυμία ὄρεξίς τίς ἐστιν.

3. Και η φαντασία δε, όταν κινή το ζώον, δεν το κινεί άνευ ορέξεως. Ούτω λοιπόν εν είναι το αίτιον της κινήσεως της ορεκτικής δυνάμεως, το αντικείμενον αυτής. Διότι, αν υπήρχον δύο αίτια κινήσεως, ο νους και η όρεξις, θα παρήγον κίνησιν κατά κοινήν τινα ιδέαν. Αλλ' όμως ο μεν νους αληθώς δεν φαίνεται ότι κινεί άνευ της ορέξεως. Διότι και η βούλησις είναι όρεξις (7) και όταν το έμψυχον κινήται κατά συλλογισμόν τινα κινείται και κατά βούλησιν. Η όρεξις όμως κινεί εις πράξεις και εναντίον του λόγου (8) διότι η επιθυμία είναι (9) όρεξίς τις.

 

νοῦς μὲν οὖν πᾶς ὀρθός ἐστιν· ὄρεξις δὲ καὶ φαντασία καὶ ὀρθὴ καὶ οὐκ ὀρθή. διὸ ἀεὶ κινεῖ μὲν τὸ ὀρεκτόν, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἢ τὸ ἀγαθὸν ἢ τὸ φαινόμενον ἀγαθόν· οὐ πᾶν δέ, ἀλλὰ τὸ πρακτὸν ἀγαθόν. πρακτὸν δ' ἐστὶ τὸ ἐνδεχόμενον καὶ ἄλλως ἔχειν.

4. Ο νους λοιπόν πάντοτε είναι ορθός, η όρεξις όμως και η φαντασία είναι άλλοτε ορθαί, άλλοτε δε ουχί ορθαί. Διά τούτο το ορεκτόν αντικείμενον πάντοτε κινεί εις πράξεις και είναι ή το (πραγματικόν) αγαθόν (10) ή το φαινόμενον ως αγαθόν (11) και ουχί πάν αγαθόν (12) αλλά μόνον το αγαθόν το πρακτόν (όπερ δέον να πράττηται), το πρακτόν δε τούτο αγαθόν είναι το δυνάμενον να είναι άλλως παρ' ό,τι είναι (13).

 

   ὅτι μὲν οὖν ἡ τοιαύτη δύναμις κινεῖ τῆς ψυχῆς, ἡ καλουμένη

5. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι η δύναμις της ψυχής η καλουμένη

433b

ὄρεξις, φανερόν. τοῖς δὲ διαιροῦσι τὰ μέρη τῆς ψυχῆς, ἐὰν κατὰ τὰς δυνάμεις διαιρῶσι καὶ χωρίζωσι, πάμπολλα γίνεται, θρεπτικόν, αἰσθητικόν, νοητικόν, βουλευτικόν, ἔτι ὀρεκτικόν· ταῦτα γὰρ πλέον διαφέρει ἀλλήλων ἢ ἐπιθυμητικὸν καὶ θυμικόν.

όρεξις είναι η αιτία της κινήσεως εις πράξιν (14), αλλά κατά τους αναλύοντας τα μέρη της ψυχής, εάν αναλύωσι και χωρίζωσι [σ. 142] κατά τας δυνάμεις αυτής γίνονται πάμπολλα μέρη, το θρεπτικόν, το αισθητικόν, τα νοητικόν, το βουλευτικόν και το ορεκτικόν· ταύτα δε διαφέρουσι μεταξύ των περισσότερον παρά το επιθυμητικόν και το θυμικόν.

 

ἐπεὶ δ' ὀρέξεις γίνονται ἐναντίαι ἀλλήλαις, τοῦτο δὲ συμβαίνει ὅταν ὁ λόγος καὶ αἱ ἐπιθυμίαι ἐναντίαι ὦσι, γίνεται δ' ἐν τοῖς χρόνου αἴσθησιν ἔχουσιν (ὁ μὲν γὰρ νοῦς διὰ τὸ μέλλον ἀνθέλκειν κελεύει, ἡ δ' ἐπιθυμία διὰ τὸ ἤδη· φαίνεται γὰρ τὸ ἤδη ἡδὺ καὶ ἁπλῶς ἡδὺ καὶ ἀγαθὸν ἁπλῶς, διὰ τὸ μὴ ὁρᾶν τὸ μέλλον), εἴδει μὲν ἓν ἂν εἴη τὸ κινοῦν, τὸ ὀρεκτικόν, ᾗ ὀρεκτικόν-πρῶτον δὲ πάντων τὸ ὀρεκτόν· τοῦτο γὰρ κινεῖ οὐ κινούμενον, τῷ νοηθῆναι ἢ φαντασθῆναι-ἀριθμῷ δὲ πλείω τὰ κινοῦντα.

6. Καίτοι δε ορέξεις δύνανται να είναι εναντίαι προς αλλήλας, ως συμβαίνει, όταν είναι εναντία ο λόγος και αι επιθυμίαι (15), γίνεται τούτο μόνον εις τα όντα τα οποία έχουσι το αίσθημα του χρόνου. Διότι ο μεν νους διατάττει να ανθιστάμεθα διά το μέλλον (διά τα επακόλουθα), η δε επιθυμία αποβλέπει εις το παρόν(16), διότι εις ταύτην φαίνεται το παρόν ευάρεστον (η στιγμιαία ηδονή) ως το απολύτως ευάρεστον και ως το απολύτως αγαθόν, διότι δεν βλέπει το μέλλον. Διά ταύτα κατ' είδος (18) μεν είναι μία η αρχή η κινούσα, ήτοι το ορεκτικόν μέρος καθό ορεκτικόν. Αριθμητικώς όμως πολλαί κινητικαί δυνάμεις δύνανται να είναι εν αυτή. Αλλά πρώτον πάντων των κινούντων είναι το ορεκτόν αντικείμενον, διότι τούτο, χωρίς να κινήται, κινεί καθ' όσον νοείται ή συλλαμβάνεται υπό της φαντασίας. Κατ' αριθμόν όμως τα κινούντα εις πράξιν, ορεκτά και ορεκτικά, είναι περισσότερα (19).

 

ἐπεὶ δ' ἔστι τρία, ἓν μὲν τὸ κινοῦν, δεύτερον δ' ᾧ κινεῖ, ἔτι τρίτον τὸ κινούμενον, τὸ δὲ κινοῦν διττόν, τὸ μὲν ἀκίνητον, τὸ δὲ κινοῦν καὶ κινούμενον, ἔστι δὴ τὸ μὲν ἀκίνητον τὸ πρακτὸν ἀγαθόν, τὸ δὲ κινοῦν καὶ κινούμενον τὸ ὀρεκτικόν (κινεῖται γὰρ τὸ κινούμενον ᾗ ὀρέγεται, καὶ ἡ ὄρεξις κίνησίς τίς ἐστιν, ἡ ἐνεργείᾳ), τὸ δὲ κινούμενον τὸ ζῷον· ᾧ δὲ κινεῖ ὀργάνῳ ἡ ὄρεξις, ἤδη τοῦτο σωματικόν ἐστιν-διὸ ἐν τοῖς κοινοῖς σώματος καὶ ψυχῆς ἔργοις θεωρητέον περὶ αὐτοῦ.

7. Επειδή δε τρεις όροι διακρίνονται, πρώτον το κινούν, δεύτερον το όργανον, δι' ου τούτο κινεί, και τρίτον το κινούμενον πράγμα, εκ τούτων το μεν κινούν είναι διττόν, αφ' ενός μεν είναι εν στοιχείον ακίνητον, εξ άλλου δε είναι εν στοιχείον κινούν και κινούμενον. Και το μεν ακίνητον κινούν είναι το πρακτέον αγαθόν, το δε κινούν και κινούμενον είναι η ορεκτική δύναμις, διότι [σ. 143] το ον το ορεγόμενον κινείται καθ' όσον ορέγεται, και η όρεξις είναι μία κίνησις καθ' όσον είναι ενέργεια (του ορεκτικού). Το δε κινούμενον είναι το ζώον· το όργανον δε, δι' ου κινεί η όρεξις, τούτο είναι όργανον σωματικόν (η καρδία κλπ.). Αλλά περί τούτου θα εξετάσωμεν όταν και τας κοινάς σώματος και ψυχής λειτουργίας θα θεωρήσωμεν.

 

νῦν δὲ ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν, τὸ κινοῦν ὀργανικῶς ὅπου ἀρχὴ καὶ τελευτὴ τὸ αὐτό-οἷον ὁ γιγγλυμός· ἐνταῦθα γὰρ τὸ κυρτὸν καὶ τὸ κοῖλον τὸ μὲν τελευτὴ τὸ δ' ἀρχή (διὸ τὸ μὲν ἠρεμεῖ τὸ δὲ κινεῖται), λόγῳ μὲν ἕτερα ὄντα, μεγέθει δ' ἀχώριστα. πάντα γὰρ ὤσει καὶ ἕλξει κινεῖται· διὸ δεῖ, ὥσπερ ἐν κύκλῳ, μένειν τι, καὶ ἐντεῦθεν ἄρχεσθαι τὴν κίνησιν.

8. Τώρα δε δυνάμεθα να είπωμεν κεφαλαιωδώς, ότι η κίνησις είναι οργανική εκεί όπου είναι έν η αρχή και το τέλος, ως εις τον γιγγλυμόν. (20) Διότι εις ένα γιγγλυμόν το κυρτόν και το κοίλον είναι το εν μεν τέλος, το δε άλλο είναι αρχή. Και διά τούτο το μεν μένει ακίνητον, το δε κινείται, και ενώ είναι νοητώς ταύτα διακεκριμένα, πραγματικώς είναι αχώριστα. Διότι πάσαι αι κινήσεις γίνονται δι' απώσεως και έλξεως. Και πρέπει διά τούτο εν σημείον να μένη ακίνητον, όπως είναι το κέντρον εν τω κύκλω, και εκ τούτου να αρχίζη η κίνησις (21).

 

ὅλως μὲν οὖν, ὥσπερ εἴρηται, ᾗ ὀρεκτικὸν τὸ ζῷον, ταύτῃ αὑτοῦ κινητικόν· ὀρεκτικὸν δὲ οὐκ ἄνευ φαντασίας· φαντασία δὲ πᾶσα ἢ λογιστικὴ ἢ αἰσθητική. ταύτης μὲν οὖν καὶ τὰ ἄλλα ζῷα μετέχει.

9. Εν γένει λοιπόν, ως είπομεν, το ζώον δύναται να κινή εαυτό μόνον καθ' όσον είναι ορεκτικόν (έχει όρεξιν), αλλά δεν δύναται να έχη όρεξιν άνευ φαντασίας, πάσα δε φαντασία είναι ή λογική ή αισθητική, (22) Ταύτης δε μετέχουσι και τα άλλα ζώα και ο άνθρωπος (23).

 

Σημειώσεις

1) Το πρώτον αίτιον της κινήσεως είναι το αντικείμενον της ορέξεως, το ορεκτόν πράγμα.

2) Ουχί νους, αλλ' ενέργεια του νου.

3) Διότι, ως είπεν ανωτέρω, ο νους του ανθρώπου ουδέν δύναται να συλλάβη άνευ εικόνος.

4) Ήτις αναπληρούσα τον νουν γεννά την κίνησιν.

5) Ούτος είναι ο επιτακτικός λόγος (φρόνησις επιτακτική. Ηθ. Νικομ., VI 102.) Ο θεωρητικός λόγος αντικείμενον έχει την αναγκαίαν αλήθειαν, ο δε πρακτικός το ενδεχόμενον και αιρετόν.

6) Το τέλος της πράξεως είναι ελατήριον ή αφετηρία.

7) Η βούλησις είναι όρεξις διανοητική ή ορθή ή μετά λόγου.

8) Και διά τούτο όρεξις και λόγος δεν παράγουσι κίνησιν κατά κοινήν μορφήν.

9) Ζωηρά όρεξις.

10) Όπερ κινεί τον νουν.

11) Όπερ κινεί την επιθυμίαν και τον θυμόν.

12) Δεν είναι το απόλυτον και το αΐδιον αγαθόν.

13) Είναι το μερικόν αγαθόν, όπερ δύναται να γίνη και να μη γίνη, και είναι αγαθόν πρός τινα και ουχί πάντοτε αγαθόν.

14) Εν τη ψυχή· πρώτη δε αιτία είναι το ορεκτόν.

15) Και ανωτέρω ερρήθη : Καθ' όσον η όρεξις γεννάται εκ του λόγου, ή του θυμικού, ή της επιθυμίας, εμφανίζεται υπό τρεις ενεργείας.

16) Μόνος ο άνθρωπος έχει συνείδησιν του χρόνου κατά τας τρεις διαστάσεις, τα άλλα δε ζώα κατά συμβεβηκός αισθάνονται τον χρόνον, αισθανόμεθα πρότερα παθήματα.

17) Πρέπει πρώτον να νοήση τις ή να παραστήση εαυτώ αντικείμενον, ίνα έπειτα ορεχθή αυτού.

18) Αντιθέτως προς το κατ' αριθμόν.

19) Ούτω πηγή της ορέξεως είναι ο νους ή η αίσθησις ή η φαντασία.

20) Γιγγλυμός λέγεται, ως γνωστόν, η διάρθρωσις των οστών, καθ' ην το μέλος κινείται κατά μίαν διεύθυνσιν, ως είναι η του αγκώνος και της κνήμης.

21) Ούτω και εν τω ζώω ανάγκη να μένη τι εν τω μέσω και από τούτου να γίνηται η κίνησις των μερών.

22) Η αισθητική υπάρχει και εις τα άλογα ζώα, η δε λογική μόνον εις τους ανθρώπους, οίτινες αντεξετάζουσι διαφόρους παραστάσεις και κρίνουσι ποία είναι η προτιμότερα. Ο νους είναι το ακίνητον, όπερ κινεί και ωθεί. Το ορεκτόν αντικείμενον έλκει την όρεξιν.

23) Ο λόγος ή ο νους καθ' όσον ενεργεί εν τω κύκλω της γνώσεως λέγεται θεωρητικός, ενεργών δ' εν τω κύκλω της ηθικότητος λέγεται πρακτικός. Έργον του μεν θεωρητικού είναι να κρίνη μεταξύ αληθείας και [σ. 144] ψεύδους, του δε πρακτικού μεταξύ αγαθών και κακών. Εκείνος γινώσκει μόνον, ούτος κρίνει, σταθμίζει, εκτιμά, βουλεύεται, αποφασίζει και προστάττει. Η αρετή τούτου είναι η φρόνησις, αντικείμενον δε τα πρακτά αγαθά, τα καθ' έκαστον, αντιθέτως προς τον θεωρητικόν, όστις αντικείμενον έχει τα καθ' όλου, τας αρχάς και τους νόμους. Ο πρακτικός λόγος και τα προστάγματα αυτού είναι αχώριστα από της βουλήσεως. Ως νομοθετική δύναμις ούτος οδηγεί και φωτίζει την βούλησιν, ήτοι την προς το αγαθόν προσπάθειαν, ης κατωτάτη μορφή είναι η ορμή, υψίστη δε η λογική όρεξις. Τα συστατικά στοιχεία της ηθικής βουλήσεως είναι ο πρακτικός λόγος ή νους και η όρεξις. Της ορέξεως ή επιθυμίας συστατικά στοιχεία είναι: 1) παράστασίς τις ή γνώσις, “το ορεκτικόν ουκ άνευ φαντασίας”· 2) συναίσθημα ηδονής ή άλγους· 3) προσπάθεια ή ενέργεια. Η όρεξις περιέχει αίρεσιν ή φυγήν, το αντικείμενον δ' αυτής είναι το ελατήριον της πράξεως. Αλλ' όπως μόνος ο λόγος δεν γεννά πράξιν, ούτως η επιθυμία μόνη δεν είναι λογική και ηθική. Δια τούτο ο Αριστοτέλης ορίζει την προαίρεσιν όρεξιν διανοητικής ή νουν ορεκτικόν, ορίζει δηλ. ότι η ηθική βούλησις είναι σύνθετος εκ λόγου και ορέξεως. Και ο λόγος ενταύθα ενεργεί εν μορφή πρακτικού συλλογισμού, ου το συμπέρασμα είναι επιτακτικόν· λ. χ. “πάντες οι πολίται οφείλουσι να υπακούωσι τοις νόμοις”. Εγώ είμαι πολίτης, άρα οφείλω κλπ. Εκ των όρων του συλλογισμού τούτου, ουχί ο μείζων και γενικός, αλλ' ο ελάσσων, η μερική έννοια είναι η κινούσα εις πράξιν· ο λόγος, δι' ον υπακούω τοις νόμοις, είναι ότι εγώ ειμι πολίτης (Όρα το τέλος του επομένου κεφαλαίου).

 

 

[Αρχή σελίδας]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2002