ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'
Η νόησις πρώτον περί τους απλούς
όρους, έπειτα δε περί την σύνθεσιν αυτών. —Εν τη συνθέσει μόνη υπάρχει το αληθές
και το ψεύδος. — Αληθής είναι μόνον η νόησις του είδους και της ουσίας, ουχί η
των συμβεβηκότων.
430a27 | Ἡ μὲν οὖν τῶν ἀδιαιρέτων νόησις ἐν τούτοις περὶ ἃ οὐκ ἔστι τὸ ψεῦδος, ἐν οἷς δὲ καὶ τὸ ψεῦδος καὶ τὸ ἀληθές σύνθεσίς τις ἤδη νοημάτων ὥσπερ ἓν ὄντων-καθάπερ Ἐμπεδοκλῆς ἔφη "ᾗ πολλῶν μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν", ἔπειτα συντίθεσθαι τῇ φιλίᾳ, οὕτω καὶ ταῦτα κεχωρισμένα συντίθεται, οἷον τὸ ἀσύμμετρον καὶ ἡ διάμετρος- |
1. [σ. 128] Η νόησις των αδιαιρέτων (απλών εννοιών) αντικείμενον έχει ταύτα, εκ των οποίων δεν γεννάται ψευδός. Διότι εις εκείνα μόνα ευρίσκεται και το ψεύδος και το αληθές, τα οποία είναι σύνθεσις νοημάτων εις μίαν ενότητα (1). Καθώς είπεν ο Εμπεδοκλής “Ούτω πολλών όντων κεφαλαί εβλάστησαν άνευ αυχένων” και έπειτα ηνώθησαν διά της φιλίας. Ούτω και τα νοήματα, άπερ είναι κεχωρισμένα ενούνται (υπό της διανοίας). Λ. χ. η έννοια του ασυμμέτρου και η της διαμέτρου (2). |
ἂν δὲ γενο- |
2. Αν δε πρόκειται περί πραγμάτων, | |
430b |
μένων ἢ ἐσομένων, τὸν χρόνον προσεννοῶν [καὶ] συντίθησι. τὸ γὰρ ψεῦδος ἐν συνθέσει ἀεί· καὶ γὰρ ἂν τὸ λευκὸν μὴ λευκὸν <φῇ, τὸ λευκὸν καὶ> τὸ μὴ λευκὸν συνέθηκεν· ἐνδέχεται δὲ καὶ διαίρεσιν φάναι πάντα. ἀλλ' οὖν ἔστι γε οὐ μόνον τὸ ψεῦδος ἢ ἀληθὲς ὅτι λευκὸς Κλέων ἐστίν, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἦν ἢ ἔσται. τὸ δὲ ἓν ποιοῦν ἕκαστον, τοῦτο ὁ νοῦς. |
τα οποία ήσαν ή θα είναι, ο νους υπονοεί προσέτι τον χρόνον και με τας εννοίας συμπλέκει αυτόν. Το ψεύδος δε και ενταύθα μόνον εν τη συνθέσει (3) των εννοιών υπάρχει. Διότι, και ότε τις λέγει, ότι το λευκόν δεν είναι λευκόν, συμπλέκων (διά συμπλοκής) λέγει, ότι δεν είναι λευκόν το λευκόν. Αλλά δυνατόν είναι να εφαρμόσωμεν εις πάντα την διαίρεσιν. Δεν είναι όμως δυνατόν η πρότασις, ο Κλέων (νυν) [σ. 129] είναι λευκός, μόνον να ήναι ψεύδος ή αληθές, αλλά δυνατόν τούτο να εφαρμοσθή εις το παρελθόν ή το μέλλον. Εκείνο δε όπερ ταύτα κάμνει εν, τούτο είναι ο νους ο συμπλέκων έκαστον πράγμα. |
430b6 |
τὸ δ' ἀδιαίρετον ἐπεὶ διχῶς, ἢ δυνάμει ἢ ἐνεργείᾳ, οὐθὲν κωλύει νοεῖν τὸ <διαιρετὸν ᾗ> ἀδιαίρετον, <οἷον> ὅταν νοῇ τὸ μῆκος (ἀδιαίρετον γὰρ ἐνεργείᾳ), καὶ ἐν χρόνῳ ἀδιαιρέτῳ· ὁμοίως γὰρ ὁ χρόνος διαιρετὸς καὶ ἀδιαίρετος τῷ μήκει. οὔκουν ἔστιν εἰπεῖν ἐν τῷ ἡμίσει τί ἐνόει ἑκατέρῳ· οὐ γὰρ ἔστιν, ἂν μὴ διαιρεθῇ, ἀλλ' ἢ δυνάμει. χωρὶς δ' ἑκάτερον νοῶν τῶν ἡμίσεων διαιρεῖ καὶ τὸν χρόνον ἅμα, τότε δ' οἱονεὶ μήκη· εἰ δ' ὡς ἐξ ἀμφοῖν, καὶ ἐν τῷ χρόνῳ τῷ ἐπ' ἀμφοῖν. |
3. Επειδή δε το αδιαίρετον νοείται διττώς, ως δυνάμει αδιαίρετον και ενεργεία αδιαίρετον, ουδέν εμποδίζει τον νουν, όταν νοή το μήκος (έκτασιν) (4), να το νοή αδιαίρετον, διότι το μήκος είναι αδιαίρετον ενεργεία (5) και να το νοή εν χρόνου στιγμή αδιαίρετον (6). Διότι ο χρόνος είναι διαιρετός και αδιαίρετος ως η έκτασις. Δεν δύναταί τις λοιπόν να είπη τί εννοεί ο νους εις έκαστον ήμισυ χρονικής διαιρέσεως. Διότι το ήμισυ, αν μη ενεργεία διαιρεθή το όλον, δεν υπάρχει ειμή δυνάμει (7). Νοών όμως χωριστά έκαστον από τα ημίση διαιρεί συνάμα και τον χρόνον. Τότε δε ο χρόνος αντιστοιχεί εν τη διαιρέσει του προς δύο διάφορα μήκη (8). Εάν όμως ο νους νοή το αντικείμενον ως όλον συγκείμενον εκ δύο μερών, το αυτό ποιεί και προς τον χρόνον τον αναφερόμενον εις τα δύο μέρη. |
[τὸ δὲ μὴ κατὰ τὸ ποσὸν ἀδιαίρετον ἀλλὰ τῷ εἴδει νοεῖ ἐν ἀδιαιρέτῳ χρόνῳ καὶ ἀδιαιρέτῳ τῆς ψυχῆς.] κατὰ συμβεβηκὸς δέ, καὶ οὐχ ᾗ ἐκεῖνα, διαιρετὰ ὃ νοεῖ καὶ ἐν ᾧ χρόνῳ, ἀλλ' ᾗ <ἐκεῖνα> ἀδιαίρετα· ἔνεστι γὰρ κἀν τούτοις τι ἀδιαίρετον, ἀλλ' ἴσως οὐ χωριστόν, ὃ ποιεῖ ἕνα τὸν χρόνον καὶ τὸ μῆκος. καὶ τοῦθ' ὁμοίως ἐν ἅπαντί ἐστι τῷ συνεχεῖ, καὶ χρόνῳ καὶ μήκει. |
4. Ουχί όμως το κατά ποσόν αδιαίρετον (9), αλλά το κατ' είδος (νοερώς) αδιαίρετον νοεί ο νους εν αδιαιρέτω στιγμή χρόνου και διά αδιαιρέτου μέρους (10) της ψυχής. Ποιεί δε τούτο κατά συμβεβηκός και ουχί καθόσον το δι' ου νοεί και ο χρόνος καθ' ον νοεί είναι διαιρετά, αλλά μόνον καθ' όσον είναι αδιαίρετα. [σ. 130] Διότι και εις ταύτα υπάρχει τι αδιαίρετον (11), αλλ' ουχί ίσως ως χωριστόν ον, το οποίον κάμνει ένα τον χρόνον και εν το μήκος. Και τούτο αληθεύει ομοίως περί παντός συνεχούς, είτε εν χρόνω είτε εν μήκει (τόπω). | |
430b20α |
<τὸ δὲ μὴ κατὰ τὸ ποσὸν ἀδιαίρετον ἀλλὰ τῷ εἴδει νοεῖ ἐν ἀδιαιρέτῳ χρόνῳ καὶ ἀδιαιρέτῳ <τῳ> τῆς ψυχῆς.> |
|
430b20 |
ἡ δὲ στιγμὴ καὶ πᾶσα διαίρεσις, καὶ τὸ οὕτως ἀδιαίρετον, δηλοῦται ὥσπερ ἡ στέρησις. καὶ ὅμοιος ὁ λόγος ἐπὶ τῶν ἄλλων, οἷον πῶς τὸ κακὸν γνωρίζει ἢ τὸ μέλαν· τῷ ἐναντίῳ γάρ πως γνωρίζει. |
5. Η δε στιγμή και παν το εκ διαιρέσεως προερχόμενον (12) και παν το ούτως αδιαίρετον (13) (ως η στιγμή) εκφράζονται ως στέρησις τίνος (14). Και όμοια δυνάμεθα να είπωμεν περί των άλλων· π. χ. πώς γνωρίζομεν το κακόν ή το μέλαν; Τα γνωρίζομεν τρόπον τινά διά των εναντίων αυτών (15). |
δεῖ δὲ δυνάμει εἶναι τὸ γνωρίζον καὶ †ἐνεῖναι ἐν αὐτῷ†. εἰ δέ τινι μηδὲν ἔστιν ἐναντίον [τῶν αἰτίων], αὐτὸ ἑαυτὸ γινώσκει καὶ ἐνέργειά ἐστι καὶ χωριστόν. |
6. Πρέπει δε η γνωρίζουσα ψυχή να είναι δυνάμει τα γνωριζόμενα πράγματα και ταύτα ν' ανάγωνται εν αυτή εις ενότητα. Εάν όμως αίτιόν τι δεν έχη εναντίον (16), γινώσκει αυτό εαυτό και είναι εν ενεργεία και χωριστόν. (17) | |
ἔστι δ' ἡ μὲν φάσις τι κατά τινος, ὥσπερ καὶ ἡ ἀπόφασις, καὶ ἀληθὴς ἢ ψευδὴς πᾶσα· ὁ δὲ νοῦς οὐ πᾶς, ἀλλ' ὁ τοῦ τί ἐστι κατὰ τὸ τί ἦν εἶναι ἀληθής, καὶ οὐ τὶ κατά τινος· ἀλλ' ὥσπερ τὸ ὁρᾶν †τοῦ ἰδίου ἀληθές, εἰ δ' ἄνθρωπος τὸ λευκὸν† ἢ μή, οὐκ ἀληθὲς ἀεί, οὕτως ἔχει ὅσα ἄνευ ὕλης. |
7. Απόφανσίς τις λέγει τι κατά τινος άλλου, ως η κατάφασις, και είναι πάντοτε ή αληθής ή ψευδής. Αλλ' ο νους δεν είναι πάντοτε αληθής, αλλά μόνος ο νοών το τί είναι, την ουσίαν του πράγματος, και ουχί ο νοών το τί κατηγορείται κατά τίνος (18). Και καθώς είναι αληθής η όρασις, όταν βλέπη το ιδιάζον εις αυτήν αντικείμενον, ότι όμως το λευκόν αντικείμενον είναι [σ. 131] ανθρωπός τις ή όχι, τούτο δεν είναι πάντοτε αληθές, ούτω συμβαίνει και εις τα άνευ ύλης όντα (19). |
Σημειώσεις
1) Τοιαύτη είναι η πρότασις, ήτις καίτοι έχει διάφορα στοιχεία είναι μία ενότης.
2) Διάμετρος νοείται η διαγώνιος του τετραγώνου ή και η διάμετρος του κύκλου. Διότι και εκείνη είναι ασύμμετρος προς την πλευράν του ορθογωνίου τριγώνου και η διάμετρος προς την περιφέρειαν. Ούτως: η διάμετρος είναι, ασύμμετρος είναι πρότασις αληθής. Η διάμετρος δεν είναι ασύμμετρος: είναι ψεύδος.
3) Είτε εις το παρελθόν είτε είς το μέλλον αναφέρεται νυν.
4) Η έκτασις δύναται να διαιρήται, αλλ' εφ' όσον δεν διαιρείται, η συνέχεια αυτής δύναται να παριστάνηται ως αδιαίρετος και ως ολότης εις τα όμματα της διανοίας.
5) Μη διηρημένη.
6) Ο νους νοεί το μήκος ως αδιαίρετον υλικώς και χρονικώς.
7) Το μήκος, καίτοι αδιαίρετον ενεργεία, είναι όμως διαιρετόν δυνάμει.
8) Ο νους νοεί το μήκος (την γραμμήν) ως εν και νοεί ουχί τούτο μεν εις τον ήμισυ χρόνον, τούτο δε εις άλλον ήμισυν χρόνον, διότι ούτω θα είναι δύο μήκη και ουχί εν μήκος, διαιρών δε το μήκος εις μήκη θα διήρει και τον χρόνον.
9) Το υλικόν ον είναι διαιρετόν ποσοτικώς ουχί κατά το είδος του, όπερ είναι εν και αδιαίρετον.
10) Ενεργείας ή δυνάμεως.
11) Το είδος εις το υλικόν ον, και η συνέχεια εις τον χρόνον.
12) Οία η γραμμή, ην ορίζει: μήκος άνευ πλάτους, και η επιφάνεια, ην επίσης στερητικώς ορίζει: μήκος και πλάτος άνευ βάθους.
13) Όπως η στιγμή, ήτις είναι αδιαίρετος δυνάμει και ενεργεία.
14) Η μεν στιγμή δεν έχει μήκος ούτε πλάτος ούτε βάθος, η γραμμή δεν έχει μήκος και βάθος, αλλά κλπ.
15) Το κακόν γινώσκεται διά του εναντίου του, του αγαθού, το μέλαν διά του λευκού, ούτω δε και τα απλά και αδιαίρετα.
16) Εις το οποίον δεν λείπει εν των εναντίων, ίνα νοή το έτερον (επομένως) όπερ νοεί και γινώσκει τα δυο εναντία συνάμα.
17) Τοιούτος είναι ο νους του ανθρώπου.
18) Διότι ούτω γίνεται συμπλοκή, εις ην δύναται να συμβή απάτη.
19) Ομοίως βλέπομεν την αλήθειαν εις πάντα τα άϋλα, τα είδη δηλ. και τα νοητά.