Ἀριστοτέλους

Περὶ Ψυχῆς

Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
Αναίρεσις των λεγόντων ότι η ψυχή είναι 1ον αρμονία, 2ον Αριθμός κινών εαυτόν.

407b27

   Καὶ ἄλλη δέ τις δόξα παραδέδοται περὶ ψυχῆς, πιθανὴ μὲν πολλοῖς οὐδεμιᾶς ἧττον τῶν λεγομένων, λόγον δ' ὥσπερ εὐθύνοις δεδωκυῖα κἀν τοῖς ἐν κοινῷ γεγενημένοις λόγοις. ἁρμονίαν γάρ τινα αὐτὴν λέγουσι· καὶ γὰρ τὴν ἁρμονίαν κρᾶσιν καὶ σύνθεσιν ἐναντίων εἶναι, καὶ τὸ σῶμα συγκεῖσθαι ἐξ ἐναντίων.

1. Και άλλη τις γνώμη περί ψυχής είναι παραδεδομένη, και πιστευτή από πολλών ολιγώτερον ουδεμιάς εκ των ειρημένων, απολογηθείσα δε και εξετασθείσα και εις τους κοινώς γενομένους λόγους· λέγουσι δηλ. ότι η ψυχή είναι αρμονία τις, διότι και η αρμονία είναι μίξις και σύνθεσις εναντίων, και το σώμα σύγκειται εξ εναντίων (1).

 

καίτοι γε ἡ μὲν ἁρμονία λόγος τίς ἐστι τῶν μιχθέντων ἢ σύνθεσις, τὴν δὲ ψυχὴν οὐδέτερον οἷόν τ' εἶναι τούτων. ἔτι δὲ τὸ κινεῖν οὐκ ἔστιν ἁρμονίας, ψυχῇ δὲ

2. Αλλά καίτοι η αρμονία είναι αναλογία τις ή συνδυασμός των μιχθέντων πραγμάτων, η ψυχή όμως δεν είναι δυνατόν να είναι ουδέν εκ των δύο τούτων. Προσέτι

408a

πάντες ἀπονέμουσι τοῦτο μάλισθ' ὡς εἰπεῖν. ἁρμόζει δὲ μᾶλλον καθ' ὑγιείας λέγειν ἁρμονίαν, καὶ ὅλως τῶν σωματικῶν ἀρετῶν, ἢ κατὰ ψυχῆς. φανερώτατον δ' εἴ τις ἀποδιδόναι πειραθείη τὰ πάθη καὶ τὰ ἔργα τῆς ψυχῆς ἁρμονίᾳ τινί· χαλεπὸν γὰρ ἐφαρμόζειν.

το παράγειν κίνησιν δεν είναι ίδιον της αρμονίας, ενώ εις την ψυχήν προ πάντων αποδίδουσιν αυτό πάντες σχεδόν. Η λέξις πάλιν αρμονία αρμόζει εις την υγίειαν και εν γένει εις τας σωματικάς αρετάς μάλλον παρά εις την ψυχήν. Φανερώτερον δε γίνεται τούτο, εάν δοκιμάσωμεν να αποδώσωμεν τα πάθη και τας ενεργείας της ψυχής δι' αρμονίας τινός· διότι είναι πολύ δύσκολον να τα συναρμόσωμεν.

 

ἔτι δ' εἰ λέγομεν τὴν ἁρμονίαν εἰς δύο ἀποβλέποντες, κυριώτατα μέν, τῶν μεγεθῶν ἐν τοῖς ἔχουσι κίνησιν καὶ θέσιν, τὴν σύνθεσιν αὐτῶν, ἐπειδὰν οὕτω συναρμόζωσιν ὥστε μηδὲν συγγενὲς παραδέχεσθαι, ἐντεῦθεν δὲ καὶ τὸν τῶν μεμιγμένων λόγον-οὐδετέρως μὲν οὖν εὔλογον, ἡ δὲ σύνθεσις τῶν τοῦ σώματος μερῶν λίαν εὐεξέταστος. πολλαί τε γὰρ αἱ συνθέσεις τῶν μερῶν καὶ πολλαχῶς· τίνος οὖν ἢ πῶς ὑπολαβεῖν τὸν νοῦν χρὴ σύνθεσιν εἶναι, ἢ καὶ τὸ αἰσθητικὸν ἢ ὀρεκτικόν; ὁμοίως δὲ ἄτοπον καὶ τὸ τὸν λόγον τῆς μίξεως εἶναι τὴν ψυχήν· οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ἔχει λόγον ἡ μίξις τῶν στοιχείων καθ' ἣν σὰρξ καὶ καθ' ἣν ὀστοῦν. συμβήσεται οὖν πολλάς τε ψυχὰς ἔχειν καὶ κατὰ πᾶν τὸ σῶμα, εἴπερ πάντα μὲν ἐκ τῶν στοιχείων μεμιγμένων, ὁ δὲ τῆς μίξεως λόγος ἁρμονία καὶ ψυχή.

5. Προσέτι μεταχειριζόμεθα την λέξιν αρμονίαν αποβλέποντες εις δύο σημασίας· κυριώτατα μεν εκφράζομεν την σύνθεσιν μεγεθών θεωρουμένων εις πράγματα, άτινα έχουσι κίνησιν και θέσιν, όταν ταύτα (2) συναρμόζωνται ούτως, ώστε δεν δύνανται να παραδεχθώσι μεταξύ των ουδέν ομογενές. Έπειτα δε δηλούμεν και την αναλογίαν των μεμιγμένων πραγμάτων. (3) Αλλ' ούτε κατά την μίαν ούτε κατά την άλλην σημασίαν δυνάμεθα ευλόγως να καλώμεν την ψυχήν αρμονίαν. Η μεν σύνθεσις των μερών του σώματος ευκόλως δύναται να εξετασθή. Διότι αι συνθέσεις των μερών τούτων είναι και πολλαί και κατά διαφόρους τρόπους. Τίνων όμως μερών και κατά ποίον τρόπον είναι σύνθετος ο νους; ή και το αισθητικόν ή το ορεκτικόν; Ομοίως άτοπον είναι να υπολαμβάνωμεν ότι η ψυχή είναι λόγος της μίξεως. Διότι η μίξις των στοιχείων εις την μόρφωσιν της σαρκός δεν έχει τον αυτόν λόγον (αναλογίαν), τον οποίον έχει η μίξις των στοιχείων του οστού. Θα συμβή λοιπόν (το άτοπον) να έχη έκαστος ημών πολλάς ψυχάς καθ' όλον το σώμα, εάν όντως πάντα τα μέρη του σώματος αποτελούνται εκ στοιχείων μεμιγμένων, ο δε λόγος της μίξεως είναι η αρμονία και η ψυχή.

 

ἀπαιτήσειε δ' ἄν τις τοῦτό γε καὶ παρ' Ἐμπεδοκλέους· ἕκαστον γὰρ αὐτῶν λόγῳ τινί φησιν εἶναι· πότερον οὖν ὁ λόγος ἐστὶν ἡ ψυχή, ἢ μᾶλλον ἕτερόν τι οὖσα ἐγγίνεται τοῖς μέρεσιν; ἔτι δὲ πότερον ἡ φιλία τῆς τυχούσης αἰτία μίξεως ἢ τῆς κατὰ τὸν λόγον, καὶ αὕτη πότερον ὁ λόγος ἐστὶν ἢ παρὰ τὸν λόγον ἕτερόν τι;

6. Ηδύνατό τις και τούτο να ερωτήση τον Εμπεδοκλέα (4), ο οποίος λέγει ότι έκαστον των μικτών αυτών στοιχείων υπάρχει υπό τινος αναλογίας διωρισμένον: τί εκ των δύο, η ψυχή είναι ο λόγος ούτος, ή μάλλον άλλο τι ούσα η ψυχή προσφύεται εις τα μέλη του σώματος; Προσέτι η φιλία (ο έρως) είναι αιτία της τυχούσης μίξεως ή της κατά λόγον μίξεως; Και αυτή η φιλία είναι ο λόγος ή άλλο τι διάφορον παρά τον λόγον;

 

ταῦτα μὲν οὖν ἔχει τοιαύτας ἀπορίας. εἰ δ' ἐστὶν ἕτερον ἡ ψυχὴ τῆς μίξεως, τί δή ποτε ἅμα τῷ σαρκὶ εἶναι ἀναιρεῖται καὶ τὸ τοῖς ἄλλοις μορίοις τοῦ ζῴου; πρὸς δὲ τούτοις εἴπερ μὴ ἕκαστον τῶν μορίων ψυχὴν ἔχει, εἰ μὴ ἔστιν ἡ ψυχὴ ὁ λόγος τῆς μίξεως, τί ἐστιν ὃ φθείρεται τῆς ψυχῆς ἀπολιπούσης;

7. Ταύτα λοιπόν τοιαύτας γεννώσιν απορίας. Εάν η ψυχή είναί τι διάφορον της μίξεως, διατί άρά γε αύτη φθείρεται άμα ως φθείρεται η σαρξ και τα άλλα μέρη του ζώου; Προς τούτοις εάν έκαστον των μερών του σώματος δεν έχη ψυχήν, και εάν η ψυχή δεν είναι ο λόγος της μίξεως, τί είναι εκείνο όπερ φθείρεται όταν η ψυχή απολείπη το σώμα; Ότι λοιπόν ούτε αρμονία δύναται να είναι η ψυχή ούτε να κινήται κυκλικώς, είναι φανερόν εξ όσων είπομεν.

 

   ὅτι μὲν οὖν οὔθ' ἁρμονίαν οἷόν τ' εἶναι τὴν ψυχὴν οὔτε κύκλῳ περιφέρεσθαι, δῆλον ἐκ τῶν εἰρημένων. κατὰ συμβεβηκὸς δὲ κινεῖσθαι, καθάπερ εἴπομεν, ἔστι, καὶ κι- νεῖν ἑαυτήν, οἷον κινεῖσθαι μὲν ἐν ᾧ ἐστι, τοῦτο δὲ κινεῖσθαι ὑπὸ τῆς ψυχῆς· ἄλλως δ' οὐχ οἷόν τε κινεῖσθαι κατὰ τόπον αὐτήν.

8. Αλλά ως ανωτέρω είπομεν, κατά συμβεβηκός (5) δύναται να κινήται η ψυχή και να κινή αυτή εαυτήν, καθώς π.χ. δύναται να κινήται μετά του σώματος εν τω οποίω ευρίσκεται, τούτο δε να κινήται υπό της ψυχής· άλλως δε δεν δύναται να κινήται κατά τόπον η ψυχή.

 

εὐλογώτερον δ' ἀπορήσειεν ἄν τις περὶ αὐτῆς ὡς κι-

9. Αλλά μετά μείζονος λόγου δύναται τις να

408b

νουμένης, εἰς τὰ τοιαῦτα ἀποβλέψας· φαμὲν γὰρ τὴν ψυχὴν λυπεῖσθαι χαίρειν, θαρρεῖν φοβεῖσθαι, ἔτι δὲ ὀργίζεσθαί τε καὶ αἰσθάνεσθαι καὶ διανοεῖσθαι· ταῦτα δὲ πάντα κινήσεις εἶναι δοκοῦσιν. ὅθεν οἰηθείη τις ἂν αὐτὴν κινεῖσθαι·

αμφιβάλη περί αυτής αν κινείται, αποβλέψας εις τα εξής: Λέγομεν δηλαδή ότι η ψυχή χαίρει, λυπείται, θαρρεί, φοβείται, προσέτι οργίζεται, αισθάνεται και διανοείται, ταύτα δε πάντα φαίνονται ότι είναι κινήσεις· και εκ τούτου ήθελε νομίσει τις ότι η ψυχή κινείται.

 

τὸ δ' οὐκ ἔστιν ἀναγκαῖον. εἰ γὰρ καὶ ὅτι μάλιστα τὸ λυπεῖσθαι ἢ χαίρειν ἢ διανοεῖσθαι κινήσεις εἰσί, καὶ ἕκαστον κινεῖσθαί τι τούτων, τὸ δὲ κινεῖσθαί ἐστιν ὑπὸ τῆς ψυχῆς, οἷον τὸ ὀργίζεσθαι ἢ φοβεῖσθαι τὸ τὴν καρδίαν ὡδὶ κινεῖσθαι, τὸ δὲ διανοεῖσθαι ἤ τι τοιοῦτον ἴσως ἢ ἕτερόν τι, τούτων δὲ συμβαίνει τὰ μὲν κατὰ φοράν τινων κινουμένων, τὰ δὲ κατ' ἀλλοίωσιν (ποῖα δὲ καὶ πῶς, ἕτερός ἐστι λόγος),

10. Αλλά τούτο (6) δεν είναι αναγκαίον συμπέρασμα. Διότι και αν βεβαίως το λυπείσθαι ή χαίρειν ή διανοείσθαι είναι κυριώτατα κινήσεις, και αν έκαστον των παθών τούτων είναι μία κίνησις, πλην είναι κίνησις ουχί της ψυχής, αλλά παράγεται υπό της ψυχής, π. χ. το οργίζεσθαι ή το φοβείσθαι είναι το να κινήται η καρδία κατά ωρισμένον τρόπον, και το διανοείσθαι είναι αύτη ίσως ή άλλη τις ανάλογος κίνησις. Τα πάθη δε ταύτα συμβαίνουσιν άλλα μεν δια τοπικής μεταθέσεως στοιχείων τινών του σώματος κινουμένων, άλλα δε δι' αλλοιώσεως, αλλά ποία είναι και πώς γίνονται τα πάθη ταύτα πραγματευόμεθα αλλαχού.

 

τὸ δὴ λέγειν ὀργίζεσθαι τὴν ψυχὴν ὅμοιον κἂν εἴ τις λέγοι τὴν ψυχὴν ὑφαίνειν ἢ οἰκοδομεῖν· βέλτιον γὰρ ἴσως μὴ λέγειν τὴν ψυχὴν ἐλεεῖν ἢ μανθάνειν ἢ διανοεῖσθαι, ἀλλὰ τὸν ἄνθρωπον τῇ ψυχῇ· τοῦτο δὲ μὴ ὡς ἐν ἐκείνῃ τῆς κινήσεως οὔσης, ἀλλ' ὁτὲ μὲν μέχρι ἐκείνης, ὁτὲ δ' ἀπ' ἐκείνης, οἷον ἡ μὲν αἴσθησις ἀπὸ τωνδί, ἡ δ' ἀνάμνησις ἀπ' ἐκείνης ἐπὶ τὰς ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις κινήσεις ἢ μονάς.

11. Αλλά να λέγωμεν ότι η ψυχή οργίζεται είναι το αυτό ως να λέγωμεν, ότι η ψυχή υφαίνει ή οικοδομεί· διό ορθότερον ίσως είναι να μη λέγωμεν ότι ή ψυχή ελεεί, ή μανθάνει ή διανοείται, αλλ' ότι ο άνθρωπος ποιεί ταύτα διά της ψυχής· και ταύτα χωρίς να νομίζωμεν ότι η κίνησις είναι εν τη ψυχή, αλλά ότι έρχεται άλλοτε μεν μέχρις αυτής, άλλοτε δε απ' αυτής. Ούτως η μεν αίσθησις κινείται από τούτων των εκτός πραγμάτων, ενώ εν τη αναμνήσει η κίνησις γίνεται απ' αυτής της ψυχής προς τους ερεθισμούς ή τας εντυπώσεις τας διαμενούσας εν τοις αισθητηρίοις (7).

408b.18

   ὁ δὲ νοῦς ἔοικεν ἐγγίνεσθαι οὐσία τις οὖσα, καὶ οὐ φθείρεσθαι. μάλιστα γὰρ ἐφθείρετ' ἂν ὑπὸ τῆς ἐν τῷ γήρᾳ ἀμαυρώσεως, νῦν δ' ὥσπερ ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων συμβαίνει· εἰ γὰρ λάβοι ὁ πρεσβύτης ὄμμα τοιονδί, βλέποι ἂν ὥσπερ καὶ ὁ νέος. ὥστε τὸ γῆρας οὐ τῷ τὴν ψυχήν τι πεπονθέναι, ἀλλ' ἐν ᾧ, καθάπερ ἐν μέθαις καὶ νόσοις.

12. Ο δε νους φαίνεται ότι είναι ουσία τις ήτις γενάται εις την ψυχήν και δεν φθείρεται· διότι άλλως θα εφθείρετο προ πάντων υπό της κατά το γήρας εξασθενήσεως. Αλλ' ενταύθα συμβαίνει ίσως ό,τι επί των αισθητηρίων οργάνων· διότι αν ο γέρων ηδύνατο να έχη ακόμη το όμμα εν ωρισμένη τινί καταστάσει θα έβλεπεν όπως και ο νέος. Ώστε το γήρας δεν έρχεται εκ πάθους τινός της ψυχής, αλλ' εκ πάθους του σώματος, εν τω οποίω αύτη υπάρχει, όπως συμβαίνει εις τας μέθας και τας νόσους.

 

καὶ τὸ νοεῖν δὴ καὶ τὸ θεωρεῖν μαραίνεται ἄλλου τινὸς ἔσω φθειρομένου, αὐτὸ δὲ ἀπαθές ἐστιν. τὸ δὲ διανοεῖσθαι καὶ φιλεῖν ἢ μισεῖν οὐκ ἔστιν ἐκείνου πάθη, ἀλλὰ τουδὶ τοῦ ἔχοντος ἐκεῖνο, ᾗ ἐκεῖνο ἔχει. διὸ καὶ τούτου φθειρομένου οὔτε μνημονεύει οὔτε φιλεῖ· οὐ γὰρ ἐκείνου ἦν, ἀλλὰ τοῦ κοινοῦ, ὃ ἀπόλωλεν· ὁ δὲ νοῦς ἴσως θειότερόν τι καὶ ἀπαθές ἐστιν.

13. Και η νόησις δε και η θεωρία μαραίνονται, διότι άλλο τι εντός ημών φθείρεται (λ.χ. η ζωτική δύναμις), αλλ' η αρχή καθ' εαυτήν είναι απαθής. Η δε διανόησις και η φιλία ή το μίσος (8) δεν είναι πάθη εκείνης, αλλά τούτου του έχοντος αυτήν (του σώματος), καθ' όσον έχει αυτήν. Διό και όταν τούτο φθείρεται, ούτε μνήμη ούτε αγάπη υπάρχει, διότι ταύτα δεν είναι πάθη του νου αλλά του κοινού τούτου πράγματος (9), όπερ κατεστράφη. Ο νους όμως είναί τι θείον και απαθές (10).

 

   ὅτι μὲν οὖν οὐχ οἷόν τε κινεῖσθαι τὴν ψυχήν, φανερὸν ἐκ τούτων· εἰ δ' ὅλως μὴ κινεῖται, δῆλον ὡς οὐδ' ὑφ' ἑαυτῆς.

14. Ότι λοιπόν η ψυχή δεν είναι δυνατόν να κινήται, είναι φανερόν εκ των ειρημένων· εάν δε μηδόλως κινήται, φανερόν ότι ουδέ αυτοκίνητος είναι.

 

πολὺ δὲ τῶν εἰρημένων ἀλογώτατον τὸ λέγειν ἀριθμὸν εἶναι τὴν ψυχὴν κινοῦνθ' ἑαυτόν· ὑπάρχει γὰρ αὐτοῖς ἀδύνατα πρῶτα μὲν τὰ ἐκ τοῦ κινεῖσθαι συμβαίνοντα, ἴδια δ' ἐκ τοῦ

15. Αλλά πολύ περισσότερον παρά τα ειρημένα είναι παράλογον το να δοξάζωσιν (11) ότι η ψυχή είναι αριθμός κινών εαυτόν. Διότι υπάρχουσιν εις την θεωρίαν

409a

λέγειν αὐτὴν ἀριθμόν. πῶς γὰρ χρὴ νοῆσαι μονάδα κινουμένην, καὶ ὑπὸ τίνος, καὶ πῶς, ἀμερῆ καὶ ἀδιάφορον οὖσαν; ᾗ γάρ ἐστι κινητικὴ καὶ κινητή, διαφέρειν δεῖ. ἔτι δ' ἐπεί φασι κινηθεῖσαν γραμμὴν ἐπίπεδον ποιεῖν, στιγμὴν δὲ γραμμήν, καὶ αἱ τῶν μονάδων κινήσεις γραμμαὶ ἔσονται· ἡ γὰρ στιγμὴ μονάς ἐστι θέσιν ἔχουσα, ὁ δ' ἀριθμὸς τῆς ψυχῆς ἤδη πού ἐστι καὶ θέσιν ἔχει.

ταύτην αδύνατα πράγματα, πρώτον μεν τα προερχόμενα εκ της κινήσεως, ειδικώς δε εκ τούτου, ότι την ψυχήν λέγουσιν ότι είναι αριθμός. Διότι πώς πρέπει να νοώμεν μονάδα κινουμένην; και υπό τίνος και πώς κινείται, ενώ δεν έχει ούτε μέρη ούτε διαφοράς; Διότι, εάν κινή και κινήται, πρέπει να έχη διαφοράς. Προσέτι δε, επειδή λέγουσιν ότι η γραμμή κινουμένη παράγει επιφάνειαν, το δε σημείον κινούμενον παράγει γραμμήν, άρα και αι κινήσεις των μονάδων θα είναι γραμμαί (12), διότι το σημείον είναι μονάς κατέχουσα θέσιν. Ο αριθμός λοιπόν της ψυχής είναι που και κατέχει θέσιν.

 

ἔτι δ' ἀριθμοῦ μὲν ἐὰν ἀφέλῃ τις ἀριθμὸν ἢ μονάδα, λείπεται ἄλλος ἀριθμός· τὰ δὲ φυτὰ καὶ τῶν ζῴων πολλὰ διαιρούμενα ζῇ καὶ δοκεῖ τὴν αὐτὴν ψυχὴν ἔχειν τῷ εἴδει.

16. Προσέτι εάν από αριθμόν αφαίρεση τις αριθμόν ή μονάδα, μένει υπόλοιπον άλλος (διάφορος) αριθμός. Αλλά τα φυτά και πολλά των ζώων (13) όταν διαιρεθώσι, ζώσιν ακόμη και φαίνονται ότι έχουσι την αυτήν ψυχήν κατά το είδος.

  δόξειε δ' ἂν οὐθὲν διαφέρειν μονάδας λέγειν ἢ σωμάτια μικρά· καὶ γὰρ ἐκ τῶν Δημοκρίτου σφαιρίων ἐὰν γένωνται στιγμαί, μόνον δὲ μένῃ τὸ ποσόν, ἔσται [τι] ἐν αὐτῷ τὸ μὲν κινοῦν τὸ δὲ κινούμενον, ὥσπερ ἐν τῷ συνεχεῖ· οὐ γὰρ διὰ τὸ μεγέθει διαφέρειν ἢ μικρότητι συμβαίνει τὸ λεχθέν, ἀλλ' ὅτι ποσόν· διὸ ἀναγκαῖον εἶναί τι τὸ κινῆσον τὰς μονάδας. εἰ δ' ἐν τῷ ζῴῳ τὸ κινοῦν ἡ ψυχή, καὶ ἐν τῷ ἀριθμῷ, ὥστε οὐ τὸ κινοῦν καὶ κινούμενον ἡ ψυχή, ἀλλὰ τὸ κινοῦν μόνον.

17. Θα ενόμιζέ τις ότι ουδόλως διαφέρει το να λέγη μονάδας ή μικρά σωμάτια (14). Διότι και αι μικραί σφαίραι του Δημοκρίτου, εάν θεωρηθώσιν ως σημεία, μόνον δε μένη το ποσόν, θα υπάρχη εν τω ποσώ τούτω (15) εν μέρος κινούν και εν μέρος κινούμενον, καθώς εις παν συνεχές ποσόν. Διότι το ρηθέν συμπέρασμα δεν στηρίζεται εις την κατά το μέγεθος ή την σμικρότητα διαφοράν, αλλά μόνον εις το ποσόν· δια τούτο κατ' ανάγκην θα υπάρχη τι όπερ θέτει εις κίνησιν τας μονάδας. Και εάν εν τω ζώω η ψυχή είναι το κινούν, αύτη θα είναι το κινούν και εν τω αριθμώ. Ώστε η ψυχή δεν είναι το κινούν και το κινούμενον, αλλά μόνον το κινούν.

  ἐνδέχεται δὲ δὴ πῶς μονάδα ταύτην εἶναι; δεῖ γὰρ ὑπάρχειν τινὰ αὐτῇ διαφορὰν πρὸς τὰς ἄλλας, στιγμῆς δὲ μοναδικῆς τίς ἂν εἴη διαφορὰ πλὴν θέσις; εἰ μὲν οὖν εἰσὶν ἕτεραι αἱ ἐν τῷ σώματι μονάδες καὶ αἱ στιγμαί, ἐν τῷ αὐτῷ ἔσονται αἱ μονάδες· καθέξει γὰρ <ἑκάστη> χώραν στιγμῆς. καίτοι τί κωλύει ἐν τῷ αὐτῷ εἶναι, εἰ δύο, καὶ ἄπειρα; ὧν γὰρ ὁ τόπος ἀδιαίρετος, καὶ αὐτά.

18. Και όμως πώς είναι δυνατόν να είνε αύτη μονάς; διότι πρέπει να έχη διαφοράν τινα προς τας άλλας μονάδας. Αλλά ποίαν διαφοράν δύναται να έχη σημείον λαμβανόμενον ως μονάς πλην της θέσεως; (16) Εάν λοιπόν αι υλικαί μονάδες και τα σημεία τα οποία υπάρχουσιν εν τω σώματι είναι διάφορα, αι μονάδες θα είναι εν τω αυτώ τόπω όπου και τα σημεία. Διότι η μονάς θα καταλάβη τον τόπον του σημείου. Και τότε τί εμποδίζει να υπάρχη απειρία μονάδων εν τω αυτώ τόπω, εάν θα υπάρχωσι δύο; όπερ είναι άτοπον, διότι τα πράγματα των οποίων ο τόπος είναι αδιαίρετος είναι και αυτά αδιαίρετα.

  εἰ δ' αἱ ἐν τῷ σώματι στιγμαὶ ὁ ἀριθμὸς ὁ τῆς ψυχῆς, ἢ εἰ ὁ τῶν ἐν τῷ σώματι στιγμῶν ἀριθμὸς ἡ ψυχή, διὰ τί οὐ πάντα ψυχὴν ἔχουσι τὰ σώματα; στιγμαὶ γὰρ ἐν ἅπασι δοκοῦσιν εἶναι καὶ ἄπειροι.

19. Εάν δε τα σημεία τα υπάρχοντα εν τω σώματι είναι ο αριθμός της ψυχής, ή αν ο αριθμός των εν τω σώματι σημείων είναι η ψυχή, διατί δεν έχουσι ψυχήν όλα τα σώματα (17); Διότι εις άπαντα τα σώματα φαίνεται ότι υπάρχουσι σημεία, και ταύτα άπειρα.

  ἔτι δὲ πῶς οἷόν τε χωρίζεσθαι τὰς στιγμὰς καὶ ἀπολύεσθαι τῶν σωμάτων, εἴ γε μὴ διαιροῦνται αἱ γραμμαὶ εἰς στιγμάς;

20. Προσέτι δε πώς είναι δυνατόν να χωρίζωνται αι ψυχαί και να απολύωνται από των σωμάτων (18), αφού αι γραμμαί δεν διαιρούνται εις σημεία; (19)

 

Σημειώσεις

1) Λ.χ. θερμών και ψυχρών, υγρών και ξηρών, σκληρών και μαλακών κ.λ.

2) λ.χ. ξύλα, λίθοι και άλλα χρησιμεύοντα εις την κατασκευήν οικίας.

3) λ.χ. την μουσικήν αρμονίαν έχομεν μόνον, όταν δεν ευρίσκηται μεταξύ των φθόγγων αναλογία δυναμένη να καταστήση ωραιοτέραν την συμφωνίαν αυτών.

4) Ο Εμπεδοκλής είπεν ότι πάντα τα σώματα αποτελούνται εκ των αυτών στοιχείων, και μόνον εκ της διαφόρου αναλογίας των στοιχείων προέρχεται η διαφορά των σωμάτων.

5) Η ψυχή κινεί το σώμα. Τούτου κινουμένου συμβαίνει να κινήται και η ψυχή κατά τόπον.

6) Ότι δηλ. η ψυχή κινείται καθ' όν τρόπον επίστευον οι αρχαιότεροι.

7) Το αισθητόν κινεί το σώμα, τα αισθητήρια, και εκ τούτου γεννάται η αίσθησις. Εν τη αναμνήσει αντιθέτως η ψυχή πρώτη ανακαλεί τας εικόνας ας φυλάττει, και ούτω πολλάκις κινεί το σώμα.

8) Ταύτα δεν είναι πάθη του ποιητικού νου αλλά του εμψύχου σώματος.

9) Δηλαδή της ενώσεως της ψυχής και του σώματος.

10) Θα αποδείξη περαιτέρω ότι ο νους είναι θείος και αθάνατος και όλως απαθής.

11) Ούτως ο Ξενοκράτης εθεώρησε τα στοιχεία της ψυχής ως μεμιγμένα κατά λόγον, ώστε να παράγωσιν αρμονίαν. Αλλ' η αρμονία προέρχεται εξ αριθμητικού λόγου. Άρα η φύσις της ψυχής είναι αριθμός, εις ον ο Ξενοκράτης προσέθηκε και την έννοιαν της αυτοκινησίας.

12) Η ψυχή είναι μονάς, αριθμός. Η μονάς και το σημείον συμπίπτουσι πολλαχώς. Και επειδή η κίνησις σημείου γεννά γραμμάς, λοιπόν και αι κινήσεις της μονάδος, ως ψυχής, θα γεννώσι γραμμάς. Αύται δε αι γραμμαί θα είναι αυταί αι κινήσεις της ψυχής, οργή, λύπη κ.λ.

13) Τα πολύποδα εν γένει και τα ζωόφυτα.

14) Άτομα άτινα μη έχοντα μέγεθος είναι ως μονάδες και σημεία άπειρα τον αριθμόν.

15) Όπερ μένει εις τα άτομα.

16) Εν σημείον δεν δύναται να διαφέρη άλλου σημείου ειμή δια της θέσεώς του. Άτοπον δε είναι να λέγηται ότι αριθμητική μονάς διαφέρει ούτω άλλης αριθμητικής μονάδος, διότι ο αριθμός δεν έχει θέσιν. Αλλ' ο αριθμός όστις αποτελεί την ψυχήν κατά τον Ξενοκράτην δεν είναι πλέον ειμή εν σημείον κατά την αναίρεσιν του Αριστοτέλους.

17) Ενταύθα αναιρεί την γνώμην ότι τα σημεία του σώματος είναι τα αυτά με τα της ψυχής. Ανωτέρω εξήτασε την γνώμην, ότι τα υλικά σημεία του σώματος είναι διάφορα από τα σημεία τα αποτελούντα την ψυχήν.

18) Εν τη σχολή του Ξενοκράτους επιστεύετο ότι η ψυχή δύναται να χωρίζηται από του σώματος. Αλλά αφού κατ' αυτούς η ψυχή είναι αριθμός αναγόμενος εις σημεία, πως δύναται να χωρίζηται του σώματος, αφού το σημείον είναι αχώριστον της γραμμής;

19) Τα σημεία δεν είναι μέρη των γραμμών, αλλά μόνον ωρισμέναι θέσεις ή όρια. Η γραμμή άμα διαιρεθή εις σημεία δεν υπάρχει πλέον.

 

 

[Αρχή σελίδας]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2002