Ἀριστοτέλους

Περὶ Ψυχῆς

Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου

ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'
Γενικά περί οράσεως. Περί χρώματος. Το χρώμα κινεί το φως. Αναίρεσις γνώμης Εμπεδοκλέους. Φωσφορικά σώματα. Ο αήρ αναγκαίον διάμεσον προς ενέργειαν της οράσεως. Αναίρεσις δόξης Δημοκρίτου, ότι δυνάμεθα να βλέπωμεν εν τω κενώ. Και αι άλλαι αισθήσεις χρήζουσι διαμέσου (αέρος, ύδατος) προς ενέργειαν αυτών.

418a26

   Οὗ μὲν οὖν ἐστιν ἡ ὄψις, τοῦτ' ἐστὶν ὁρατόν, ὁρατὸν δ' ἐστὶ χρῶμά τε καὶ ὃ λόγῳ μὲν ἔστιν εἰπεῖν, ἀνώνυμον δὲ τυγχάνει ὄν· δῆλον δὲ ἔσται ὃ λέγομεν προελθοῦσι. τὸ γὰρ ὁρατόν ἐστι χρῶμα, τοῦτο δ' ἐστὶ τὸ ἐπὶ τοῦ καθ' αὑτὸ ὁρατοῦ· καθ' αὑτὸ δὲ οὐ τῷ λόγῳ, ἀλλ' ὅτι ἐν ἑαυτῷ ἔχει τὸ αἴτιον τοῦ εἶναι ὁρατόν. πᾶν δὲ χρῶμα κινητι-

1. Το αντικείμενον, του οποίου αίσθησις είναι η όψις, είναι το ορατόν (1). Ορατόν δε είναι το χρώμα και εκείνο όπερ δυνάμεθα να εξηγήσωμεν διά του νου, αλλά δεν έχει ίδιον όνομα (2). Φανερόν δε θα γίνη κάλλιστα ό,τι λέγομεν, όταν προχωρήσωμεν. Το ορατόν λοιπόν είναι το χρώμα· τούτο δε υπάρχει (επί της επιφανείας), επί του καθ' αυτό ορατού (3), όπερ είναι καθ' αυτό ορατόν ουχί κατά λόγον (4), αλλά διότι έχει εν εαυτώ το αίτιον του να είναι ορατόν (5). Παν χρώμα

418b

κόν ἐστι τοῦ κατ' ἐνέργειαν διαφανοῦς, καὶ τοῦτ' ἐστὶν αὐτοῦ ἡ φύσις· διόπερ οὐχ ὁρατὸν ἄνευ φωτός, ἀλλὰ πᾶν τὸ ἑκάστου χρῶμα ἐν φωτὶ ὁρᾶται. διὸ περὶ φωτὸς πρῶτον λεκτέον τί ἐστιν.

δύναται να κινή το κατ' ενέργειαν διαφανές (6) και αύτη είναι η φύσις του χρώματος. Διά τούτο δεν υπάρχει ορατόν άνευ φωτός, αλλά παν χρώμα εκάστου πράγματος οράται μόνον εις το φως. Όθεν πρέπει πρώτον να είπωμεν περί φωτός τί είναι. [σ. 76]

 

ἔστι δή τι διαφανές. διαφανὲς δὲ λέγω ὃ ἔστι μὲν ὁρατόν, οὐ καθ' αὑτὸ δὲ ὁρατὸν ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν, ἀλλὰ δι' ἀλλότριον χρῶμα. τοιοῦτον δέ ἐστιν ἀὴρ καὶ ὕδωρ καὶ πολλὰ τῶν στερεῶν· οὐ γὰρ ᾗ ὕδωρ οὐδ' ᾗ ἀὴρ διαφανές, ἀλλ' ὅτι ἔστι τις φύσις ἐνυπάρχουσα ἡ αὐτὴ ἐν τούτοις ἀμφοτέροις καὶ ἐν τῷ ἀϊδίῳ τῷ ἄνω σώματι. φῶς δέ ἐστιν ἡ τούτου ἐνέργεια, τοῦ διαφανοῦς ᾗ διαφανές. δυνάμει δέ, ἐν ᾧ τοῦτ' ἐστί, καὶ τὸ σκότος. τὸ δὲ φῶς οἷον χρῶμά ἐστι τοῦ διαφανοῦς, ὅταν ᾖ ἐντελεχείᾳ διαφανὲς ὑπὸ πυρὸς ἢ τοιούτου οἷον τὸ ἄνω σῶμα· καὶ γὰρ τούτῳ τι ὑπάρχει ἓν καὶ ταὐτόν. τί μὲν οὖν τὸ διαφανὲς καὶ τί τὸ φῶς, εἴρηται, ὅτι οὔτε πῦρ οὔθ' ὅλως σῶμα οὐδ' ἀπορροὴ σώματος οὐδενός (εἴη γὰρ ἂν σῶμά τι καὶ οὕτως), ἀλλὰ πυρὸς ἢ τοιούτου τινὸς παρουσία ἐν τῷ διαφανεῖ· οὔτε γὰρ δύο σώματα ἅμα δυνατὸν ἐν τῷ αὐτῷ εἶναι,

2. To φως βεβαίως είναι διαφανές τι. Λέγω δε διαφανές εκείνο, το οποίον είναι μεν ορατόν, ουχί όμως καθ' εαυτό ορατόν, και απολύτως, αλλά διά μέσου ξένου τινός, του χρώματος. Τοιούτον δε διαφανές είναι ο αήρ, το ύδωρ και άλλα των στερεών (ύαλος κλπ.), δεν είναι όμως το ύδωρ διαφανές ως ύδωρ, ουδέ ο αήρ ως αήρ, αλλά διότι υπάρχει εις τα δυο ταύτα η αυτή ιδιότης, ήτις είναι η αυτή με την εν τω αιωνίω και θείω σώματι (7) υπάρχουσαν. Το φως δε είναι η ενεργοποίησις του διαφανούς, ως διαφανούς (8). Εκείνο δε (το διάμεσον), εν τω οποίω το διαφανές υπάρχει εν δυνάμει, τούτο είναι και το σκότος. Το φως είναι τρόπον τινά το χρώμα του διαφανούς, όταν το διαφανές γίνεται εντελεχεία διαφανές είτε υπό του πυρός είτε υπό άλλης αιτίας τοιαύτης, οίον είναι το άνω σώμα (ο ήλιος)· διότι και τούτο το σώμα έχει τι το αυτό με το πυρ. Τί είναι λοιπόν το διαφανές και τί είναι το φως, είπομεν, το φως δηλ. δεν είναι πυρ ούτε σώμα παντάπασιν ούτε απόρροια σώματος (διότι ούτω θα ήτο σώμα τι), αλλ' η παρουσία (επενέργεια) του πυρός ή άλλου τοιούτου σώματος εν τω διαφανεί, διότι δεν είναι δυνατόν δύο σώματα (9) συγχρόνως να υπάρχωσιν εν τω αυτώ.

 

δοκεῖ τε τὸ φῶς ἐναντίον εἶναι τῷ σκότει· ἔστι δὲ τὸ σκότος στέρησις τῆς τοιαύτης ἕξεως ἐκ διαφανοῦς, ὥστε δῆλον ὅτι καὶ ἡ τούτου παρουσία τὸ φῶς ἐστιν. καὶ οὐκ ὀρθῶς Ἐμπεδοκλῆς, οὐδ' εἴ τις ἄλλος οὕτως εἴρηκεν, ὡς φερομένου τοῦ φωτὸς καὶ γιγνομένου ποτὲ μεταξὺ τῆς γῆς καὶ τοῦ περιέχοντος, ἡμᾶς δὲ λανθάνοντος· τοῦτο γάρ ἐστι καὶ παρὰ τὴν τοῦ λόγου ἐνάργειαν καὶ παρὰ τὰ φαινόμενα· ἐν μικρῷ μὲν γὰρ διαστήματι λάθοι ἄν, ἀπ' ἀνατολῆς δ' ἐπὶ δυσμὰς τὸ λανθάνειν μέγα λίαν τὸ αἴτημα.

3. Το φως φαίνεται ότι είναι το εναντίον προς το σκότος. Το δε σκότος είναι στέρησις της τοιαύτης καταστάσεως του διαφανούς, ώστε φανερόν είναι ότι και το φως είναι η παρουσία της καταστάσεως ταύτης. Ο Εμπεδοκλής δε ουχί ορθώς λέγει, ουδέ άν τις άλλος είπε τούτο, ότι το φως εκινείτο και εκάστοτε εξετείνετο μεταξύ της γης και του περιέχοντος μεταξύ (της ατμοσφαίρας), διέφευγε δε την αντίληψιν ημών (10). Αλλά τούτο αντίκειται και εις την λογικήν αλήθειαν και εις τα φαινόμενα. Διότι εν μικρώ διαστήματι δύναται να διαφύγη ημάς κίνησις φωτός μικρού [σ. 77]. αλλ' απ' ανατολής μέχρι δυσμών να διαφύγη την αντίληψιν ημών κίνησις (τοιούτου σώματος) είναι παρά πολύ μεγάλη η απαίτησις.

418b26

   ἔστι δὲ χρώματος μὲν δεκτικὸν τὸ ἄχρουν, ψόφου δὲ τὸ ἄψοφον. ἄχρουν δ' ἐστὶ τὸ διαφανὲς καὶ τὸ ἀόρατον ἢ τὸ μόλις ὁρώμενον, οἷον δοκεῖ τὸ σκοτεινόν. τοιοῦτον δὲ τὸ διαφανὲς μέν, ἀλλ' οὐχ ὅταν ᾖ ἐντελεχείᾳ διαφανές, ἀλλ' ὅταν δυνάμει· ἡ γὰρ αὐτὴ φύσις ὁτὲ μὲν σκότος ὁτὲ δὲ φῶς

4. Είναι δε επιδεκτικόν να παράγη χρώμα το άχρουν και ήχον τα άψοφον. Άχρουν δε είναι το διαφανές και το αόρατον ή το μόλις ορατόν, οποίον φαίνεται ότι είναι λ.χ. το σκοτεινόν (11). Και τοιούτον είναι το διαφανές, όχι όμως όταν είναι εντελεχεία διαφανές, διότι το αυτό διάμεσον άλλοτε είναι σκότος, άλλοτε δε είναι φως.

419a

ἐστιν. οὐ πάντα δὲ ὁρατὰ ἐν φωτί ἐστιν, ἀλλὰ μόνον ἑκάστου τὸ οἰκεῖον χρῶμα· ἔνια γὰρ ἐν μὲν τῷ φωτὶ οὐχ ὁρᾶται, ἐν δὲ τῷ σκότει ποιεῖ αἴσθησιν, οἷον τὰ πυρώδη φαινόμενα καὶ λάμποντα (ἀνώνυμα δ' ἐστὶ ταῦτα ἑνὶ ὀνόματι), οἷον μύκης, κρέας, κεφαλαὶ ἰχθύων καὶ λεπίδες καὶ ὀφθαλμοί· ἀλλ' οὐδενὸς ὁρᾶται τούτων τὸ οἰκεῖον χρῶμα. δι' ἣν μὲν οὖν αἰτίαν ταῦτα ὁρᾶται, ἄλλος λόγος·

Ουχί δε πάντα τα ορατά είναι ορατά εις το φως, αλλά το οικείον χρώμα έκαστου αυτών εν τω φωτί μόνον είναι ορατόν. Διό τινά εις μεν το φως δεν είναι ορατά, εις δε το σκότος κινούσι την αίσθησιν ως λ. χ. τα σώματα, τα οποία φαίνονται πυρώδη και λάμποντα την νύκτα, δεν ονομάζονται δε με εν κοινόν όνομα. Και τοιαύτα είναι οι μύκητες, κέρατα ζώων, κεφαλαί ιχθύων και λέπια και οφθαλμοί αυτών. Αλλ' ουδενός αυτών βλέπομεν το οικείον αυτού χρώμα (12). Διά ποίαν δε αιτίαν τα σώματα ταύτα είναι ορατά, τούτο είναι άλλο ζήτημα.

 

νῦν δ' ἐπὶ τοσοῦτον φανερόν ἐστιν, ὅτι τὸ μὲν ἐν φωτὶ ὁρώμενον χρῶμα (διὸ καὶ οὐχ ὁρᾶται ἄνευ φωτός· τοῦτο γὰρ ἦν αὐτῷ τὸ χρώματι εἶναι, τὸ κινητικῷ εἶναι τοῦ κατ' ἐνέργειαν διαφανοῦς), ἡ δ' ἐντελέχεια τοῦ διαφανοῦς φῶς ἐστιν. σημεῖον δὲ τούτου φανερόν· ἐὰν γάρ τις θῇ τὸ ἔχον χρῶμα ἐπ' αὐτὴν τὴν ὄψιν, οὐκ ὄψεται· ἀλλὰ τὸ μὲν χρῶμα κινεῖ τὸ διαφανές, οἷον τὸν ἀέρα, ὑπὸ τούτου δὲ συνεχοῦς ὄντος κινεῖται τὸ αἰσθητήριον.

5. Επί του παρόντος τούτο είναι φανερόν, ότι εκείνο το οποίον οράται εις το φως είναι το χρώμα, διά τούτο δε το χρώμα δεν είναι ορατόν άνευ φωτός· διότι αύτη είναι η ουσία του χρώματος, να δύναται να κινή το κατ' ενέργειαν διαφανές, η δε εντελέχεια του διάφανους είναι το φως. Η απόδειξις τούτου είναι προφανής· εάν δηλ. θέση τις το σώμα το έχον χρώμα επ' αυτού του οφθαλμού, δεν το βλέπει. Αλλά, τουναντίον, το μεν χρώμα κινεί το διαφανές, λ. χ. τον αέρα, υπό τούτου δε, όστις είναι συνεχής, κινείται το αισθητήριον.

 

οὐ γὰρ καλῶς τοῦτο λέγει Δημόκριτος, οἰόμενος, εἰ γένοιτο κενὸν τὸ μεταξύ, ὁρᾶσθαι ἂν ἀκριβῶς καὶ εἰ μύρμηξ ἐν τῷ οὐρανῷ εἴη· τοῦτο γὰρ ἀδύνατόν ἐστιν. πάσχοντος γάρ τι τοῦ αἰσθητικοῦ γίνεται τὸ ὁρᾶν· ὑπ' αὐτοῦ μὲν οὖν τοῦ ὁρωμένου χρώματος ἀδύνατον· λείπεται δὴ ὑπὸ τοῦ μεταξύ, ὥστ' ἀναγκαῖόν τι εἶναι μεταξύ· κενοῦ δὲ γενομένου οὐχ ὅτι ἀκριβῶς, ἀλλ' ὅλως οὐθὲν ὀφθήσεται.

6. Ούτως ο Δημόκριτος ουχί ορθώς λέγει, πιστεύων, ότι εάν γίνη κενόν το μεταξύ (το διάμεσον), θα εγίνετο η όρασις ακριβής [σ. 78] ώστε να βλέπη και μύρμηκα, αν υπήρχεν εν τω ουρανώ. Αλλά τούτο είναι αδύνατον, διότι η όρασις δεν παράγεται, ειμή όταν πάσχη τι η αίσθησις· να πάσχη δε αμέσως υπ' αυτού του ορατού χρώματος είναι αδύνατον. Υπολείπεται λοιπόν η υπόθεσις, ότι πάσχει υπό του μεταξύ (13) (διαφανούς αέρος), ώστε είναι ανάγκη, να υπάρχη τι μεταξύ. Εάν δε γίνη κενόν, ου μόνον δεν θα βλέπηταί τι ακριβώς, αλλ' ουδόλως θα βλέπηται.

 

   δι' ἣν μὲν οὖν αἰτίαν τὸ χρῶμα ἀναγκαῖον ἐν φωτὶ ὁρᾶσθαι, εἴρηται. πῦρ δὲ ἐν ἀμφοῖν ὁρᾶται, καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν φωτί, καὶ τοῦτο ἐξ ἀνάγκης· τὸ γὰρ διαφανὲς ὑπὸ τούτου γίνεται διαφανές.

7. Διά ποίαν λοιπόν αιτίαν το χρώμα αναγκαίως οράται εις το φως είπομεν. Το πυρ δε οράται εις αμφότερα, και εις το σκότος και εις το φως. Και τούτο εξ ανάγκης γίνεται· διότι το διαφανές γίνεται διαφανές υπό του πυρός.

 

ὁ δ' αὐτὸς λόγος καὶ περὶ ψόφου καὶ ὀσμῆς ἐστιν· οὐθὲν γὰρ αὐτῶν ἁπτόμενον τοῦ αἰσθητηρίου ποιεῖ τὴν αἴσθησιν, ἀλλ' ὑπὸ μὲν ὀσμῆς καὶ ψόφου τὸ μεταξὺ κινεῖται, ὑπὸ δὲ τούτου τῶν αἰσθητηρίων ἑκάτερον· ὅταν δ' ἐπ' αὐτό τις ἐπιθῇ τὸ αἰσθητήριον τὸ ψοφοῦν ἢ τὸ ὄζον, οὐδεμίαν αἴσθησιν ποιήσει. περὶ δὲ ἁφῆς καὶ γεύσεως ἔχει μὲν ὁμοίως, οὐ φαίνεται δέ· δι' ἣν δ' αἰτίαν, ὕστερον ἔσται δῆλον.

8. Το αυτό λέγομεν και περί του ήχου και της οσμής, διότι ουδέν εξ αυτών κινεί την αίσθησιν, όταν τίθηται εις επαφήν με το αισθητήριον, αλλ' υπό της οσμής και του ήχου κινείται το μεταξύ, υπό δε τούτου κινείται έκαστον των αισθητηρίων. Όταν δε επιθέση τις το σώμα το ηχούν ή όζον επ' αυτού του αισθητηρίου, ουδεμίαν θα διεγείρη αίσθησιν. Το αυτό συμβαίνει και εις την αφήν και την γεύσιν, αλλά δεν είναι επίσης φανερόν, και η αιτία τούτου ύστερον θα γίνη φανερά.

 

τὸ δὲ μεταξὺ ψόφων μὲν ἀήρ, ὀσμῆς δ' ἀνώνυμον· κοινὸν γάρ τι πάθος ἐπ' ἀέρος καὶ ὕδατος ἔστιν, ὥσπερ τὸ διαφανὲς χρώματι, οὕτω τῷ ἔχοντι ὀσμὴν ὃ ἐν ἀμφοτέροις ὑπάρχει τούτοις· φαίνεται γὰρ καὶ τὰ ἔνυδρα τῶν ζῴων

9. Το μεταξύ (το διάμεσον) του ήχου είναι ο αήρ, το δε της οσμής δεν έχει ίδιον όνομα. Αλλ' είναι πάθος τι κοινόν και του αέρος και του ύδατος, και ην σχέσιν έχει το διαφανές προς το χρώμα την αυτήν έχει το εν αμφοτέροις τοις στοιχείοις υπάρχον πάθος προς το σώμα το έχον την οσμήν (14). Τω όντι φαίνεται ότι και τα ένυδρα ζώα

419b

ἔχειν αἴσθησιν ὀσμῆς. ἀλλ' ὁ μὲν ἄνθρωπος, καὶ τῶν πεζῶν ὅσα ἀναπνεῖ, ἀδυνατεῖ ὀσμᾶσθαι μὴ ἀναπνέοντα. ἡ δ' αἰτία καὶ περὶ τούτων ὕστερον λεχθήσεται.

έχουσι την αίσθησιν της οσμής. Αλλ' ο [σ. 79] άνθρωπος και όσα των χερσαίων αναπνέουσι δεν δύνανται να αισθάνωνται την οσμήν, εάν δεν αναπνέωσι. Την αιτίαν δε τούτων ύστερον θα εξηγήσωμεν.

 

Σημειώσεις

1) Όρασις είναι η εν ενεργεία όψις.

2) Εννοεί τα εν τω σκότει φωσφορίζοντα σώματα, άτινα δεν έχουσιν ίδιον όνομα.

3) To χρώμα είναι ορατόν, ουχί καθ' εαυτό, διότι δεν είναι ουσία, υπόστασις, αλλά είναι πάντοτε εν σώματι ως ιδιότης αυτού.

4) Διότι ούτε ο ορισμός αυτής περιέχει τα ορατόν, ούτε ο του ορατού περιέχει αυτήν.

5) Το αίτιον τούτο είναι το χρώμα.

6) Διαφανή είναι ο αήρ, το ύδωρ κλπ., αλλά καθ' εαυτά είναι δυνάμει διαφανή και διά τούτο είναι σκοτεινά· δρώντας όμως του φωτός γίνονται διαφανή. Το φως κάμνει το διαφανές ενεργεία, διαφανές, όταν το διαπερά και το κινή. Το διαφανές είναι άχρουν, δέχεται δε χρώμα εξ άλλων εγχρώμων σωμάτων.

7) Όπερ είναι ο ουρανός ή ο αιθήρ.

8) Ουχί δε ως εκτεταμένου ή χρωματιστού κλπ.

9) Το διαφανές και το φως, εάν ήσαν σώματα, θα ήσαν εν τω αυτώ τόπω και θα απετέλουν έν σώμα.

10) Διά την ταχύτητα της κινήσεως του.

11) Η όψις διακρίνει και το σκότος. Και εν γένει πάσα αίσθησις την στέρησιν του ιδίου αυτής αισθητού αντικειμένου αισθάνεται.

12) Διότι πάντα έχουσι την αυτήν όψιν, καθ' όσον πάντα είναι λαμπρά και, φωσφορικά.

13) Άλλως πολλώ μάλλον θα έπασχεν η αίσθησις, εάν το χρώμα επετίθετο επί του αισθητηρίου.

14) Φαίνεται ότι υποθέτει ειδικόν τι διάμεσον της οσμής (δίοσμον) και τούτο λέγει πάθος του αέρος και του ύδατος, όπερ διαβιβάζει την οσμήν, όπως έτερον κοινόν πάθος, το διαφανές, διαβιβάζει το φως. Της όψεως το διάμεσον, το διαφανές, είναι ιδιότης του αέρος και του ύδατος. Το της ακοής, το διηχές, είναι ωσαύτως ιδιότης του αέρος και του ύδατος. Της αφής διάμεσον είναι η σαρξ και της οσφρήσεως είναι ο αήρ, και μόνον εις τους ιχθύς είναι το ύδωρ.

 

 

[Αρχή σελίδας]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2002