ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'
Περί γεύσεως— Αναφορά γεύσεως
προς αφή και όψιν— Όρος γεύσεως μετρία υγρότης. Είδη χυμών.
422a8 |
Τὸ δὲ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι· καὶ τοῦτ' αἴτιον τοῦ μὴ εἶναι αἰσθητὸν διὰ τοῦ μεταξὺ ἀλλοτρίου ὄντος σώματος· οὐδὲ γὰρ τῇ ἁφῇ. καὶ τὸ σῶμα δὲ ἐν ᾧ ὁ χυμός, τὸ γευστόν, ἐν ὑγρῷ ὡς ὕλῃ· τοῦτο δ' ἁπτόν τι. διὸ κἂν εἰ ἐν ὕδατι ἦμεν, ᾐσθανόμεθ' ἂν ἐμβληθέντος τοῦ γλυκέος, οὐκ ἦν δ' ἂν ἡ αἴσθησις ἡμῖν διὰ τοῦ μεταξύ, ἀλλὰ τῷ μιχθῆναι τῷ ὑγρῷ, καθάπερ ἐπὶ τοῦ ποτοῦ. τὸ δὲ χρῶμα οὐχ οὕτως ὁρᾶται τῷ μίγνυσθαι, οὐδὲ ταῖς ἀπορροίαις. ὡς μὲν οὖν τὸ μεταξὺ οὐθὲν ἔστιν· ὡς δὲ χρῶμα τὸ ὁρατόν, οὕτω τὸ γευστὸν ὁ χυμός. οὐθὲν δὲ ποιεῖ χυμοῦ αἴσθησιν ἄνευ ὑγρότητος, ἀλλ' ἔχει ἐνεργείᾳ ἢ δυνάμει ὑγρότητα, οἷον τὸ ἁλμυρόν· εὔτηκτόν τε γὰρ αὐτὸ καὶ συντηκτικὸν γλώττης. ὥσπερ δὲ καὶ ἡ ὄψις ἐστὶ τοῦ τε ὁρατοῦ καὶ τοῦ ἀοράτου (τὸ γὰρ σκότος ἀόρατον, κρίνει δὲ καὶ τοῦτο ἡ ὄψις), ἔτι τε τοῦ λίαν λαμπροῦ (καὶ γὰρ τοῦτο ἀόρατον, ἄλλον δὲ τρόπον τοῦ σκότους), ὁμοίως δὲ καὶ ἡ ἀκοὴ ψόφου τε καὶ σιγῆς, ὧν τὸ μὲν ἀκουστὸν τὸ δ' οὐκ ἀκουστόν, καὶ μεγάλου ψόφου καθάπερ ἡ ὄψις τοῦ λαμπροῦ (ὥσπερ γὰρ ὁ μικρὸς ψόφος ἀνήκουστος, τρόπον τινὰ καὶ ὁ μέγας τε καὶ ὁ βίαιος), ἀόρατον δὲ τὸ μὲν ὅλως λέγεται, ὥσπερ καὶ ἐπ' ἄλλων τὸ ἀδύνατον, τὸ δ' ἐὰν πεφυκὸς μὴ ἔχῃ ἢ φαύλως, ὥσπερ τὸ ἄπουν καὶ τὸ ἀπύρηνον-οὕτω δὴ καὶ ἡ γεῦσις τοῦ γευστοῦ τε καὶ ἀγεύστου, τοῦτο δὲ τὸ μικρὸν ἢ φαῦλον ἔχον χυμὸν ἢ φθαρτικὸν τῆς γεύσεως. |
1. Το αντικείμενον της γεύσεως, το γευστόν, είναί τι αισθητόν διά της αφής. Και αύτη είναι η αίτια, διά την οποίαν το γευστόν είναι αισθητόν άνευ της μεσολαβήσεως σώματος, όπερ είναι ξένον, διότι και η αφή δεν γίνεται (1) ούτω. Και το σώμα εν τω οποίω υπάρχει ο χυμός, ήτοι το γευστόν, συνίσταται έκ τινος των υγρών,. όπερ είναι ως η ύλη του γευστού· τούτο δε το υγρόν είναι τι αισθητόν δια της αφής. Διά τούτο, αν ήμεθα εντός ύδατος, θα ησθανόμεθα το εις αυτό ριφθέν γλυκύ· όμως δεν θα είχομεν την αίσθησιν του γλυκέος διά τινος μεταξύ σώματος, αλλά διά της αναμίξεως του γλυκέος με το υγρόν, καθώς συμβαίνει εις το ποτόν. Το χρώμα όμως δεν είναι ομοίως ορατόν διά της αναμίξεως με άλλο ούτε διά των απορροιών αυτού. Ούτω λοιπόν ουδέν σώμα μεσολαβεί μεταξύ γευστού και γεύσεως. Άλλως, όπως χρώμα είναι το ορατόν, ούτως ο χυμός είναι το γευστόν. Ουδέν όμως πράγμα παράγει. αίσθησιν χυμού άνευ υγρότητος, αλλά πρέπει να έχη ήδη υγρότητα [σ. 89] δυνάμει ή ενεργεία, ως π. χ. το άλας, το οποίον ευκόλως διαλύεται και επί της γλώσσης τήκεται. Όπως δε η όψις διακρίνει το ορατόν και το αόρατον (διότι το σκότος είναι αόρατον, αλλ' η όψις διακρίνει και τούτο) και προσέτι το λίαν λαμπρόν (διότι και τούτο δεν δύναται να βλέπη η όρασις, αλλά κατ' άλλον τρόπον παρά το σκότος), ούτω και η ακοή αντικείμενον έχει τον ήχον και την σιγήν (εκ των οποίων ο μεν είναι ακουστός, η δε σιγή δεν είναι ακουστή) και τον μέγαν ήχον, ως η όψις έχει το λίαν λαμπρόν (διότι, καθώς ο μικρός ψόφος είναι ανήκουστος, ούτω πως είναι ανήκουστος και ο μέγας και ο βίαιος ψόφος). Αόρατον δε λέγεται το όλως αόρατον (λ.χ. η φωνή), όπως εις άλλας περιστάσεις λέγεται ότι είναι τι αδύνατον, λέγεται δε και εκείνο, το οποίον φύσει μεν δύναται να είναι ορατόν, αλλά δεν είναι ή είναι ατελώς ορατόν, καθώς λ. χ. λέγομεν το άπουν και το απύρηνον (2). Ούτω και η γεύσις αισθάνεται το άγευστον, άγευστον δε λέγομεν το έχον χυμόν ασθενή ή κακόν ή βλαπτικόν της γεύσεως. Φαίνεται δε ότι αρχή του γευστού είναι το ποτόν και το άποτον (το δυνάμενον να πίνηται και το μη δυνάμενον φαίνεται ότι είναι η αρχή ενταύθα). |
422b |
δοκεῖ δ' εἶναι ἀρχὴ τὸ ποτὸν καὶ ἄποτον (γεῦσις γάρ τις ἀμφοτέρου· ἀλλὰ τοῦ μὲν φαύλη καὶ φθαρτική [τῆς γεύσεως], τοῦ δὲ κατὰ φύσιν)· ἔστι δὲ κοινὸν ἁφῆς καὶ γεύσεως τὸ ποτόν. ἐπεὶ δ' ὑγρὸν τὸ γευστόν, |
Διότι και τα δύο είναι γεύσίς τις, αλλά το άποτον είναι γεύσις κακή και καταστρεπτική, το δε ποτόν είναι γεύσις σύμφωνος με την φύσιν αυτής. Είναι δε το ποτόν αισθητόν κοινώς και υπό της αφής (ως υγρόν) και υπό της γεύσεως (ως χυμός). Επειδή δε το γευστόν είναι υγρόν, |
ἀνάγκη καὶ τὸ αἰσθητήριον αὐτοῦ μήτε ὑγρὸν εἶναι ἐντελεχείᾳ μήτε ἀδύνατον ὑγραίνεσθαι· πάσχει γάρ τι ἡ γεῦσις ὑπὸ τοῦ γευστοῦ, ᾗ γευστόν. ἀναγκαῖον ἄρα ὑγρανθῆναι τὸ δυνάμενον μὲν ὑγραίνεσθαι σωζόμενον, μὴ ὑγρὸν δέ, τὸ γευστικὸν αἰσθητήριον. σημεῖον δὲ τὸ μήτε κατάξηρον οὖσαν τὴν γλῶτταν αἰσθάνεσθαι μήτε λίαν ὑγράν· αὕτη γὰρ ἁφῇ γίνεται τοῦ πρώτου ὑγροῦ, ὥσπερ ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῦ γεύηται ἑτέρου, καὶ οἷον τοῖς κάμνουσι πικρὰ πάντα φαίνεται διὰ τὸ τῇ γλώττῃ πλήρει τοιαύτης ὑγρότητος αἰσθάνεσθαι. |
ανάγκη και το αισθητήριον αυτού να είναι μήτε ενεργεία υγρόν, μήτε αδύνατον να υγραίνηται. Διότι η γεύσις πάσχει τι υπό του γευστού, ως γευστού. Αναγκαίον άρα είναι το γευστικόν αισθητήριον να υγρανθή και να είναι τοιούτον, ώστε να δύναται να υγραίνηται διατηρούν πάντοτε εαυτό, αλλά να μη γίνηται αυτό υγρόν εσωτερικώς. Απόδειξις δε τούτου είναι ότι η γλώσσα δεν αισθάνεται, ούτε [σ. 90] όταν είναι κατάξηρος, ούτε όταν είναι λίαν υγρά. Διότι τότε αισθάνεται μόνον το πρώτον υγρόν, καθώς συμβαίνει όταν γευθή τις πρότερον ισχυρόν χυμόν και ύστερον γεύηται άλλον χυμόν, και καθώς συμβαίνει εις τους ασθενείς, εις τους οποίους πάντα φαίνονται πικρά, διότι αισθάνονται διά γλώσσης, ήτις είναι πλήρης εκ τοιαύτης πίκρας υγρότητος. | |
τὰ δ' εἴδη τῶν χυμῶν, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν χρωμάτων, ἁπλᾶ μὲν τἀναντία, τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν, ἐχόμενα δὲ τοῦ μὲν τὸ λιπαρόν, τοῦ δὲ τὸ ἁλμυρόν· μεταξὺ δὲ τούτων τό τε δριμὺ καὶ τὸ αὐστηρὸν καὶ στρυφνὸν καὶ ὀξύ· σχεδὸν γὰρ αὗται δοκοῦσιν εἶναι διαφοραὶ χυμῶν. ὥστε τὸ γευστικόν ἐστι τὸ δυνάμει τοιοῦτον, γευστὸν δὲ τὸ ποιητικὸν ἐντελεχείᾳ αὐτοῦ. |
2. Τα δε είδη των χυμών, καθώς και τα των χρωμάτων, εν μέρει μεν είναι τα απλά εναντία, το γλυκύ και το πικρόν, εν μέρει δε τα τούτων επακόλουθα εκείνου μεν το λιπαρόν, τούτου δε το αλμυρόν, μεταξύ δε τούτων υπάρχουσι το δριμύ και το αυστηρόν και το στρυφνόν και το οξύ. Αύται φαίνεται ότι είναι σχεδόν πάσαι αι διαφοραί των χυμών. Εν ολίγοις το μεν γευστικόν (η γευστική δύναμις) είναι δυνάμει τοιούτον οίον είναι το γευστόν), γευστόν δε εκείνο το πράγμα, το όποιον καθιστά την αίσθησιν εντελεχώς (πραγματικώς) τοιαύτην, οποίον είναι αυτό. |
Σημειώσεις
1) Ως είπομεν πρότερον, η όψις, η ακοή και η όσφρησις έχουσι χρείαν της μεσολαβήσεως ξένου τινός, ίνα λειτουργήσωσι, και όπερ είναι χωριστόν απ' αυτών. Είναι δε ταύτα (το διαφανές το διηχές και το δίοσμον) πάθη του αέρος και του ύδατος. Της αφής όμως, ής είδος είναι η γεύσις, το μεταξύ ή διάμεσον τούτο πράγμα δεν είναι εκτός των οικείων αισθητηρίων, αλλ' ανήκει εις αυτά ταύτα, είναι η σάρξ ή ανάλογόν τι και προσέτι ο αήρ και το ύδωρ, υφ' ων περικυκλούται το αισθητόν. Το κυρίως αισθητήριον της αφής κείται μάλλον εσωτερικώς κατά τον Αριστοτέλη, είναι δηλ. η καρδία.
2) Άπουν λέγομεν ζώόν τι ίνα δηλώσωμεν και ότι έχει κακούς πόδας. Ομοίως π. χ. απύρηνος λέγεται και χώρα παράγουσα ολίγα σπέρματα.