ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
Γενικά περί του αισθητικού· είναι δύναμις χρήζουσα των εξωτερικών πραγμάτων, ίνα γείνη ενεργός. Εξέτασις της δόξης ότι το όμοιον δύναται να πάσχη υπό του ομοίου. Αληθεύει, καθ' όσον διακρίνεται η δύναμις και η ενέργεια. Η αίσθησις πριν ή πάθη υπό του αισθητού είναι ανομοία προς αυτό. Όταν δε πάθη, γίνεται ομοία αυτού.
416b32 |
Διωρισμένων δὲ τούτων λέγωμεν κοινῇ περὶ πάσης αἰσθήσεως. ἡ δ' αἴσθησις ἐν τῷ κινεῖσθαί τε καὶ πάσχειν συμβαίνει, καθάπερ εἴρηται· δοκεῖ γὰρ ἀλλοίωσίς τις εἶναι. φασὶ δέ τινες καὶ τὸ ὅμοιον ὑπὸ τοῦ ὁμοίου πάσχειν. |
1. Αφού ταύτα διωρίσαμεν, ας ομιλήσωμεν γενικώς περί πάσης αισθήσεως. Ως είπομεν, η αίσθησις συνίσταται εις το κινείσθαι και πάσχειν· διότι νομίζεται ότι είναι μεταβολή τις (1). Τινές λέγουσιν ότι και το όμοιον πάσχει υπό του ομοίου. |
417a |
τοῦτο δὲ πῶς δυνατὸν ἢ ἀδύνατον, εἰρήκαμεν ἐν τοῖς καθόλου λόγοις περὶ τοῦ ποιεῖν καὶ πάσχειν. |
Πως δε τούτο είναι δυνατόν ή αδύνατον είπομεν εις την γενικήν πραγματείαν ημών περί του Ποιείν και του Πάσχειν. |
|
ἔχει δ' ἀπορίαν διὰ τί καὶ τῶν αἰσθήσεων αὐτῶν οὐ γίνεται αἴσθησις, καὶ διὰ τί ἄνευ τῶν ἔξω οὐ ποιοῦσιν αἴσθησιν, ἐνόντος πυρὸς καὶ γῆς καὶ τῶν ἄλλων στοιχείων, ὧν ἐστιν ἡ αἴσθησις καθ' αὑτὰ ἢ τὰ συμβεβηκότα τούτοις. δῆλον οὖν ὅτι τὸ αἰσθητικὸν οὐκ ἔστιν ἐνεργείᾳ, ἀλλὰ δυνάμει μόνον, διὸ οὐκ αἰσθάνεται, καθάπερ τὸ καυστὸν οὐ καίεται αὐτὸ καθ' αὑτὸ ἄνευ τοῦ καυστικοῦ· ἔκαιε γὰρ ἂν ἑαυτό, καὶ οὐθὲν ἐδεῖτο τοῦ ἐντελεχείᾳ πυρὸς ὄντος. ἐπειδὴ δὲ τὸ αἰσθάνεσθαι λέγομεν διχῶς (τό τε γὰρ δυνάμει ἀκοῦον καὶ ὁρῶν ἀκούειν καὶ ὁρᾶν λέγομεν, κἂν τύχῃ καθεῦδον, καὶ τὸ ἤδη ἐνεργοῦν), διχῶς ἂν λέγοιτο καὶ ἡ αἴσθησις, ἡ μὲν ὡς δυνάμει, ἡ δὲ ὡς ἐνεργείᾳ. ὁμοίως δὲ καὶ τὸ αἰσθητόν, τό τε δυνάμει ὂν καὶ τὸ ἐνεργείᾳ. |
2. Αλλά ζητείται διατί δεν υπάρχει αίσθησις και αυτών των αισθήσεων (2) και διατί τα αισθητήρια δεν παράγουσιν αίσθησιν άνευ των εξωτερικών πραγμάτων, μολονότι το πυρ, η γη και τα άλλα στοιχεία υπάρχουσιν εν τω αισθητικώ και έχομεν αίσθησιν τούτων είτε καθ' εαυτά είτε των συμβεβηκότων (ιδιοτήτων) αυτών. Αλλ' είναι πρόδηλον ότι η αισθητική δύναμις δεν είναι πάντοτε εν ενεργεία, αλλά δυνάμει μόνον (3). Διά τούτο αύτη είναι καθώς και η καύσιμος [σ. 69] ύλη, η οποία δεν καίεται μόνη άνευ του πράγματος, το οποίον την κάμνει να καίη (4). Διότι άλλως θα έκαιεν εαυτήν και δεν θα είχε χρείαν του πραγματικού (προϋπάρχοντος) πυρός. Επειδή δε το αισθάνεσθαι λέγομεν κατά δύο σημασίας, διότι και το δυνάμει ακούον και βλέπον λέγομεν ότι ακούει και βλέπει και αν τύχη να κοιμάται, και το ήδη ενεργούν, ήτοι ακούον και βλέπον, λέγομεν ότι ακούει και βλέπει, ούτω δύναται και η αίσθησις να λέγηται κατά δύο σημασίας, κατά μίαν ως εν δυνάμει αίσθησις, κατ' άλλην δε ως εν ενεργεία (ομοίως και το αισθάνεσθαι λέγεται δυνάμει αισθάνεσθαι και εν ενεργεία αισθάνεσθαι). |
|
πρῶτον μὲν οὖν ὡς τοῦ αὐτοῦ ὄντος τοῦ πάσχειν καὶ τοῦ κινεῖσθαι καὶ τοῦ ἐνεργεῖν λέγωμεν· καὶ γὰρ ἔστιν ἡ κίνησις ἐνέργειά τις, ἀτελὴς μέντοι, καθάπερ ἐν ἑτέροις εἴρηται. πάντα δὲ πάσχει καὶ κινεῖται ὑπὸ τοῦ ποιητικοῦ καὶ ἐνεργείᾳ ὄντος. διὸ ἔστι μὲν ὡς ὑπὸ τοῦ ὁμοίου πάσχει, ἔστι δὲ ὡς ὑπὸ τοῦ ἀνομοίου, καθάπερ εἴπομεν· πάσχει μὲν γὰρ τὸ ἀνόμοιον, πεπονθὸς δ' ὅμοιόν ἐστιν. |
3. Ας εννοήσωμεν λοιπόν πρώτον, ότι δηλούσι το αυτό πράγμα οι όροι πάσχειν και κινείσθαι και ενεργείν (5). Διότι και η κίνησις είναι ενέργειά τις, ατελής όμως, καθώς είπομεν αλλαχού (6). Πάντα όμως πάσχουσι και κινούνται υπ' άλλου όντος, όπερ δύναται να ποιή και είναι ενεργεία ον. Διά τούτο κατά τινα μεν τρόπον το όμοιον πάσχει υπό του ομοίου, κατ' άλλον δε υπό του ανομοίου, καθώς είπομεν ανωτέρω· διότι πάσχει μεν το ανόμοιον, αφού όμως έχει πάθη, τότε πλέον είναι όμοιον. (7). |
|
διαιρετέον δὲ καὶ περὶ δυνάμεως καὶ ἐντελεχείας· νῦν γὰρ ἁπλῶς ἐλέγομεν περὶ αὐτῶν. ἔστι μὲν γὰρ οὕτως ἐπιστῆμόν τι ὡς ἂν εἴποιμεν ἄνθρωπον ἐπιστήμονα ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῶν ἐπιστημόνων καὶ ἐχόντων ἐπιστήμην· ἔστι δ' ὡς ἤδη λέγομεν ἐπιστήμονα τὸν ἔχοντα τὴν γραμματικήν· ἑκάτερος δὲ τούτων οὐ τὸν αὐτὸν τρόπον δυνατός ἐστιν, ἀλλ' ὁ μὲν ὅτι τὸ γένος τοιοῦτον καὶ ἡ ὕλη, ὁ δ' ὅτι βουληθεὶς δυνατὸς θεωρεῖν, ἂν μή τι κωλύσῃ τῶν ἔξωθεν· ὁ δ' ἤδη θεωρῶν, ἐντελεχείᾳ ὢν καὶ κυρίως ἐπιστάμενος τόδε τὸ Α. ἀμφότεροι μὲν οὖν οἱ πρῶτοι, κατὰ δύναμιν ἐπιστήμονες |
4. Πρέπει δε και περί δυνάμεως και εντελεχείας να κάμωμεν διακρίσεις· διότι έως τώρα ομιλούμεν περί αυτών κατά τρόπον γενικόν. Κατά μίαν σημασίαν λέγομεν, ότι πράγμα τι είναι επιστήμον, ως ηθέλομεν είπει ότι ο άνθρωπος είναι επιστήμων, διότι ο άνθρωπος είναι εκ των όντων, τα οποία δύνανται να δέχωνται [σ. 70] την επιστήμην και να έχωσιν αυτήν· αφ' ετέρου δε λέγομεν επίσης επιστήμονα τον κατέχοντα την επιστήμην, λ.χ. την γραμματικήν. Όμως καθείς των δύο τούτων δεν είναι δυνατός κατά τον αυτόν τρόπον, αλλ' ο μεν δύναται να γινώσκη, διότι τοιούτον είναι το γένος και η φύσις αυτού, ο δε διότι άμα θελήση δύναται να ενεργήση την επιστήμην του, όταν δεν τον εμποδίζη τίποτε εξωτερικόν. Τρίτος δε είναι ο νυν ενεργοποιών την επιστήμην του· και ούτος είναι ο κατ' εντελέχειαν και κυρίως επισταμένος το ωρισμένον τούτο πράγμα, το Α π. χ. Οι δε πρότεροι (8) είναι και οι δύο κατά δύναμιν επιστήμονες· |
417a30α |
<ὄντες, ἐνεργείᾳ γίνονται ἐπιστήμονες,> |
|
417a31 |
ἀλλ' ὁ μὲν διὰ μαθήσεως ἀλλοιωθεὶς καὶ πολλάκις ἐξ ἐναντίας μεταβαλὼν ἕξεως, ὁ δ' ἐκ τοῦ ἔχειν τὴν ἀριθμητικὴν |
αλλ' ο μεν πρώτος είναι επιστήμων, αφ' ου αλλοιωθή υπό της μελέτης και πολλάκις εκ μιας καταστάσεως μεταβληθή εις άλλην εναντίαν (εξ αγνοίας δηλ. εις γνώσιν)· ο δε άλλος είναι επιστήμων κατ' άλλον τρόπον, ως κατέχων την αριθμητικήν |
417b |
ἢ τὴν γραμματικήν, μὴ ἐνεργεῖν δέ, εἰς τὸ ἐνεργεῖν, ἄλλον τρόπον. |
ή την γραμματικήν, μη ενεργοποιών δε αυτήν· μεταβαίνουσι δε εις την ενέργειαν ούτοι κατά διάφορον τρόπον. |
417b2 |
οὐκ ἔστι δ' ἁπλοῦν οὐδὲ τὸ πάσχειν, ἀλλὰ τὸ μὲν φθορά τις ὑπὸ τοῦ ἐναντίου, τὸ δὲ σωτηρία μᾶλλον ὑπὸ τοῦ ἐντελεχείᾳ ὄντος τοῦ δυνάμει ὄντος καὶ ὁμοίου οὕτως ὡς δύναμις ἔχει πρὸς ἐντελέχειαν· θεωροῦν γὰρ γίνεται τὸ ἔχον τὴν ἐπιστήμην, ὅπερ ἢ οὐκ ἔστιν ἀλλοιοῦσθαι (εἰς αὑτὸ γὰρ ἡ ἐπίδοσις καὶ εἰς ἐντελέχειαν) ἢ ἕτερον γένος ἀλλοιώσεως. διὸ οὐ καλῶς ἔχει λέγειν τὸ φρονοῦν, ὅταν φρονῇ, ἀλλοιοῦσθαι, ὥσπερ οὐδὲ τὸν οἰκοδόμον ὅταν οἰκοδομῇ. τὸ μὲν οὖν εἰς ἐντελέχειαν ἄγειν ἐκ δυνάμει ὄντος [κατὰ] τὸ νοοῦν καὶ φρονοῦν οὐ διδασκαλίαν ἀλλ' ἑτέραν ἐπωνυμίαν ἔχειν δίκαιον· τὸ δ' ἐκ δυνάμει ὄντος μανθάνον καὶ λαμβάνον ἐπιστήμην ὑπὸ τοῦ ἐντελεχείᾳ ὄντος καὶ διδασκαλικοῦ ἤτοι οὐδὲ πάσχειν φατέον, [ὥσπερ εἴρηται,] ἢ δύο τρόπους εἶναι ἀλλοιώσεως, τήν τε ἐπὶ τὰς στερητικὰς διαθέσεις μεταβολὴν καὶ τὴν ἐπὶ τὰς ἕξεις καὶ τὴν φύσιν. |
5. Δεν είναι δε απλούν ουδέ το πάσχειν, αλλ' άλλοτε μεν το πάθος είναι φθορά τις υπό του εναντίου (9), άλλοτε δε είναι μάλλον συντήρησις του δυνάμει όντος υπό του εντελεχεία και ομοίου όντος κατά την αυτήν σχέσιν, την οποίαν έχει η δύναμις προς την εντελέχειαν. Ούτω το κατέχον την επιστήμην (ως δύναμιν) γίνεται ενεργεία επιστήμη (όταν μεταχειρίζηται αυτήν), τούτο δε ή δεν είναι μεταβολή, διότι είναι πρόοδος του υπάρχοντος εις αυτήν την φύσιν του και εις την τελειότητα αυτού (10), ή είναι άλλο [σ. 71] είδος μεταβολής. Διά τούτο δεν είναι ορθόν να λέγηται ότι ο έχων την νόησιν μεταβάλλεται, όταν νοή, καθώς δεν είναι ορθόν να λέγηται ότι ο οικοδόμος μεταβάλλεται, όταν οικοδομή. Εκείνο λοιπόν το οποίον μεταφέρει το εν δυνάμει ον εις εντελέχειαν ως προς τον νουν και την νόησιν, δίκαιον είναι να ονομάζηται ουχί διδασκαλία, αλλά να έχη άλλο όνομα. Το δε ον, το οποίον εκ της δυνάμεως μεταβαίνει εις την επιστήμην μανθάνον και λαμβάνον αυτήν υπό του εντελεχεία όντος επιστήμονος και δυναμένου να διδάξη αυτήν, ή δεν πρέπει να λέγηται ότι πάσχει, καθώς είπομεν, ή πρέπει να δεχθώμεν δύο τρόπους αλλοιώσεως, ήτοι την εις την στερητικήν διάθεσιν μεταβολήν και την άγουσαν εις την έξιν (κατοχήν) και την φυσικήν κατάστασιν (11). |
|
τοῦ δ' αἰσθητικοῦ ἡ μὲν πρώτη μεταβολὴ γίνεται ὑπὸ τοῦ γεννῶντος, ὅταν δὲ γεννηθῇ, ἔχει ἤδη, ὥσπερ ἐπιστήμην, καὶ τὸ αἰσθάνεσθαι. τὸ κατ' ἐνέργειαν δὲ ὁμοίως λέγεται τῷ θεωρεῖν· διαφέρει δέ, ὅτι τοῦ μὲν τὰ ποιητικὰ τῆς ἐνεργείας ἔξωθεν, τὸ ὁρατὸν καὶ τὸ ἀκουστόν, ὁμοίως δὲ καὶ τὰ λοιπὰ τῶν αἰσθητῶν. αἴτιον δ' ὅτι τῶν καθ' ἕκαστον ἡ κατ' ἐνέργειαν αἴσθησις, ἡ δ' ἐπιστήμη τῶν καθόλου· ταῦτα δ' ἐν αὐτῇ πώς ἐστι τῇ ψυχῇ. |
6. Η πρώτη των δύο τούτων μεταβολών γίνεται εις το αισθητικόν ον υπ' αυτού του γεννώντος αυτό (12), όταν όμως γεννηθή, κατέχει ήδη εν εαυτώ την αίσθησιν ως είδος γνώσεως. Και η κατ' ενέργειαν δε αίσθησις λέγεται όπως και η κατ' ενέργειαν επιστήμη. Αλλ' υπάρχει η διαφορά, ότι τα αντικείμενα τα ποιητικά της ενεργεία υπάρξεως του αισθητικού είναι εξωτερικά, δηλ. το ορατόν και το ακουστόν αντικείμενον, όπως και αι λοιπαί αισθηταί ιδιότητες. Αίτιον τούτου είναι ότι η κατ' ενέργειαν αίσθησις αντικείμενον έχει τα καθ' έκαστα, η δε επιστήμη αντικείμενον έχει τα καθολικά (13). Τα καθόλου δε ταύτα είναι τρόπον τινά εν αυτή τη ψυχή. [σ. 72] |
|
διὸ νοῆσαι μὲν ἐπ' αὐτῷ, ὁπόταν βούληται, αἰσθάνεσθαι δ' οὐκ ἐπ' αὐτῷ· ἀναγκαῖον γὰρ ὑπάρχειν τὸ αἰσθητόν. ὁμοίως δὲ τοῦτο ἔχει κἀν ταῖς ἐπιστήμαις ταῖς τῶν αἰσθητῶν, καὶ διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν, ὅτι τὰ αἰσθητὰ τῶν καθ' ἕκαστα καὶ τῶν ἔξωθεν. |
Και διά τούτο δυνάμεθα να νοώμεν, όταν θέλωμεν. Αλλά να αισθανώμεθα δεν εξαρτάται εξ ημών, διότι είναι αναγκαίον να υπάρχη παρόν αισθητόν τι. Ομοίως δε συμβαίνει και εν ταις επιστήμαις των αισθητών όντων, δια την αυτήν αιτίαν, διότι τα αισθητά ανήκουσιν εις τον κόσμον των καθ' έκαστα και των εξωτερικών πραγμάτων. |
|
ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων διασαφῆσαι καιρὸς γένοιτ' ἂν καὶ εἰςαῦθις· νῦν δὲ διωρίσθω τοσοῦτον, ὅτι οὐχ ἁπλοῦ ὄντος τοῦ δυνάμει λεγομένου, ἀλλὰ τοῦ μὲν ὥσπερ ἂν εἴποιμεν τὸν παῖδα δύνασθαι στρατηγεῖν, τοῦ δὲ ὡς τὸν ἐν ἡλικίᾳ ὄντα, οὕτως ἔχει [418a] |
7. Αλλά ταύτα μεν θα λάβωμεν καιρόν πάλιν να διασαφήσωμεν περισσότερον. Τώρα δε ας ορίσωμεν τόσον μόνον ότι, όπως η λεγομένη δύναμις ή το δυνάμει δεν είναι απλούν, αλλά άλλοτε μεν δηλοί δύναμιν καθ' ην σημασίαν λέγομεν, ότι ο παις δύναται να είναι στρατηγός, άλλοτε δε καθ' ην έννοιαν λέγομεν, ότι ο έχων την ηλικίαν να στρατηγή δύναται να στρατηγήση, |
|
τὸ αἰσθητικόν. ἐπεὶ δ' ἀνώνυμος αὐτῶν ἡ διαφορά, διώρισται δὲ περὶ αὐτῶν ὅτι ἕτερα καὶ πῶς ἕτερα, χρῆσθαι ἀναγκαῖον τῷ πάσχειν καὶ ἀλλοιοῦσθαι ὡς κυρίοις ὀνόμασιν. τὸ δ' αἰσθητικὸν δυνάμει ἐστὶν οἷον τὸ αἰσθητὸν ἤδη ἐντελεχείᾳ, καθάπερ εἴρηται. πάσχει μὲν οὖν οὐχ ὅμοιον ὄν, πεπονθὸς δ' ὡμοίωται καὶ ἔστιν οἷον ἐκεῖνο. |
ούτω και η αισθητική δύναμις τας αυτάς έχει σημασίας. Αλλ' επειδή οι διάφοροι ούτοι διορισμοί της δυνάμεως δεν έχουσιν ιδιαίτερον όνομα, ημείς όμως έχομεν ήδη εξηγηθή περί αυτών ότι είναι διάφοροι, και πως είναι διάφοροι, ανάγκη να κάμνωμεν χρήσιν των κοινών λέξεων (δυνάμεως) πάσχειν, μεταβάλλεσθαι ως να εδήλουν την κυρίαν σημασίαν. Το αισθητικόν λοιπόν (η αίσθησις) είναι δυνάμει(14) τοιούτον, οποίον είναι κατ' εντελέχειαν (πραγματικώς) το αισθητόν, ως είπομεν. Πάσχει λοιπόν καθ' όσον δεν είναι όμοιον με το αισθητόν, αφ' ου όμως έχει πάθη, τότε πλέον έχει ομοιωθή, και είναι τοιούτον, οποίον είναι το αισθητόν (15). (16) |
Σημειώσεις
1) Διότι πάσα αλλοίωσις γίνεται διά πάθους και κινήσεώς τινος.
2) Η των αισθητηρίων, ταύτα όμως είναι δυνάμει το αισθητόν και η αίσθησις. Το χωρίον εξηγείται και ούτω: διατί αι αντιλήψεις δεν πηγάζουσιν εξ αυτών των αισθήσεων.
3) Η αίσθησις δεν είναι πράγματι και διαρκώς εν ενεργεία, αλλά δυνάμει ούσα γίνεται ενεργός, όταν ερεθίζηται έξωθεν.
4) Η ύλη και η δύναμις χρήζουσι πάντοτε, ως ποιητικού αιτίου, ενός πραγματικού και ενεργεία όντος ίνα κινηθώσι και γίνωσιν ωρισμένον τι. Ιδού διατί το είδος είναι πρότερον της ύλης.
5) Το αισθητικόν, ακίνητον ον και απαθές κατ' αρχάς, είναι απλώς εν δυνάμει· άμα όμως πάθη και κινηθή υπό των εκτός, τότε είναι ενεργεία.
6) Η κίνησις γίνεται χάριν του τέλους (της οικίας λ. χ. η κατασκευή), όταν δε πραγματοποιηθή) ο σκοπός, τότε η ενέργεια είναι τελεία.
7) Η αίσθησις, πριν ή αντιληφθή το αισθητόν, είναι δυνάμει αυτό, ουχί ενεργεία, άρα ταύτα είναι ανόμοια· αφού όμως αντιληφθή, αφωμοιώθη αυτό και είναι ομοία με αυτά.
8) Ήτοι α') ο δυνάμενος να γίνη επιστήμων, διότι είναι άνθρωπος, λ. χ. ο παις, β') ο μαθών την επιστήμην, αλλά μη χρησιμοποιών αυτήν, δυνάμενος όμως να την μεταχειρισθή, όταν θελήση, γ') ο ενεργεία μεταχειριζόμενος τα μεμαθημένα.
9) Φθοράν πάσχει του προϋπάρχοντος ο εξ επιστήμης μεταβαίνων εις άγνοιαν. Ο δε εξ αγνοίας μεταβαίνων εις επιστήμην προβαίνει εις την τελείωσιν της φύσεως αυτού.
10) Όπερ τέλος έχει να είναι επιστήμων. Ή άλλως· διότι το προστιθέμενον στοιχείον ανήκει εις αυτήν την φύσιν αυτού και τείνει εις την εντελέχειαν αυτού.
11) Διάθεσις δηλοί μεταβατικήν κατάστασιν, έξις δε έμμονον, κατάστασιν. Η διάθεσις είναι απλή δύναμις ή ατελής βαθμίς πράγματός τινος προς την εντελέχειάν του, είναι λοιπόν στέρησις, άρνησις εν συγκρίσει προς την έξιν ή την εντελέχειαν. Ούτως ο μεν άρτι μανθάνων αποβάλλει ην έχει διάθεσιν, δηλ. την άγνοιαν, και ενεργεί πρώτην μεταβολήν (εκ του μη όντος εις το είναι). Ο δε μαθών έχει μεν ήδη την έξιν, κατέχει την επιστήμην, χρήζει δε ενεργείας προς τελείωσιν.
12) Ως πρώτη μεταβολή εννοείται το ότι γεννάται ο παις έχων την δύναμιν να αισθάνηται και να γινώσκη.
13) Ήτοι μόνον νοητά όντα ή τα καθαρά νοήματα, τα οποία δεν είναι, όπως τα αισθητά, έργα της φύσεως.
14) Ουχί όπως ο παις λέγεται δυνάμει στρατηγός, αλλ' όπως ο ενήλιξ και κατέχων (έξις) την στρατηγίαν.
15) Εν τω Γ' βιβλίω αναπτύσσει κάλλιον την ταυτότητα του υποκειμένου και του αντικειμένου, της ψυχής και του αισθητού. Η αίσθησις δέχεται τα είδη και τας εννοίας των αισθητών, χωρίς να πάσχη και να αλλοιούται, τουναντίον μάλιστα γινομένη ενεργός τελειοποιεί την προτέραν κατάστασις αυτής.
16) Αι αρχαί αι εν τω 5ω κεφαλαίω εκτιθέμεναι περί της αισθητικότητος άμα και αυτενεργείας του αισθητικού είναι εναντίαι εις την ψευδή υποκειμενικήν ιδεοκρατίαν, ήτις δοξάζει, ότι πάντα είναι πλάσματα του υποκειμένου. Η αίσθησις έχει στοιχείον παθητικόν. Αισθανόμενοι ευρίσκομεν εαυτούς διοριζομένους (πάσχοντας) έσωθεν ή έξωθεν, υποκειμενικώς ή αντικειμενικώς. [σ. 73] Τούτο το να ευρίσκω εν εμοί διορισμούς αμέσους, ουχί υπ' εμού τεθειμένους, τούτο είναι το παθητικόν, το μη ελεύθερον στοιχείον μου. Η αίσθησις είναι η σφαίρα του περιορισμού, του ενδεχομένου, της πεπερασμένης υποκειμενικότητος. Βεβαίως και τα αισθητά αντικείμενα, το φως και τον ήχον δυνάμεθα να νοώμεν διά της συγκεκριμένης ελευθέρας νοήσεως και να αποδεικνύωμεν ότι είναι διορισμοί του αυθοριζομένου πνεύματος. Αλλ' από τούτου διαφέρει πολύ η κατάστασις εκείνη, καθ' ην εγώ υπάρχω ως ατομικόν υποκείμενον και η ιδέα υπάρχει εις εμέ ως εις τούτο το μεμονωμένον άτομον. Αύτη είναι κατάστασις περιορισμού και παθητικότητος και κατά τούτο είναι ψευδής η θεωρία, ότι ουδέν έρχεται εις ημάς έξωθεν. Το ατομικόν στοιχείον εν τη αισθήσει αποτελεί την ατομικότητα της συνειδήσεως, ήτις υπάρχει εις τούτο εδώ το πράγμα εν αναφορά προς άλλο ως αισθητόν προς αισθητόν. Αλλά το αισθητικόν της ψυχής αντιδρά κατά του αισθητού πράγματος, αφομοιοί τούτο προς εαυτό, αναιρεί την παθητικότητα του και ούτως άρχεται η αυτενέργεια του καθολικού και η συνείδησις εκείνη, της οποίας εσχάτη ανάπτυξις είναι η επιστημονική και φιλοσοφική νόησις, η υψίστη μορφή της ελευθερίας.