ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Περί των δυνάμεων της ψυχής.—Αναφορά αυτών.—Περί αφής. Είναι η αίσθησις του θρεπτικού. Αδύνατον να υπάρχει κοινός ορισμός των διαφόρων δυνάμεων της ψυχής, όπως ουδέ των γεωμετρικών σχημάτων· πλην η ανωτέρα υποθέτει και περιέχει την κατωτέραν, το αισθητικόν προϋποθέτει το θρεπτικόν κ.λ. Τάξις των δυνάμεων: θρέψις, είτα αισθητικότης, κίνησις κατά τόπον, νους. [σ. 58]
414a27 |
Τῶν δὲ δυνάμεων τῆς ψυχῆς αἱ λεχθεῖσαι τοῖς μὲν ὑπάρχουσι πᾶσαι, καθάπερ εἴπομεν, τοῖς δὲ τινὲς αὐτῶν, ἐνίοις δὲ μία μόνη. δυνάμεις δ' εἴπομεν θρεπτικόν, αἰσθητικόν, ὀρεκτικόν, κινητικὸν κατὰ τόπον, διανοητικόν. |
1. Εκ των δυνάμεων της ψυχής τας οποίας είπομεν, είς τινα όντα υπάρχουν όλαι, ως προείπομεν, εις άλλα δε ολίγαι και εις άλλα μία μόνον. Δυνάμεις δε είπομεν την θρεπτικήν, την αισθητικήν, ορεκτικήν, κινητικήν κατά τόπον, διανοητικήν. |
ὑπάρχει δὲ τοῖς μὲν φυτοῖς τὸ θρεπτικὸν μόνον, ἑτέροις δὲ |
2. Υπάρχει δε εις μεν τα φυτά μόνον η θρεπτική, |
|
414b |
τοῦτό τε καὶ τὸ αἰσθητικόν. εἰ δὲ τὸ αἰσθητικόν, καὶ τὸ ὀρεκτικόν· ὄρεξις μὲν γὰρ ἐπιθυμία καὶ θυμὸς καὶ βούλησις, τὰ δὲ ζῷα πάντ' ἔχουσι μίαν γε τῶν αἰσθήσεων, τὴν ἁφήν· ᾧ δ' αἴσθησις ὑπάρχει, τούτῳ ἡδονή τε καὶ λύπη καὶ τὸ ἡδύ τε καὶ λυπηρόν, οἷς δὲ ταῦτα, καὶ ἐπιθυμία· τοῦ γὰρ ἡδέος ὄρεξις αὕτη. |
εις δε τα ζώα και αυτή και η αισθητική. Εάν δε υπάρχη η αισθητική, θα υπάρχη και η ορεκτική· διότι η όρεξις είναι επιθυμία, πάθος και βούλησις. Πάντα δε τα ζώα έχουσι μίαν τουλάχιστον εκ των αισθήσεων, την αφήν. (1) Αλλά το έχον αίσθησιν έχει και ηδονήν και λύπην, και τα πράγματα αισθάνεται ότι είναι ηδέα και λυπηρά, τα δε έχοντα ταύτα έχουσι και επιθυμίαν, διότι η επιθυμία είναι όρεξις του ηδέος. |
ἔτι δὲ τῆς τροφῆς αἴσθησιν ἔχουσιν· ἡ γὰρ ἁφὴ τῆς τροφῆς αἴσθησις· ξηροῖς γὰρ καὶ ὑγροῖς καὶ θερμοῖς καὶ ψυχροῖς τρέφεται τὰ ζῶντα πάντα, τούτων δ' αἴσθησις ἁφή, τῶν δ' ἄλλων αἰσθητῶν κατὰ συμβεβηκός. οὐθὲν γὰρ εἰς τροφὴν συμβάλλεται ψόφος οὐδὲ χρῶμα οὐδὲ ὀσμή, ὁ δὲ χυμὸς ἕν τι τῶν ἁπτῶν ἐστιν. πεῖνα δὲ καὶ δίψα ἐπιθυμία, καὶ ἡ μὲν πεῖνα ξηροῦ καὶ θερμοῦ, ἡ δὲ δίψα ὑγροῦ καὶ ψυχροῦ· ὁ δὲ χυμὸς οἷον ἥδυσμά τι τούτων ἐστίν. διασαφητέον δὲ περὶ αὐτῶν ὕστερον, νῦν δ' ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω, ὅτι τῶν ζώντων τοῖς ἔχουσιν ἁφὴν καὶ ὄρεξις ὑπάρχει. περὶ δὲ φαντασίας ἄδηλον, ὕστερον δ' ἐπισκεπτέον. |
3. Προσέτι δε τα όντα ταύτα έχουσιν αίσθησιν της τροφής, και της τροφής αίσθησις είναι η αφή. (2) Διότι πάντα τα ζώντα τρέφονται με ξηρά και υγρά και με θερμά και ψυχρά, τούτων δε η αίσθησις είναι η αφή. Των άλλων δε αισθητών άπτονται καθ' [σ. 59] όσον είναι συμβεβηκότα (ιδιότητες) των τροφών (3), διότι ούτε ο ήχος ούτε το χρώμα ούτε η οσμή συνεισφέρουσί τι προς τροφήν. Ο χυμός όμως είναι εκ των απτών πραγμάτων (γευστών). Και η πείνα δε και η δίψα είναι επιθυμίαι, αλλ' η μεν πείνα είναι επιθυμία ξηρού και θερμού, η δε δίψα επιθυμία ψυχρού και υγρού· ο δε χυμός δεν είναι τροφή αλλ' είναι ως άρτυμα αυτής. Περί τούτων μεν θα εξηγηθώμεν ύστερον, τώρα δε τόσον μόνον λέγομεν, ότι τα ζώα όσα έχουσιν αφήν έχουσι και όρεξιν, αν δε έχουσι και φαντασίαν δεν είναι φανερόν, αλλά θα εξετάσωμεν ύστερον. |
|
ἐνίοις δὲ πρὸς τούτοις ὑπάρχει καὶ τὸ κατὰ τόπον κινητικόν, ἑτέροις δὲ καὶ τὸ διανοητικόν τε καὶ νοῦς, οἷον ἀνθρώποις καὶ εἴ τι τοιοῦτον ἕτερον ἔστιν ἢ τιμιώτερον. |
4. Ζώα δέ τινα εκτός των δυνάμεων τούτων έχουσι και το κατά τόπον κινητικόν, άλλα δε και το διανοητικόν και τον νουν, λ.χ. ο άνθρωπος και ει τι άλλο ον υπάρχει όμοιον ή και ανώτερον. |
|
δῆλον οὖν ὅτι τὸν αὐτὸν τρόπον εἷς ἂν εἴη λόγος ψυχῆς τε καὶ σχήματος· οὔτε γὰρ ἐκεῖ σχῆμα παρὰ τὸ τρίγωνον ἔστι καὶ τὰ ἐφεξῆς, οὔτ' ἐνταῦθα ψυχὴ παρὰ τὰς εἰρημένας. γένοιτο δ' ἂν καὶ ἐπὶ τῶν σχημάτων λόγος κοινός, ὃς ἐφαρμόσει μὲν πᾶσιν, ἴδιος δ' οὐδενὸς ἔσται σχήματος. ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ ταῖς εἰρημέναις ψυχαῖς. διὸ γελοῖον ζητεῖν τὸν κοινὸν λόγον καὶ ἐπὶ τούτων καὶ ἐφ' ἑτέρων, ὃς οὐδενὸς ἔσται τῶν ὄντων ἴδιος λόγος, οὐδὲ κατὰ τὸ οἰκεῖον καὶ ἄτομον εἶδος, ἀφέντας τὸν τοιοῦτον. |
5. Είναι λοιπόν φανερόν ότι ο ορισμός της ψυχής είναι εις κατά τον αυτόν τρόπον, καθ' όν είς είναι και ο ορισμός του σχήματος (εν τη γεωμετρία), διότι ούτε εκεί υπάρχει σχήμα άλλο παρά το τρίγωνον και τα επόμενα εις αυτό (4), ούτε εδώ είναι άλλα είδη ψυχής παρά τα ειρημένα (5). Δύναται όμως να μορφωθή και διά τα σχήματα μία κοινή έννοια, ήτις θα αρμόζη εις πάντα, και δεν θα είναι ιδιάζουσα εις κανέν. Ομοίως δε και ως προς τας ειρημένας ψυχάς. Διά τούτο θα ήτο γελοίον αφίνοντες τον τοιούτον ορισμόν να ζητώμεν διά τα είδη ταύτα των ψυχών, όπως και διά τα γεωμετρικά σχήματα, κοινόν ορισμόν, όστις δεν θα ήτο ο ιδιάζων ορισμός ουδενός των όντων τούτων, ούτε μερικού τινος και ατομικού είδους αυτών (6). [σ. 60] |
|
(παραπλησίως δ' ἔχει τῷ περὶ τῶν σχημάτων καὶ τὰ κατὰ ψυχήν· ἀεὶ γὰρ ἐν τῷ ἐφεξῆς ὑπάρχει δυνάμει τὸ πρότερον ἐπί τε τῶν σχημάτων καὶ ἐπὶ τῶν ἐμψύχων, οἷον ἐν τετραγώνῳ μὲν τρίγωνον, ἐν αἰσθητικῷ δὲ τὸ θρεπτι- κόν.) ὥστε καθ' ἕκαστον ζητητέον, τίς ἑκάστου ψυχή, οἷον τίς φυτοῦ καὶ τίς ἀνθρώπου ἢ θηρίου. |
6. Συμβαίνει όμως και εις τα είδη της ψυχής ό,τι και εις τα σχήματα· δήλα δη εις το ακόλουθον υπάρχει δυνάμει το προηγούμενον (7), λ. χ. το τετράγωνον εμπεριέχει το τρίγωνον και η αισθητική δύναμις την θρεπτικήν· επομένως εις έκαστον ον πρέπει να ζητώμεν τίς είναι η ψυχή αυτού, ήτοι τίς είναι η ψυχή του φυτού, τίς η του θηρίου, τίς η του ανθρώπου. |
|
διὰ τίνα δ' αἰτίαν τῷ ἐφ- |
7. Δέον δε να εξετάσωμεν διά τίνα αιτίαν |
|
415a |
εξῆς οὕτως ἔχουσι, σκεπτέον. ἄνευ μὲν γὰρ τοῦ θρεπτικοῦ τὸ αἰσθητικὸν οὐκ ἔστιν· τοῦ δ' αἰσθητικοῦ χωρίζεται τὸ θρεπτικὸν ἐν τοῖς φυτοῖς. πάλιν δ' ἄνευ μὲν τοῦ ἁπτικοῦ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων οὐδεμία ὑπάρχει, ἁφὴ δ' ἄνευ τῶν ἄλλων ὑπάρχει· πολλὰ γὰρ τῶν ζῴων οὔτ' ὄψιν οὔτ' ἀκοὴν ἔχουσιν οὔτ' ὀσμῆς αἴσθησιν. καὶ τῶν αἰσθητικῶν δὲ τὰ μὲν ἔχει τὸ κατὰ τόπον κινητικόν, τὰ δ' οὐκ ἔχει· τελευταῖον δὲ καὶ ἐλάχιστα λογισμὸν καὶ διάνοιαν· οἷς μὲν γὰρ ὑπάρχει λογισμὸς τῶν φθαρτῶν, τούτοις καὶ τὰ λοιπὰ πάντα, οἷς δ' ἐκείνων ἕκαστον, οὐ πᾶσι λογισμός, ἀλλὰ τοῖς μὲν οὐδὲ φαντασία, τὰ δὲ ταύτῃ μόνῃ ζῶσιν. περὶ δὲ τοῦ θεωρητικοῦ νοῦ ἕτερος λόγος. ὅτι μὲν οὖν ὁ περὶ τούτων ἑκάστου λόγος, οὗτος οἰκειότατος καὶ περὶ ψυχῆς, δῆλον. |
συνέχονται ταύτα τοιουτοτρόπως. Βεβαίως άνευ του θρεπτικού δεν υπάρχει το αισθητικόν, από του αισθητικού όμως δύναται να υπάρχη χωριστά το θρεπτικόν εν τοις φυτοίς. Και πάλιν άνευ της αφής ουδεμία εκ των άλλων αισθήσεων υπάρχει, η αφή όμως υπάρχει άνευ των άλλων αισθήσεων, διότι πολλά των ζώων ούτε όψιν, ούτε ακοήν έχουσιν, ούτε αίσθησιν οσμής. Και εκ των εχόντων αίσθησίν τινα μεν έχουσι την τοπικήν κίνησιν, άλλα όμως δεν έχουσιν. Ολίγιστα δε έχουσι τελευταίον την δύναμιν του λόγου και την διάνοιαν. Και όσα μεν των φθαρτών όντων έχουσι την δύναμιν του λόγου, ταύτα έχουσι και τας λοιπάς δυνάμεις. Αλλά τα έχοντα μίαν μόνην εξ αυτών, δεν έχουσι πάντα τον λόγον, αλλά τινά μεν αυτών ουδέ φαντασίαν (8) έχουσιν, άλλα δε με μόνην την φαντασίαν ζώσι. Περί δε του θεωρητικού νου αλλαχού θα γείνη λόγος. Είναι όμως λοιπόν ότι ο ορισμός μιας εκάστης των μορφών της ψυχής είναι και ο μάλλον αρμόζων ορισμός της ψυχής εν γένει. (9) |
Σημειώσεις
1) Τα ζωόφυτα μόνον την αφήν έχουσι.
2) Της τροφής αίσθησις είναι η γεύσις, αλλ' η γεύσις είναι είδος αφής, ως θα είπη κατωτέρω ο Αριστοτ. και άνευ αφής δεν δύναται να υπάρχη ζώον. Η αφή είναι η θεμελιωδεστάτη των αισθήσεων.
3) Εμμέσως διακρίνει το ζώον την τροφήν δι' άλλων αισθητών ιδιοτήτων.
4) Το τρίγωνον αποτελεί πάντα τα άλλα ευθύγραμμα πολύγωνα, άτινα είναι διαιρετά, εις τρίγωνα.
5) Ταύτα είναι αι θρεπτικαί, αι αισθητικαί κλπ. ψυχαί. Ψυχή όμως καθόλου, γενική δεν υπάρχει.
6) Αναιρεί εμμέσως την Πλατωνικήν θεωρίαν περί ιδεών και διδάσκει, ότι δεν πρέπει να ζητώμεν γενικόν ορισμόν της ψυχής ως να υπήρχε μία φύσις απάσης της ψυχής, αλλά να ορίζωμεν μίαν εκάστην των μορφών αυτής. Τοιούτοι γενικοί ορισμοί είναι, κενοί σημασίας, διότι δεν εφαρμόζουσιν εις μερικόν τι είδος όντων.
7) Εννοεί το λογικώς πρότερον.
8) Η φαντασία είναι 1) αισθητική, ήτοι η δύναμις του αναπλάττειν αισθητάς εικόνας ή του ζωογονείν νεκρά αισθήματα. 2) βουλευτική ή λογιστική, ήτοι η δύναμις του πλάττειν τας την νόησιν συνοδεύουσας εικόνας εκ στοιχείου πάντοτε, τα οποία παρέχει η αίσθησις.
9) Ούτως ο άνθρωπος έχει τρεις ψυχάς ηνωμένας εν εαυτώ, τούτο δε η νεωτέρα επιστήμη εκφράζει λέγουσα ότι ο άνθρωπος 1) είναι φυτόν, 2) άμα και 3) ζώον. Καίτοι η έκφρασις τρεις ψυχαί δεν είναι ορθή, ουχ ήττον ο Αριστοτέλης ορθότατα διδάσκει ότι δεν πρέπει να ζητώμεν ψυχήν ή έννοιαν ψυχής, ήτις να είναι μεν κοινή εις πάσας ταύτας, αλλά να μη είναι ιδιαιτέρα ουδεμίας αυτών, ούτε να εφαρμόζη εις κανέν μερικόν και ατομικόν [σ. 61] είδος ψυχής. Ούτως εχώρισεν αυστηρώς την φιλοσοφικήν και συγκεκριμένην νόησιν από τα κενά πλάσματα και τους τύπους της αφαιρετικής διανοίας. Εις τα σχήματα λ. χ. μόνον το τρίγωνον, το τετράγωνοι κλπ. είναι όντως πραγματικόν τι, αλλ' η αφαιρετική διάνοια ζητούσα καθολικάς εννοίας, πλάττει αυτάς αφαιρούσα τα κοινόν, συλλαμβάνει εν γενικόν σχήμα, όπερ είναι κενόν περιεχομένου. Εκ τούτου ο πόλεμος των εμπειρικών κατά των κενολογιών του αφαιρετικού νου. Αλλά το αληθές σχήμα, λέγει ο Αριστοτέλης, το γενικόν σχήμα είναι το τρίγωνον, όπερ ευρίσκεται παρά τα άλλα και εντός των άλλων, τα οποία πάντα αναλύονται εις τρίγωνα. Τα αυτά λέγομεν και περί της ψυχής, την οποίαν δεν πρέπει να ζητώμεν ως τι κενόν και αφηρημένον ενώ έχει πλουσιώτατον περιεχόμενον.
Η θρεπτική ψυχή εμπεριέχεται, είναι μέρος της αισθητικής και αμφότεραι εμπεριέχονται εις την διανοητικήν. Αλλ' η κατωτέρα υπάρχει εν τη ανωτέρα ως αντικείμενον και στοιχείον εν ω και δι' ου η ανωτέρα πραγματοποιείται· είναι λοιπόν προς την ανωτέραν μία δύναμις, γενικός τις κατώτερος διορισμός, είναι ως κατηγορούμενον εν τω υποκειμένω, εν τη αρχή, ήτις αποτελεί την ατομικότητα της ανωτέρας, την εντελέχειαν αυτής. Ούτω λέγομεν, ότι το σώμα είναι το αντικείμενον, η δε ψυχή τα υποκείμενον. Και γενικώς, η δυστυχία της φύσεως, λέγει ο Έγελος [Ιστορία της Φιλοσοφίας σελ. 374], είναι ότι είναι αντικείμενον, ότι δηλα δή η έννοια, ο λόγος, το καθόλου είναι μεν εν αυτή, αλλά μένει πάντοτε καθ' εαυτό και δεν γίνεται προς εαυτό, υποκείμενον, ή άλλως η έννοια είναι εκεί μόνον δυνάμει. Εν ολίγοις λοιπόν ο Αριστοτέλης διδάσκει ότι κενόν καθολικόν δεν έχει ύπαρξιν ή δεν είναι αυτό είδη. Το καθόλου, η έννοια, είναι τω όντι πραγματικόν ως μερικόν και ατομικόν, ως είναι τα τρίγωνον σχήμα και η φυτική ή θρεπτική ψυχή. Το τοιούτο καθολικόν είναι τόσον πραγματικόν, ώστε αυτό τούτο, άνευ περαιτέρω μεταβολής, είναι το πρώτον είδος του, περαιτέρω δε αναπτυσσόμενον δεν ανήκει εις αυτό, αλλ' εις υψηλοτέρας βαθμίδας (βλέπε ταύτα σαφέστερον εν J. Gaird. Φιλοσοφία της Θρησκείας Μεταφρ. Π. Γρατσιάτου σελ. 91. Φιλοσ. και Κοινων. Βιβλιοθ. Γ. Φέξη). Εν τω επομένω κεφαλαίω ο Αριστοτέλης αναπτύσσει πώς η φυτική ζωή είναι η καθόλου έννοια ή το είδος της ψυχής, η πρώτη εντελέχεια, ή στοιχειώδης ψυχή.