Ἀριστοτέλους

Περὶ Ψυχῆς

Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου

ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'
Γενικά χαρακτηριστικά πασών των αισθήσεων.— Δέχονται τα είδη των αισθητών άνευ της ύλης.—Αναφορά αισθήσεων και των σχετικών αισθητών.—Αιτία αναισθησίας αυτών.— Ουδεμία αίσθησις άνευ ειδικού οργάνου.

424a17

   Καθόλου δὲ περὶ πάσης αἰσθήσεως δεῖ λαβεῖν ὅτι ἡ μὲν αἴσθησίς ἐστι τὸ δεκτικὸν τῶν αἰσθητῶν εἰδῶν ἄνευ τῆς ὕλης, οἷον ὁ κηρὸς τοῦ δακτυλίου ἄνευ τοῦ σιδήρου καὶ τοῦ χρυσοῦ δέχεται τὸ σημεῖον, λαμβάνει δὲ τὸ χρυσοῦν ἢ τὸ χαλκοῦν σημεῖον, ἀλλ' οὐχ ᾗ χρυσὸς ἢ χαλκός· ὁμοίως δὲ καὶ ἡ αἴσθησις ἑκάστου ὑπὸ τοῦ ἔχοντος χρῶμα ἢ χυμὸν ἢ ψόφον πάσχει, ἀλλ' οὐχ ᾗ ἕκαστον ἐκείνων λέγεται, ἀλλ' ᾗ τοιονδί, καὶ κατὰ τὸν λόγον.

1. Γενικώς περί πασών των αισθήσεων πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι η αίσθησις είναι εκείνο, το οποίον δέχεται τα αισθητά είδη άνευ της ύλης. Όπως ο κηρός δέχεται το σημείον δακτυλίου άνευ του σιδήρου και του χρυσού, δηλ. άνευ της ύλης του, λαμβάνει δε τον χρυσούν ή χαλκούν τύπον, αλλ' όχι ως χρυσόν ή [σ. 96] χαλκόν (1), όμοια πάσχει και η αίσθησις (2) από έκαστον πράγμα, όπερ έχει χρώμα ή χυμόν ή ήχον, όχι όμως ως έκαστον των αντικειμένων τούτων ονομάζεται, αλλά καθ' όσον έχει τοιαύτην ή τοιαύτην ιδιότητα και εμφανίζει μίαν έννοιαν.

 

αἰσθητήριον δὲ πρῶτον ἐν ᾧ ἡ τοιαύτη δύναμις. ἔστι μὲν οὖν ταὐτόν, τὸ δ' εἶναι ἕτερον· μέγεθος μὲν γὰρ ἄν τι εἴη τὸ αἰσθανόμενον, οὐ μὴν τό γε αἰσθητικῷ εἶναι οὐδ' ἡ αἴσθησις μέγεθός ἐστιν, ἀλλὰ λόγος τις καὶ δύναμις ἐκείνου.

2. Το αισθητήριον είναι κατά πρώτον εκείνο, εις το οποίον υπάρχει η τοιαύτη δύναμις, και είναι το αυτό με το αισθητόν, διαφέρει δε αυτού κατά τον τρόπον του είναι. Διότι άλλως και το αισθανόμενον θα ήτο μέγεθος (όπως είναι το αισθητόν). Πλην ο τρόπος του είναι του αισθανομένου και η αίσθησις δεν είναι μέγεθος, αλλ' αναφορά τις και δύναμις προς το αισθητόν.

 

φανερὸν δ' ἐκ τούτων καὶ διὰ τί ποτε τῶν αἰσθητῶν αἱ ὑπερβολαὶ φθείρουσι τὰ αἰσθητήρια (ἐὰν γὰρ ᾖ ἰσχυροτέρα τοῦ αἰσθητηρίου ἡ κίνησις, λύεται ὁ λόγος-τοῦτο δ' ἦν ἡ αἴσθησις-ὥσπερ καὶ ἡ συμφωνία καὶ ὁ τόνος κρουομένων σφόδρα τῶν χορδῶν),

3. Φανερόν δ' εκ τούτου είναι και διατί αι υπερβολαί των αισθητών φθείρουσι τα αισθητήρια. Διότι, αν η κίνησις είναι ισχυροτέρα του αισθητηρίου, η αναφορά (ο λόγος, ήτοι η αίσθησις) καταστρέφεται, όπως καταστρέφεται η συμφωνία και η αρμονία, όταν κρούωνται πολύ δυνατά αι χορδαί.

 

καὶ διὰ τί ποτε τὰ φυτὰ οὐκ αἰσθάνεται, ἔχοντά τι μόριον ψυχικὸν καὶ πάσχοντά τι ὑπὸ τῶν ἁπτῶν (καὶ γὰρ ψύχε-

4. Φανερόν ακόμη και διατί τα φυτά δεν αισθάνονται, καίτοι έχουσι μέρος ψυχής και πάσχουσί τι υπ' αυτών των απτών

424b

ται καὶ θερμαίνεται)· αἴτιον γὰρ τὸ μὴ ἔχειν μεσότητα, μηδὲ τοιαύτην ἀρχὴν οἵαν τὰ εἴδη δέχεσθαι τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ πάσχειν μετὰ τῆς ὕλης.

(ψυχρού-θερμού), διότι και ψύχονται και θερμαίνονται. Αίτιον τούτου είναι ότι δεν έχουσι μέσον τι εν εαυτοίς ούτε αρχήν ικανήν να δέχηται τα είδη των αισθητών, αλλά τουναντίον πάσχουσιν ολικώς. (3)

424b.3

   ἀπορήσειε δ' ἄν τις εἰ πάθοι ἄν τι ὑπ' ὀσμῆς τὸ ἀδύνατον ὀσφρανθῆναι, ἢ ὑπὸ χρώματος τὸ μὴ δυνάμενον ἰδεῖν· ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων. εἰ δὲ τὸ ὀσφραντὸν ὀσμή, εἴ τι ποιεῖ, τὴν ὄσφρησιν ἡ ὀσμὴ ποιεῖ· ὥστε τῶν ἀδυνάτων ὀσφρανθῆναι οὐθὲν οἷόν τε πάσχειν ὑπ' ὀσμῆς (ὁ δ' αὐτὸς λόγος καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων)· οὐδὲ τῶν δυνατῶν, ἀλλ' <ἢ> ᾗ αἰσθητικὸν ἕκαστον. ἅμα δὲ δῆλον καὶ οὕτως· οὔτε γὰρ φῶς καὶ σκότος οὔτε ψόφος οὔτε ὀσμὴ οὐδὲν ποιεῖ τὰ σώματα, ἀλλ' ἐν οἷς ἐστίν, οἷον ἀὴρ ὁ μετὰ βροντῆς διίστησι τὸ ξύλον.

5. Δύναταί τις να ερώτηση, αν δύναται να πάθη υπό οσμής εκείνο, όπερ δεν δύναται να οσφρανθή (4), ή υπό χρώματος το μη δυνάμενον να ίδη· ομοίως δε και περί των άλλων αισθήσεων. Εάν το πράγμα, όπερ οσφραινόμεθα, είναι η οσμή, αύτη, αν πάντως [σ. 97] παράγη τι, την όσφρησιν μόνον παράγει (5). Ώστε ουδέν εκ των αδυνατούντων να οσφρανθώσι δύναται να πάθη τι υπό οσμής. Τα αυτά δυνάμεθα να είπωμεν και περί των άλλων. Άλλα και εκ των δυναμένων να αισθανθώσιν έκαστον δεν αισθάνεται άλλως ειμή κατά την οικείαν αισθητικήν δύναμιν. Τούτο δε αποδεικνύεται και εκ των εξής : Ούτε φως δηλ. και σκότος, ούτε ψόφος ούτε οσμή επενεργούσιν επί των αψύχων σωμάτων, αλλά τα διάμεσα πράγματα, εις τα οποία υπάρχουσιν αι ιδιότητες αύται, δύνανται να δρώσιν επί των σωμάτων· λ. χ. ο αήρ ο συνοδεύων την βροντήν (ουχί η βροντή) διασχίζει το ξύλον.

 

ἀλλὰ τὰ ἁπτὰ καὶ οἱ χυμοὶ ποιοῦσιν· εἰ γὰρ μή, ὑπὸ τίνος ἂν πάσχοι τὰ ἄψυχα καὶ ἀλλοιοῖτο; ἆρ' οὖν κἀκεῖνα ποιήσει; ἢ οὐ πᾶν σῶμα παθητικὸν ὑπ' ὀσμῆς καὶ ψόφου, καὶ τὰ πάσχοντα ἀόριστα, καὶ οὐ μένει, οἷον ἀήρ (ὄζει γὰρ ὥσπερ παθών τι); τί οὖν ἐστι τὸ ὀσμᾶσθαι παρὰ τὸ πάσχειν τι; ἢ τὸ μὲν ὀσμᾶσθαι αἰσθάνεσθαι, ὁ δ' ἀὴρ παθὼν ταχέως αἰσθητὸς γίνεται;

6. Αι απτικαί όμως ιδιότητες και οι χυμοί επιδρώσιν αμέσως επί των σωμάτων· διότι άλλως υπό τίνος ήθελον πάσχει και μεταβάλλεσθαι τα άψυχα; Άρα λοιπόν και αι άλλαι ιδιότητες επενεργούσιν αμέσως επί των σωμάτων; Ή μάλλον ουχί παν σώμα πάσχει αμέσως υπό της οσμής και του ήχου, αλλά τα σώματα τα οποία πάσχουσιν ούτω είναι αόριστα (6) και ουχί μόνιμα, όπως είναι ο αήρ, όστις έχει οσμήν ωσεί έχει πάθει τι; Τί είναι λοιπόν το αισθάνεσθαι οσμήν παρά το πάσχειν τι; Το μεν οσφραίνεσθαι βεβαίως σημαίνει αισθάνεσθαι, ο αήρ (7) όμως όταν πάθη τι ταχέως μόνον γίνεται αισθητός εις ημάς (μυρίζει) (8).

 

Σημειώσεις

1) Ο κηρός δέχεται τον τύπον του χρυσού, αλλά δεν γίνεται διά τούτο χρυσούς· ούτω και η αίσθησις.

2) Κατά την λειτουργίαν εκάστου αισθητηρίου.

3) Λ.χ. το ύδωρ, ίνα δεχθή σταγόνα μέλιτος, πρέπει να δεχθή υλικώς το μέλι.

4) Αίσθησίς τις δεν δύναται να αντιλαμβάνηται τα ειδικά αισθήματα άλλης, λ. χ. η όψις τους ήχους· ούτω δεν δύνανται να οσφραίνωνται αι άλλαι αισθήσεις και εκείνα τα όντα, άτινα δεν έχουσιν όσφρησιν.

5) Όσφρησις είναι η ενέργεια, οσμή η δύναμις.

6) Δεν έχουσι μορφάς ακριβείς απτάς ή ορατάς.

7) Ο αήρ όζει, αλλά δεν οσφραίνεται.

8) Ο Έγελος (Ιστορία της Φιλοσ.) παρατηρεί ότι παρενοήθη πολλάκις η εν αρχή του κεφαλαίου τούτου ομοίωσις του Αριστ. λέγοντος, ότι η αίσθησις δέχεται τα αισθητά είδη άνευ ύλης, ως ο κηρός δέχεται το σημείον του (σφραγιστικού) δακτυλίου άνευ του μετάλλου. Εκ της παρανοήσεως ταύτης εγεννήθησαν πολλαί άτοποι θεωρίαι. Αλλά το είδος είναι το αισθητόν αντικείμενον θεωρούμενον ως καθολικόν· εν τη θεωρία εξυψούμεθα υπεράνω του ατομικού και αισθητού εις τα καθολικόν (το άϋλον και νοητόν). Διάφορος είναι η θέσις ημών εις τας πρακτικάς σχέσεις, καθ' ας ως υλικά μεμονωμένα άτομα σχετιζόμεθα υλικώς προς υλικά πράγματα και η υλική ημών ύπαρξις τίθεται εις [σ. 98] ενέργειαν. Ούτω λέγει ο Αριστ. περί της φυτικής ψυχής, ότι με υλικόν τρόπον μόνον σχετίζεται προς την ύλην (καθώς ημείς όταν τρώγωμεν και πίνωμεν), και διά τούτο δεν δύναται να δεχθή τα είδη των αισθητών. Όταν όμως η ψυχή δέχηται είδη (τους αισθητούς διορισμούς ή ποιότητας του πράγματος, χρώματα, σχήματα κλπ.), τότε αφανίζεται η ύλη, ήτις δεν είναι θετικόν τι παρέχον αντίστασιν προς την ψυχήν.

Τω όντι η ψυχή αισθάνεται, διότι είναι φύσις καθολική, ήτις αναφέρεται μεν είς τι εσωτερικόν πράγμα και έχει εν εαυτή διορισμόν τινα, αλλά μένει πάντοτε μεθ' εαυτής και δύναται να αισθάνηται και άλλο τι και πάντα χωρίς να ταυτίζηται με ουδέν αποκλειστικώς. Το άψυχον όμως ον απορροφάται όλως εις τον διορισμόν του. Το έγχρωμον ύδωρ λ. χ. μόνον υφ' ημών διακρίνεται ως έγχρωμον και άχρωμον ύδωρ. Αν όμως το εν γένει ύδωρ και το ειδικόν, το έγχρωμον ύδωρ, ήσαν έν και το αυτό ύδωρ, η ειδοποιός αύτη διαφορά θα ήτο προς αυτό το ύδωρ και το ύδωρ θα ησθάνετο. Και αν και εγώ δεν ηδυνάμην να βλέπω ειμή μόνον το κυανούν, ο περιορισμός ούτος θα ήτο ποιότης, ήτις θα εταυτίζετο με εμέ, θα απερρόφα το είναι μου. Αλλ' επειδή είμαι ον καθολικόν, δύναμαι να βλέπω το χρώμα εν γένει, ή κάλλιον ειπείν τα χρώματα πάντα.

Υλικών σχέσεων εκφράσεις δύνανται βεβαίως να χρησιμεύσωσι προς διασάφησιν πνευματικών σχέσεων. Αλλά δεν έπεται, ότι παν ό,τι εμπεριέχεται εις τας αισθητάς σχέσεις αληθεύει και εις τας πνευματικάς. Η ψυχή δεν είναι πίναξ, εφ' ου τα αισθητά χαράττουσι τας μορφάς των ως επί του κηρού. Ο δε Αριστοτέλης διά της παρομοιώσεως του κηρού ηθέλησε να δηλώση μόνον την παθητικότητα του αισθητικού, όπερ δέχεται μόνον το είδος. Αλλ' εξ άλλου η αίσθησις δεν μένει ως προς το είδος εις την σχέσιν, την οποίαν έχει το είδος με τον κηρόν. Ο κηρός δεν δέχεται εντός εαυτού το είδος. Η εντύπωσις του δακτυλίου μένει όλως εξωτερική και επιπολαία χωρίς να γίνηται μορφή του πραγματικού όντος του κηρού. Άλλως θα έπαυεν ούτος να είναι κηρός. Η ψυχή όμως αφομοιοί το είδος εις ιδίαν αυτής ουσίαν, ούτως ώστε αύτη είναι εν εαυτή τρόπον τινά πάντα τα αισθητά. Και ως ανωτέρω είπομεν [σελ. 52], αν ο πέλεκυς είχε το είδος αυτού διωρισμένον ως ουσίαν του, το είδος τούτο θα ήτο η ψυχή αυτού. Η ψυχή όμως δεν είναι παθητική ως ο κηρός, ούτε δέχεται τους προσδιορισμούς της έξωθεν. Η ψυχή είναι το είδος, η μορφή, ήτις είναι το καθολικόν. Η ψυχή, ως λέγει κατωτέρω ο Αριστοτέλης αναπτύσσων [σ. 99] έτι μάλλον ταύτα, απωθεί αφ' εαυτής (αντιφράττει) την ύλην και διατηρεί εαυτήν κατά της ύλης ούτως ώστε δεχομένη το είδος ενεργεί συνάμα, διότι αναιρεί την παθητικότητα και ούτω μένει ελευθέρα. Η ψυχή μεταβάλλει την μορφήν (τας ποιότητας) των εξωτερικών σωμάτων εις ίδια αυτής στοιχεία και συνταυτίζεται μετ' αυτών (ελευθερούται), διότι αυτή είναι το καθολικόν, είναι είδος ειδών. (Όρα και I. Caird. Φιλοσ. της θρησκείας. Μετάφρασις Π. Γρατσιάτου, σελ. 73—74: “Φιλοσοφ. και Κοινωνιολ. Βιβλιοθήκη Φέξη”).

 

 

[Αρχή σελίδας]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2002