Ἀριστοτέλους

Περὶ Ψυχῆς

Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
Συνέχεια της αναιρέσεως των λεγόντων ότι η ψυχή είναι αριθμός κινών εαυτόν.—Αναίρεσις της θεωρίας ότι η ψυχή αποτελείται εκ των στοιχείων, πυρός, αέρος κ.λ., και ότι γνωρίζει, τα πράγματα μόνον διότι είναι ομοία με αυτά.—Η ψυχή δεν δύναται να είναι διεσπαρμένη εις το σύμπαν. — Η ψυχή ενεργεί πάντοτε όλη; ή εκάστη ενέργεια αυτής γίνεται διά τινος εκ των μερών αυτής;

409a31    Συμβαίνει δέ, καθάπερ εἴπομεν, τῇ μὲν ταὐτὸ λέγειν τοῖς σῶμά τι λεπτομερὲς αὐτὴν τιθεῖσι, τῇ δ', ὥσπερ Δη-

1. Ιδιαίτερον άτοπον συμβαίνει εδώ, καθώς είπομεν, αφ' ενός μεν διότι, λέγουσιν ούτοι το αυτό με τους δοξάζοντας

409b μόκριτος κινεῖσθαί φησιν ὑπὸ τῆς ψυχῆς, ἴδιον τὸ ἄτοπον. εἴπερ γάρ ἐστιν ἡ ψυχὴ ἐν παντὶ τῷ αἰσθανομένῳ σώματι, ἀναγκαῖον ἐν τῷ αὐτῷ δύο εἶναι σώματα, εἰ σῶμά τι ἡ ψυχή· τοῖς δ' ἀριθμὸν λέγουσιν, ἐν τῇ μιᾷ στιγμῇ πολλὰς στιγμάς, καὶ πᾶν σῶμα ψυχὴν ἔχειν, εἰ μὴ διαφέρων τις ἀριθμὸς ἐγγίνεται καὶ ἄλλος τις τῶν ὑπαρχουσῶν ἐν τῷ σώματι στιγμῶν· ότι η ψυχή είναι σώμα έχον λεπτότατα μέρη, εξ άλλου δε διότι παραδέχονται ότι το σώμα κινείται υπό της ψυχής καθ' όν τρόπον λέγει ο Δημόκριτος. Διότι, αν η ψυχή είναι εις παν αισθανόμενον σώμα, εξ ανάγκης υπάρχουσιν εν αυτώ δύο σώματα, αφού η ψυχή είναι σώμα τι. Κατά δε τους λέγοντας ότι η ψυχή είναι αριθμός, εξ ανάγκης συμβαίνει το άτοπον εις το εν σημείον να υπάρχωσι πολλά σημεία ή παν σώμα να έχη ψυχήν, εκτός εάν η ψυχή γίνεται αριθμός διαφορετικός και άλλος παρά τα υπάρχοντα εν τω σώματι σημεία.
  συμβαίνει τε κινεῖσθαι τὸ ζῷον ὑπὸ τοῦ ἀριθμοῦ, καθάπερ καὶ Δημόκριτον αὐτὸ ἔφαμεν κινεῖν· τί γὰρ διαφέρει σφαίρας λέγειν μικρὰς ἢ μονάδας μεγάλας, ἢ ὅλως μονάδας φερομένας; ἀμφοτέρως γὰρ ἀναγκαῖον κινεῖν τὸ ζῷον τῷ κινεῖσθαι ταύτας.

2. Συμβαίνει άρα να κινήται το ζώον υπό του αριθμού καθώς και ο Δημόκριτος, ως είπομεν, εξηγεί την κίνησιν αυτού. Διότι τι διαφέρει να λέγη τις ότι σφαίραι μικραί ή μονάδες μεγάλαι, ή απλώς μονάδες κινούνται ; Διότι κατ' αμφοτέρας τας περιπτώσεις το ζώον κατ' ανάγκην κινείται μόνον, διότι αι μονάδες κινούνται.

  τοῖς δὴ συμπλέξασιν εἰς τὸ αὐτὸ κίνησιν καὶ ἀριθμὸν ταῦτά τε συμβαίνει καὶ πολλὰ ἕτερα τοιαῦτα· οὐ γὰρ μόνον ὁρισμὸν ψυχῆς ἀδύνατον τοιοῦτον εἶναι, ἀλλὰ καὶ συμβεβηκός. δῆλον δ' εἴ τις ἐπιχειρήσειεν ἐκ τοῦ λόγου τούτου τὰ πάθη καὶ τὰ ἔργα τῆς ψυχῆς ἀποδιδόναι, οἷον λογισμούς, αἰσθήσεις, ἡδονάς, λύπας, ὅσα ἄλλα τοιαῦτα· ὥσπερ γὰρ εἴπομεν πρότερον, οὐδὲ μαντεύσασθαι ῥᾴδιον ἐξ αὐτῶν.

3. Είς τους συνδυάζοντας λοιπόν και συνταυτίζοντας κίνησιν και αριθμόν και ταύτα συμβαίνουσι τα άτοπα και πολλά άλλα τοιαύτα. Διότι όχι μόνον είναι αδύνατος τοιούτος ορισμός της ψυχής, άλλα και αδύνατον συμβεβηκός αυτής. Είναι δε τούτο φανερόν εις εκείνον, όστις ήθελεν επιχειρήσει να εξηγήση κατά την δοξασίαν ταύτην τα πάθη και τας ενεργείας της ψυχής, συλλογισμούς, αισθήσεις, ηδονάς, λύπας και όσα άλλα τοιαύτα· διότι, καθώς είπομεν πρότερον, δεν είναι εύκολον ουδέ εικασίαν τινά να σχηματίσωμεν περί των λειτουργιών τούτων.

     τριῶν δὲ τρόπων παραδεδομένων καθ' οὓς ὁρίζονται τὴν ψυχήν, οἱ μὲν τὸ κινητικώτατον ἀπεφήναντο τῷ κινεῖν ἑαυτό, οἱ δὲ σῶμα τὸ λεπτομερέστατον ἢ τὸ ἀσωματώτατον τῶν ἄλλων. ταῦτα δὲ τίνας ἀπορίας τε καὶ ὑπεναντιώσεις ἔχει, διεληλύθαμεν σχεδόν·

4. Ενώ λοιπόν παρεδόθησαν εις ημάς τρεις τρόποι καθ' ους ορίζουσι την ψυχήν, άλλοι δηλ. είπον ότι είναι το κινητικώτατον ον, διότι είναι αυτοκίνητον, άλλοι δε ότι είναι σώμα έχον μικρότατα μέρη ή το μάλλον ασώματον των άλλων, διεξήλθομεν πάσας σχεδόν τας απορίας και τας αντιρρήσεις, τας οποίας οι δύο τρόποι ούτοι παρουσιάζουσιν.

  λείπεται δ' ἐπισκέψασθαι πῶς λέγεται τὸ ἐκ τῶν στοιχείων αὐτὴν εἶναι. λέγουσι μὲν γάρ, ἵν' αἰσθάνηταί τε τῶν ὄντων καὶ ἕκαστον γνωρίζῃ· ἀναγκαῖον δὲ συμβαίνειν πολλὰ καὶ ἀδύνατα τῷ λόγῳ. τίθενται γὰρ γνωρίζειν τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον, ὥσπερ ἂν εἰ τὴν ψυχὴν τὰ πράγματα τιθέντες. οὐκ ἔστι δὲ μόνα ταῦτα, πολλὰ δὲ καὶ ἕτερα, μᾶλλον δ' ἴσως ἄπειρα τὸν ἀριθμὸν τὰ ἐκ τούτων. ἐξ ὧν μὲν οὖν ἐστιν ἕκαστον τούτων, ἔστω γινώσκειν τὴν ψυχὴν καὶ αἰσθάνεσθαι· ἀλλὰ τὸ σύνολον τίνι γνωριεῖ ἢ αἰσθήσεται, οἷον τί θεὸς ἢ ἄνθρωπος ἢ σὰρξ ἢ ὀστοῦν; ὁμοίως δὲ καὶ

5. Υπολείπεται δε να ίδωμεν πώς δοξάζουσιν ότι ή ψυχή σύγκειται εκ των στοιχείων. Διότι λέγουσι μεν ούτω, ίνα εξηγήσωσι πώς ή ψυχή αισθάνεται τα όντα και γινώσκει έκαστον αυτών, αλλά αναγκαίως συμβαίνουσι πολλά τα αδύνατα εν τη δοξασία ταύτη. Διότι υποθέτουσιν ότι το όμοιον γινώσκει, το όμοιον, ωσανεί υπελάμβανον ότι ή ψυχή είναι αυτά τα πράγματα. Άλλα ταύτα δεν είναι τα μόνα, απέ ρ ή ψυχή γινώσκει, αλλά και πολλά άλλα, μάλλον δε είναι ίσως άπειρα, εκ τούτων των στοιχείων αποτελούμενα (1). "Έστω λοιπόν ότι ή ψυχή γινώσκει και αισθάνεται τα -στοιχεία (2) εξ ων αποτελείται έκαστον των πραγμάτων, αλλά πως θα αισθανθή ή θα γνωρίση το σύνολον πράγματός τινος; π.χ. τί εστι θεός ή άνθρωπος ή σαρξ ή οστούν;

410a ἄλλο ὁτιοῦν τῶν συνθέτων· οὐ γὰρ ὁπωσοῦν ἔχοντα τὰ στοιχεῖα τούτων ἕκαστον, ἀλλὰ λόγῳ τινὶ καὶ συνθέσει, καθάπερ φησὶ καὶ Ἐμπεδοκλῆς τὸ ὀστοῦν·
         ἡ δὲ χθὼν ἐπίηρος ἐν εὐστέρνοις χοάνοισιν
         τὼ δύο τῶν ὀκτὼ μερέων λάχε νήστιδος αἴγλης,
         τέσσαρα δ' Ἡφαίστοιο· τὰ δ' ὀστέα λευκὰ γένοντο.
οὐδὲν οὖν ὄφελος ἐνεῖναι τὰ στοιχεῖα ἐν τῇ ψυχῇ, εἰ μὴ καὶ οἱ λόγοι ἐνέσονται καὶ ἡ σύνθεσις· γνωριεῖ γὰρ ἕκαστον τὸ ὅμοιον, τὸ δ' ὀστοῦν ἢ τὸν ἄνθρωπον οὐθέν, εἰ μὴ καὶ ταῦτ' ἐνέσται. τοῦτο δ' ὅτι ἀδύνατον, οὐθὲν δεῖ λέγειν· τίς γὰρ ἂν ἀπορήσειεν εἰ ἔνεστιν ἐν τῇ ψυχῇ λίθος ἢ ἄνθρωπος; ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ μὴ ἀγαθόν· τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ περὶ τῶν ἄλλων.
ομοίως δε και άλλο οτιδήποτε εκ των συνθέτων. Διότι ουχί βεβαίως καθ' οιονδήποτε τύχωσι τρόπον τα στοιχεία αποτελούσιν έκαστον πράγμα, αλλά κατά τινα λόγον και σύνθεσιν, καθώς και ο Εμπεδοκλής λέγει περί του οστού: “Η δε ερασμία γη εις τας ευστέρνους χοάνας αυτής εκ των οκτώ μερών έλαβε δύο μέρη εκ του λαμπρού υγρού, τέσσαρα δε εκ του Ηφαίστου, τα δε οστά εγένοντο λευκά”. (3) Δεν αρκεί λοιπόν να υπάρχωσι τα στοιχεία εν τη ψυχή, εάν δεν υπάρχωσιν εν αυτή και οι λόγοι και η σύνθεσις. Διότι έκαστον στοιχείον θα γνωρίζη μόνον το όμοιόν του, και ουδέν θα γνωρίζη το οστούν ή τον άνθρωπον, εκτός εάν και ταύτα θα υπάρχωσιν εν τη ψυχή· αλλά ότι τούτο είναι αδύνατον, δεν είναι χρεία να είπωμεν. Διότι τίς δύναται να αμφιβάλη αν εν τη ψυχή υπάρχη λίθος ή άνθρωπος; Ομοίως δε και περί του αγαθού και του μη αγαθού (4) και περί των άλλων.
410a13    ἔτι δὲ πολλαχῶς λεγομένου τοῦ ὄντος (σημαίνει γὰρ τὸ μὲν τόδε τι, τὸ δὲ ποσὸν ἢ ποιὸν ἢ καί τινα ἄλλην τῶν διαιρεθεισῶν κατηγοριῶν) πότερον ἐξ ἁπάντων ἔσται ἡ ψυχὴ ἢ οὔ; ἀλλ' οὐ δοκεῖ κοινὰ πάντων εἶναι στοιχεῖα. ἆρ' οὖν ὅσα τῶν οὐσιῶν, ἐκ τούτων μόνον; πῶς οὖν γινώσκει καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστον; ἢ φήσουσιν ἑκάστου γένους εἶναι στοιχεῖα καὶ ἀρχὰς ἰδίας, ἐξ ὧν τὴν ψυχὴν συνεστάναι; ἔσται ἄρα ποσὸν καὶ ποιὸν καὶ οὐσία. ἀλλ' ἀδύνατον ἐκ τῶν τοῦ ποσοῦ στοιχείων οὐσίαν εἶναι καὶ μὴ ποσόν. τοῖς δὴ λέγουσιν ἐκ πάντων ταῦτά τε καὶ τοιαῦθ' ἕτερα συμβαίνει.

7. Προσέτι, επειδή το ον λέγεται κατά πολλάς σημασίας, (διότι σημαίνει τούτο το άτομον, έπειτα το ποσόν ή ποιόν ή και άλλην τινά εκ των κατηγοριών, ας διεκρίναμεν), άρά γε η ψυχή εξ απασών συνίσταται ή ου; Αλλά δεν πιστεύεται ότι υπάρχουσι στοιχεία κοινά πασών των κατηγοριών. (5) Άρα λοιπόν η ψυχή θα συνίσταται εκ μόνων των στοιχείων, όσα είναι της ουσίας ; Πώς λοιπόν τότε γνωρίζει και έκαστον των άλλων στοιχείων; Ή θα ισχυρισθώσιν ότι δι' έκαστον γένος υπάρχουσι στοιχεία και αρχαί ιδιαίτεραι, εξ ων συνέστη η ψυχή; Θα είναι λοιπόν τότε αύτη ποσόν και ποιόν και ουσία (6). Αλλ' είναι αδύνατον εκ των στοιχείων του ποσού να αποτελήται ουσία και ουχί ποσόν. Οι λέγοντες λοιπόν ότι η ψυχή γίνεται εκ πάντων των στοιχείων περιπίπτουσιν εις ταύτα και άλλα τοιαύτα άτοπα.

  ἄτοπον δὲ καὶ τὸ φάναι μὲν ἀπαθὲς εἶναι τὸ ὅμοιον ὑπὸ τοῦ ὁμοίου, αἰσθάνεσθαι δὲ τὸ ὅμοιον τοῦ ὁμοίου καὶ γινώσκειν τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον· τὸ δ' αἰσθάνεσθαι πάσχειν τι καὶ κινεῖσθαι τιθέασιν· ὁμοίως δὲ καὶ τὸ νοεῖν τε καὶ γινώσκειν.

8. Αλλ' άτοπον είναι και το να λέγωσιν ότι είναι απαθές το όμοιον υπό του ομοίου, αλλ' ότι το όμοιον αισθάνεται το όμοιον και ότι γινώσκομεν το όμοιον δια του ομοίου, ενώ συγχρόνως παραδέχονται ότι η αίσθησις είναι πάθος και κίνησις, ομοίως δε και η νόησις και η γνώσις.

  πολλὰς δ' ἀπορίας καὶ δυσχερείας ἔχοντος τοῦ λέγειν, καθάπερ Ἐμπεδοκλῆς, ὡς τοῖς σωματικοῖς στοιχείοις ἕκαστα γνωρίζεται, καί, πρός, τῷ ὁμοίῳ, μαρτυρεῖ τὸ νῦν λεχθέν· ὅσα γάρ ἐστιν ἐν τοῖς τῶν ζῴων σώμασιν ἁπλῶς γῆς, οἷον

9. Ότι δε πολλάς απορίας και δυσκολίας γεννά το να ισχυρίζωνται, ως ο Εμπεδοκλής, ότι έκαστον πράγμα γνωρίζομεν δια των σωματικών στοιχείων, και ότι τα όμοια γινώσκονται διά των ομοίων, μαρτυρούσι τα νυν λεχθέντα (7). Όσα τωόντι εκ γης μέρη υπάρχουσιν εν τοις σώμασι των ζώων,

410b ὀστᾶ νεῦρα τρίχες, οὐθενὸς αἰσθάνεσθαι δοκεῖ, ὥστ' οὐδὲ τῶν ὁμοίων· καίτοι προσῆκεν. οστά, νεύρα (8), τρίχες φαίνονται ότι ουδόλως αισθάνονται, και επομένως ουδέ τα όμοια με αυτά. Και όμως έπρεπε κατ' εκείνους να αισθάνωνται τα όμοια.
  ἔτι δ' ἑκάστῃ τῶν ἀρχῶν ἄγνοια πλείων ἢ σύνεσις ὑπάρξει· γνώσεται μὲν γὰρ ἓν ἑκάστη, πολλὰ δ' ἀγνοήσει· πάντα γὰρ τἆλλα. συμβαίνει δ' Ἐμπεδοκλεῖ γε καὶ ἀφρονέστατον εἶναι τὸν θεόν· μόνος γὰρ τῶν στοιχείων ἓν οὐ γνωριεῖ, τὸ νεῖκος, τὰ δὲ θνητὰ πάντα· ἐκ πάντων γὰρ ἕκαστον.

10. Προσέτι εις εκάστην εκ των αρχών θα υπάρχη περισσοτέρα άγνοια παρά γνώσις· διότι εκάστη θα γινώσκη εν μόνον (9), θα αγνοή δε πολλά, δηλ. πάντα τα άλλα· συμβαίνει δε ούτω ο θεός να είναι αφρονέστατον ον κατά τον Εμπεδοκλέα· διότι μόνος ούτος αγνοεί εν των στοιχείων, το νείκος, ενώ πάντα τα θνητά το γνωρίζουσιν, αφού έκαστον τούτων αποτελείται εκ πάντων των στοιχείων.

  ὅλως τε διὰ τίν' αἰτίαν οὐχ ἅπαντα ψυχὴν ἔχει τὰ ὄντα, ἐπειδὴ πᾶν ἤτοι στοιχεῖον ἢ ἐκ στοιχείου ἑνὸς ἢ πλειόνων ἢ πάντων; ἀναγκαῖον γάρ ἐστιν ἕν τι γινώσκειν ἢ τινὰ ἢ πάντα.

11. Εν γένει δε, διά τίνα αιτίαν πάντα τα όντα δεν έχουσι ψυχήν, αφού πάντα είναι εν στοιχείον ή αποτελούνται εξ ενός ή εκ περισσοτέρων ή εκ πάντων των στοιχείων; Έκαστον πρέπει να γνωρίζη ή έν ή τινά ή πάντα τα πράγματα.

  ἀπορήσειε δ' ἄν τις καὶ τί ποτ' ἐστὶ τὸ ἑνοποιοῦν αὐτά· ὕλῃ γὰρ ἔοικε τά γε στοιχεῖα, κυριώτατον δ' ἐκεῖνο τὸ συνέχον, ὅ τί ποτ' ἐστίν· τῆς δὲ ψυχῆς εἶναί τι κρεῖττον καὶ ἄρχον ἀδύνατον· ἀδυνατώτερον δ' ἔτι τοῦ νοῦ· εὔλογον γὰρ τοῦτον εἶναι προγενέστατον καὶ κύριον κατὰ φύσιν, τὰ δὲ στοιχεῖά φασι πρῶτα τῶν ὄντων εἶναι.

12. Αλλά δύναταί τις να ερωτήση: και τί άρά γε είναι το συνενούν αυτά εν τοις πράγμασι (10); διότι τα στοιχεία ομοιάζουσι προς υλικά όντα (11), κυριώτατον δε είναι εκείνο όπερ συνέχει τα άλλα, οιονδήποτε και αν είναι τούτο, αδύνατον όμως να υπάρχη τι ανώτερον της ψυχής και άρχον αυτής, και έτι μάλλον αδύνατον να υπερέχη και αρχή του νου. Εύλογον δε να δεχθώμεν ότι ο νους είναι προγενέστερος και κυρίαρχος κατά φύσιν, ενώ εκείνοι λέγουσιν ότι τα στοιχεία είναι πρώτα των όντων.

     πάντες δὲ καὶ οἱ διὰ τὸ γνωρίζειν καὶ αἰσθάνεσθαι τὰ ὄντα τὴν ψυχὴν ἐκ τῶν στοιχείων λέγοντες αὐτήν, καὶ οἱ τὸ κινητικώτατον, οὐ περὶ πάσης λέγουσι ψυχῆς. οὔτε γὰρ τὰ αἰσθανόμενα πάντα κινητικά (φαίνεται γὰρ εἶναί τινα μόνιμα τῶν ζῴων κατὰ τόπον· καίτοι δοκεῖ γε ταύτην μόνην τῶν κινήσεων κινεῖν ἡ ψυχὴ τὸ ζῷον)· ὁμοίως δὲ καὶ ὅσοι τὸν νοῦν καὶ τὸ αἰσθητικὸν ἐκ τῶν στοιχείων ποιοῦσιν. φαίνεται γὰρ τά τε φυτὰ ζῆν οὐ μετέχοντα [φορᾶς οὐδ'] αἰσθήσεως, καὶ τῶν ζῴων <τὰ> πολλὰ διάνοιαν οὐκ ἔχειν.

13. Πάντες δε όσοι δια την γνώσιν και την αίσθησιν των όντων, ας έχει η ψυχή, λέγουσιν ότι αύτη σύγκειται εκ των στοιχείων, και όσοι λέγουσιν ότι είναι το κινητικώτατον των όντων, δεν ομιλούσι περί πάσης της ψυχής. Διότι ουχί πάντα όσα αισθάνονται είναι αίτια κινήσεως· τουναντίον φαίνεται τινά των ζώων ότι είναι στάσιμα εν τόπω (12). Και όμως πιστεύεται ότι κατά μόνην την τοπικήν κίνησιν η ψυχή κινεί το ζώον. Όμοια προς ταύτα αντιτάσσονται και εις όσους τον νουν και την αίσθησιν υπολαμβάνουσιν, ότι σύγκεινται εκ στοιχείων. Διότι και τα φυτά ζώσι χωρίς να μετέχωσι τοπικής κινήσεως και αισθήσεως και εκ των ζώων πολλά δεν έχουσι διάνοιαν.

  εἰ δέ τις καὶ ταῦτα παραχωρήσειε καὶ θείη τὸν νοῦν μέρος τι τῆς ψυχῆς, ὁμοίως δὲ καὶ τὸ αἰσθητικόν, οὐδ' ἂν οὕτω λέγοιεν καθόλου περὶ πάσης ψυχῆς οὐδὲ περὶ ὅλης οὐδεμιᾶς.

14. Εάν δε τις και ταύτα παραχωρήση και υποθέση ότι ο νους είναι μέρος της ψυχής, ομοίως όπως είναι και η αίσθησις, ουδέ ούτω θα έλεγε καθόλου περί πάσης ψυχής, ουδέ περί ενός ολοκλήρου είδους αυτής,

  τοῦτο δὲ πέπονθε καὶ ὁ ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς καλουμένοις ἔπεσι λόγος· φησὶ γὰρ τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ ὅλου εἰσιέναι ἀναπνεόντων, φερομένην ὑπὸ τῶν ἀνέμων, οὐχ οἷόν τε δὲ τοῖς φυτοῖς τοῦτο συμβαίνειν οὐδὲ

15. Το αυτό πάσχει και η εξήγησις της ψυχής, ην δίδουσι τα καλούμενα ορφικά έπη· λέγουσι δηλ. “ότι η ψυχή εκ του σύμπαντος εισέρχεται εις τα ζώα, όταν αναπνέωσι, φερομένη υπό των ανέμων”. Αλλά τούτο βέβαια δεν συμβαίνει εις τα φυτά (13)

411a τῶν ζῴων ἐνίοις, εἴπερ μὴ πάντα ἀναπνέουσιν· τοῦτο δὲ λέληθε τοὺς οὕτως ὑπειληφότας. ουδέ είς τινα ζώα, αφού δεν αναπνέουσι πάντα. Τούτο όμως διέφυγε τους έχοντας τας δοξασίας ταύτας.
  (εἰ δὲ δεῖ τὴν ψυχὴν ἐκ τῶν στοιχείων ποιεῖν, οὐθὲν δεῖ ἐξ ἁπάντων· ἱκανὸν γὰρ θάτερον μέρος τῆς ἐναντιώσεως ἑαυτό τε κρίνειν καὶ τὸ ἀντικείμενον. καὶ γὰρ τῷ εὐθεῖ καὶ αὐτὸ καὶ τὸ καμπύλον γινώσκομεν· κριτὴς γὰρ ἀμφοῖν ὁ κανών, τὸ δὲ καμπύλον οὔθ' ἑαυτοῦ οὔτε τοῦ εὐθέος.)

16. Και εάν έτι πρέπη να συστήσωμεν την ψυχήν εκ των στοιχείων, δεν είναι ανάγκη να την συστήσωμεν εκ πάντων των στοιχείων διότι αρκεί το έτερον μέρος της αντιθέσεως, ίνα κρίνη εαυτό και το αντίθετον λ. χ. διά του ευθέος γινώσκομεν και αυτό το ευθύ και το καμπύλον, διότι κριτήριον και των δύο είναι ο κανών, ενώ το καμπύλον ούτε του καμπύλου ούτε του ευθέος είναι κριτήριον.

  καὶ ἐν τῷ ὅλῳ δή τινες αὐτὴν μεμῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι.

17. Τινές δε λέγουσιν ότι η ψυχή είναι διακεχυμένη εις το σύμπαν, και εκ τούτου ίσως ο Θαλής εδόξασεν, ότι πάντα είναι πλήρη θεών.

  τοῦτο δ' ἔχει τινὰς ἀπορίας· διὰ τίνα γὰρ αἰτίαν ἐν μὲν τῷ ἀέρι ἢ τῷ πυρὶ οὖσα ἡ ψυχὴ οὐ ποιεῖ ζῷον, ἐν δὲ τοῖς μικτοῖς, καὶ ταῦτα βελτίων ἐν τούτοις εἶναι δοκοῦσα;

18. Αλλά και αύτη η δόξα εγείρει πολλάς απορίας. Τω όντι διά ποίαν αιτίαν η ψυχή η υπάρχουσα εν τω αέρι ή εν τω πυρί δεν παράγει ζώον, ενώ εν τοις μικτοίς (14) παράγει, μολονότι φαίνεται εις αυτούς ανωτέρα η εν τοις δύο εκείνοις στοιχείοις υπάρχουσα;

  (ἐπιζητήσειε δ' ἄν τις καὶ διὰ τίν' αἰτίαν ἡ ἐν τῷ ἀέρι ψυχὴ τῆς ἐν τοῖς ζῴοις βελτίων ἐστὶ καὶ ἀθανατωτέρα.)

19. Δύναται τις να επερωτήση και δια ποίαν αιτίαν η εν τω αέρι ψυχή είναι ανωτέρα και μάλλον αθάνατος της υπαρχούσης εν τοις ζώοις.

  συμβαίνει δ' ἀμφοτέρως ἄτοπον καὶ παράλογον· καὶ γὰρ τὸ λέγειν ζῷον τὸ πῦρ ἢ τὸν ἀέρα τῶν παραλογωτέρων ἐστί, καὶ τὸ μὴ λέγειν ζῷα ψυχῆς ἐνούσης ἄτοπον.

20. Κατ' αμφοτέρας δε τας περιπτώσεις συμβαίνει εν άτοπον και εν παράλογον. Διότι το να λέγωμεν ότι το πυρ ή ο αήρ είναι ζώον, είναι από τα παραλογώτατα πράγματα, αλλά και να μη λέγωμεν αυτά ζώα, ενώ είναι έμψυχα, επίσης είναι άτοπον.

  ὑπολαβεῖν δ' ἐοίκασιν εἶναι τὴν ψυχὴν ἐν τούτοις ὅτι τὸ ὅλον τοῖς μορίοις ὁμοειδές· ὥστ' ἀναγκαῖον αὐτοῖς λέγειν καὶ τὴν ψυχὴν ὁμοειδῆ τοῖς μορίοις εἶναι, εἰ τῷ ἀπολαμβάνεσθαί τι τοῦ περιέχοντος ἐν τοῖς ζῴοις ἔμψυχα τὰ ζῷα γίνεται. εἰ δ' ὁ μὲν ἀὴρ διασπώ- μενος ὁμοειδής, ἡ δὲ ψυχὴ ἀνομοιομερής, τὸ μέν τι αὐτῆς ὑπάρξει δῆλον ὅτι, τὸ δ' οὐχ ὑπάρξει. ἀναγκαῖον οὖν αὐτὴν ἢ ὁμοιομερῆ εἶναι ἢ μὴ ἐνυπάρχειν ἐν ὁτῳοῦν μορίῳ τοῦ παντός.

21. Φαίνεται ότι ούτοι υπέθεσαν, ότι υπάρχει ψυχή εν τοις απλοίς τούτοις σώμασι, διά τον λόγον ότι το όλον είναι (15) του αυτού είδους με τα μέρη του, ώστε ηναγκάσθησαν να είπωσιν ότι και η ψυχή είναι ομοειδής με τα μέρη της, εάν αληθώς τα ζώα γίνωνται έμψυχα λαμβάνοντά τι του περιέχοντος (αέρος) εντός αυτών. Αλλ' όμως εάν ο αήρ ο διακεχυμένος είναι ομοειδής, η δε ψυχή σύγκειται εκ μερών ανομοίων, προδήλως εν μέρος αυτής θα υπάρχη εν τω αέρι, άλλα δε δεν θα υπάρχωσιν εν αυτώ αναγκαίως· λοιπόν η ψυχή ή είναι ομοιομερής (16) ή δεν υπάρχει εις παν οιονδήποτε μέρος (στοιχείον) του παντός.

     φανερὸν οὖν ἐκ τῶν εἰρημένων ὡς οὔτε τὸ γινώσκειν ὑπάρχει τῇ ψυχῇ διὰ τὸ ἐκ τῶν στοιχείων εἶναι, οὔτε τὸ κινεῖσθαι αὐτὴν καλῶς οὐδ' ἀληθῶς λέγεται.

22. Είναι λοιπόν φανερόν εκ των ειρημένων, ότι ούτε την γνώσιν έχει η ψυχή διά τον λόγον ότι συνίσταται εκ των στοιχείων, ούτε λέγεται ορθώς και αληθώς ότι κινείται.

  ἐπεὶ δὲ τὸ γινώσκειν τῆς ψυχῆς ἐστὶ καὶ τὸ αἰσθάνεσθαί τε καὶ τὸ δοξάζειν, ἔτι δὲ τὸ ἐπιθυμεῖν καὶ βούλεσθαι καὶ ὅλως αἱ ὀρέξεις, γίνεται δὲ καὶ ἡ κατὰ τόπον κίνησις τοῖς ζῴοις ὑπὸ τῆς ψυχῆς, ἔτι δ' αὔξη τε καὶ ἀκμὴ καὶ φθίσις, πότερον ὅλῃ

23. Επειδή δε η γνώσις ανήκει εις την ψυχήν και η αίσθησις και η δόξα, προσέτι δε η επιθυμία και η βούλησις και γενικώς αι ορέξεις, γίνεται δε και η τοπική κίνησις εις τα ζώα υπό της ψυχής, προσέτι δε αύξησις αυτών και ακμή και φθίσις, άρά γε εις όλην την ψυχήν υπάρχει εκάστη των λειτουργιών

411b τῇ ψυχῇ τούτων ἕκαστον ὑπάρχει, καὶ πάσῃ νοοῦμέν τε καὶ αἰσθανόμεθα καὶ κινούμεθα καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστον ποιοῦμέν τε καὶ πάσχομεν, ἢ μορίοις ἑτέροις ἕτερα; καὶ τὸ ζῆν δὴ πότερον ἔν τινι τούτων ἐστὶν ἑνὶ ἢ καὶ ἐν πλείοσιν ἢ πᾶσιν, ἢ καὶ ἄλλο τι αἴτιον; τούτων, διά πάσης δηλ. της ψυχής νοούμεν και αισθανόμεθα και κινούμεθα και έκαστον των άλλων ποιούμεν και πάσχομεν, ή άλλα τούτων δι' άλλων μερών της ψυχής; Και η αρχή της ζωής είναι εις έν των μερών τούτων ή εις περισσότερα ή εις όλα; Ή υπάρχει πλην της ψυχής άλλο τι αίτιον της ζωής;
  λέγουσι δή τινες μεριστὴν αὐτήν, καὶ ἄλλῳ μὲν νοεῖν ἄλλῳ δὲ ἐπιθυμεῖν. τί οὖν δή ποτε συνέχει τὴν ψυχήν, εἰ μεριστὴ πέφυκεν; οὐ γὰρ δὴ τό γε σῶμα· δοκεῖ γὰρ τοὐναντίον μᾶλλον ἡ ψυχὴ τὸ σῶμα συνέχειν· ἐξελθούσης γοῦν διαπνεῖται καὶ σήπεται. εἰ οὖν ἕτερόν τι μίαν αὐτὴν ποιεῖ, ἐκεῖνο μάλιστ' ἂν εἴη ψυχή. δεήσει δὲ πάλιν κἀκεῖνο ζητεῖν πότερον ἓν ἢ πολυμερές. εἰ μὲν γὰρ ἕν, διὰ τί οὐκ εὐθέως καὶ ἡ ψυχὴ ἕν; εἰ δὲ μεριστόν, πάλιν ὁ λόγος ζητήσει τί τὸ συνέχον ἐκεῖνο, καὶ οὕτω δὴ πρόεισιν ἐπὶ τὸ ἄπειρον.

24. Λέγουσι βεβαίως τινές ότι η ψυχή είναι διαιρετή, και άλλο μεν μέρος νοεί (18), άλλο δε επιθυμεί (19). Αλλά τί λοιπόν τότε συνέχει τα μέρη της ψυχής, εάν είναι φύσει διηρημένη; Βεβαίως ουχί το σώμα· διότι τουναντίον η ψυχή πιστεύεται μάλλον ότι συνέχει το σώμα, και άμα εξέλθη η ψυχή εκπνέει το σώμα και σήπεται. Εάν λοιπόν άλλο τι κάμνη αυτήν μίαν, το άλλο τούτο βεβαίως θα ήτο αυτή η ψυχή. Αλλά θα χρειασθή πάλιν να ερωτήσωμεν: είναι και τούτο έν ή έχει πολλά μέρη; Και αν είναι έν, διατί δεν είναι αμέσως και η ψυχή έν; εάν δε είναι διηρημένον, πάλιν ο λόγος θα ζητήση τί συνέχει τα μέρη αυτού, και ούτω θα προχωρή επ' άπειρον η πρόοδος.

411b14    ἀπορήσειε δ' ἄν τις καὶ περὶ τῶν μορίων αὐτῆς, τίν' ἔχει δύναμιν ἕκαστον ἐν τῷ σώματι. εἰ γὰρ ἡ ὅλη ψυχὴ πᾶν τὸ σῶμα συνέχει, προσήκει καὶ τῶν μορίων ἕκαστον συνέχειν τι τοῦ σώματος. τοῦτο δ' ἔοικεν ἀδυνάτῳ· ποῖον γὰρ μόριον ἢ πῶς ὁ νοῦς συνέξει, χαλεπὸν καὶ πλάσαι.

25. Δύναταί τις δε να απορήση και περί των μερών της ψυχής, ποίαν δύναμιν έχει έκαστον αυτών εις το σώμα; Διότι, αν ολόκληρος η ψυχή όλον το σώμα συνέχη, έπεται ότι και έκαστον των μερών αυτής συνέχει μέρος τι του σώματος. Αλλά τούτο φαίνεται αδύνατον. Διότι ποίον μέρος ή πώς θα συνέχη αυτό ο νους, είναι δύσκολον και να φαντασθή τις.

  φαίνεται δὲ καὶ τὰ φυτὰ διαιρούμενα ζῆν καὶ τῶν ζῴων ἔνια τῶν ἐντόμων, ὡς τὴν αὐτὴν ἔχοντα ψυχὴν τῷ εἴδει, εἰ καὶ μὴ ἀριθμῷ· ἑκάτερον γὰρ τῶν μορίων αἴσθησιν ἔχει καὶ κινεῖται κατὰ τόπον ἐπί τινα χρόνον. εἰ δὲ μὴ διατελοῦσιν, οὐθὲν ἄτοπον· ὄργανα γὰρ οὐκ ἔχουσιν ὥστε σώζειν τὴν φύσιν. ἀλλ' οὐδὲν ἧττον ἐν ἑκατέρῳ τῶν μορίων ἅπαντ' ἐνυπάρχει τὰ μόρια τῆς ψυχῆς, καὶ ὁμοειδῆ ἐστιν ἀλλήλοις καὶ τῇ ὅλῃ, ἀλλήλοις μὲν ὡς οὐ χωριστὰ ὄντα, τῇ δ' ὅλῃ ψυχῇ ὡς οὐ διαιρετῇ οὔσῃ.

26. Φαίνεται δ' ότι όχι μόνον τα φυτά, όταν διαιρεθώσιν, εξακολουθούσι να ζώσιν, αλλά και εκ των ζώων έντομά τινα ζώσιν, ώστε τα τμήματα έχουσι μίαν ψυχήν την αυτήν κατά το είδος, καίτοι ουχί και κατά τον αριθμόν (20), διότι έκαστον των χωρισθέντων μερών αισθάνεται και κινείται κατά τόπον επί τινα χρόνον· και εάν δεν εξακολουθώσιν ούτω να ζώσι, δεν πρέπει να απορώμεν· διότι δεν έχουσιν όργανα, ίνα διατηρήσωσι την φύσιν αυτών. Ουχ ήττον όμως εις καθέν των σωματικών μερών υπάρχουσιν όλα τα μέρη της ψυχής τα οποία, είναι ομοειδή προς άλληλα και προς την όλην ψυχήν, προς άλληλα μεν ως όντα αχώριστα, προς δε την όλην ψυχήν ως ούσαν διαιρετήν (21).

  ἔοικε δὲ καὶ ἡ ἐν τοῖς φυτοῖς ἀρχὴ ψυχή τις εἶναι· μόνης γὰρ ταύτης κοινωνεῖ καὶ ζῷα καὶ φυτά, καὶ αὕτη μὲν χωρίζεται τῆς αἰσθητικῆς ἀρχῆς, αἴσθησιν δ' οὐθὲν ἄνευ ταύτης ἔχει.

27. Και η αρχή δε, ήτις είναι εν τοις φυτοίς, φαίνεται ότι είναι ψυχή τις· διότι τα φυτά και τα ζώα μόνην ταύτην την ψυχήν (22) έχουσι κοινήν. Και η τοιαύτη μεν ψυχή δύναται να υπάρχη χωριστή από της αισθητικής αρχής, άνευ όμως αυτής ουδέν όν έχει αίσθησιν.

 

Σημειώσεις

1) Είτε τα ολικά σύνθετα όντα, είτε αι αναφοραί των πραγμάτων.

2) Τα τέσσαρα, γην, πυρ, Αέρα, ύδωρ. Ό Αριστοτέλης παρεδέχετο και πέμπτον στοιχείον, τον αιθέρα.

3) Ο Εμπεδοκλής λέγει ότι τα οστά έχουσι δύο μέρη γης, δύο ύδατος και τέσσαρα πυρός. (Όρα και Μ. Ευαγγελίδου, Σύνοψις της Ιστορίας της Φιλοσοφίας Α. 1904).

4) Το αγαθόν δεν είναι στοιχείον, αλλ' είναι αναφορά ή σχέσις. Είναι το μέσον μεταξύ δύο κακιών, της υπερβολής και της ελλείψεως.

5) Κατά τον Αριστοτέλην αι κατηγορίαι ουδέν κοινόν έχουσι, και δεν δύνανται να αναχθώσιν εις εν γένος.

6) Αλλά τότε τί γίνεται η ενότης αυτής, ης άνευ ούτε να νοηθή δύναται;

7) Ο Εμπεδοκλής ορμάται εκ της αρχής ότι το όμοιον γινώσκεται υπό του ομοίου. Επομένως ίνα γινώσκηται η αισθητή πραγματικότης, ήτις σύγκειται εκ των 4 στοιχείων, πυρός, αέρος, ύδατος και γης, πρέπει η γινώσκουσα ψυχή ν' αποτελήται εκ των ομοίων στοιχείων. Ο Αριστοτέλης φέρει τας ακολούθους αντιρρήσεις: (1) η ψυχή γινώσκει ου μόνον τα στοιχεία, αλλά και πλείστα άλλα πράγματα, περί των οποίων η αρχή “ομοίω το όμοιον” ουδέν εξηγεί, (2) ουδεμίαν έχει αξίαν το ότι η ψυχή συνίσταται εκ των στοιχείων, εάν μη συνίσταται και εκ των αναφορών και συνδυασμών των στοιχείων τούτων. Διότι πώς δύναται να γινώσκηται ο άνθρωπος λ.χ. ή ο λίθος, αφού ουδείς υποθέτει ότι ταύτα είναι εν τη ψυχή; (3) Εις ποίαν κατηγορίαν δύναται να υπαχθή η ψυχή; Αι γενικώταται κατηγορίαι είναι 10, δηλ. ουσία, ποσόν, ποιόν, σχέσις, τόπος, χρόνος, κείσθαι, έχειν, ποιείν, πάσχειν. Αλλ' η ψυχή δεν δύναται να είναι πάσαι αι κατηγορίαι, διότι αύται δεν έχουσι κοινά στοιχεία· ούτε δύναται να είναι μία εξ αυτών, διότι τότε θα γινώσκη μόνον τα αντικείμενα, άτινα ανήκουσιν εις την κατηγορίαν ταύτην, θα αγνοή δε τα άλλα. (4.) Ο Εμπεδοκλής εμπλέκεται εις το δίλημμα να καταστήση τον Θεόν αμαθέστατον ον, διότι αποκλείει από της φύσεως τούτου μίαν των στοιχειωδών κοσμικών αρχών, την έριν (την διάκρισιν, την διαλεκτικήν). (5) Προσέτι διατί παν στοιχείον ή πας συνδυασμός στοιχείων δεν έχει ψυχήν; (6) Η εν λόγω θεωρία ουδεμίαν παρέχει συνεκτικήν και ενωτικήν αρχήν.

8) Ίσως είπε νεύρα αντί να είπη μύες.

9) Θα γινώσκη το όμοιον αυτής εξ ου και συνίσταται.

10) Ποίον το στοιχείον όπερ δίδει εις τα άλλα στοιχεία την δύναμιν να μένωσιν ηνωμένα και ούτω ποιεί όντα ατομικά και χωριστά;

11) Ενώ η ψυχή ή η μορφή τα ενώνει εις εν όλον.

12) Ως τα ζωόφυτα. Κατά τον Αριστ. το διακριτικόν γνώρισμα του ζώου είναι η αισθητικότης, η αισθητική ψυχή. Η κίνησις δεν δύναται να ανήκη εις την ουσιώδη φύσιν της ψυχής, διότι αισθανόμενά τινα όντα είναι στάσιμα και ακίνητα. Η αντίρρησις λοιπόν στρέφεται κατά Δημοκρίτου και Ξενοκράτους.

13) Και τα φυτά έχουσι ψυχήν, αλλά την θρεπτικήν μόνην.

14) Ήτοι εν τοις σώμασι τα οποία σύγκεινται εκ διαφόρων στοιχείων αναμεμιγμένων μεταξύ των.

15) Αν τα στοιχεία αποτελούσι την ψυχήν, πρέπει και ο αήρ και το πυρ να έχωσι την ψυχήν. Και αφού τα μέρη των έχουσι ψυχήν πρέπει και το όλον αυτών να έχη ψυχήν.

16) Όπερ αδύνατον, αν η ψυχή σύγκειται εκ των στοιχείων, τα οποία δεν είναι όμοια.

17) Κατά τον Αριστοτέλην η ζωή και η ψυχή είναι τα αυτά· δια τούτο αποδίδει ψυχήν και εις τα φυτά.

18) Το λογικόν.

19) Το επιθυμητικόν.

20) Αριθμητικώς υπάρχουσι πολλαί ατομικαί ψυχαί, ειδικώς δε (κατ' είδος) η ψυχή είναι η αυτή είς τε τα μέρη και εις το όλον σώμα.

21) Ως εάν η ψυχή ανευρίσκετο ολόκληρος εν εκάστω των μερών, εις τα οποία διηρέθη το ζώον.

22) Την θρεπτικήν.

 

 

[Αρχή σελίδας]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2002