BIBLION ΠΡΩΤΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Αναίρεσις των λεγόντων ότι η κίνησις είναι η ουσία της ψυχής. — Διαίρεσις της κινήσεως εις αυτοκινησίαν και ετεροκινησίαν. — Αναίρεσις δόξης Δημοκρίτου και των θεωριών του Τιμαίου. — Πάσαι αι θεωρίαι περί ψυχής έχουσι το ελάττωμα ότι δεν εξετάζουσιν και το σώμα.
405a31 |
Ἐπισκεπτέον δὲ πρῶτον μὲν περὶ κινήσεως· ἴσως γὰρ οὐ μόνον ψεῦδός ἐστι τὸ τὴν οὐσίαν αὐτῆς τοιαύτην εἶναι οἵαν |
1. Πρέπει νυν να εξετάσωμεν πρώτον τα περί της κινήσεως λεχθέντα. Διότι ίσως όχι μόνον είναι ψεύδος |
406a |
φασὶν οἱ λέγοντες ψυχὴν εἶναι τὸ κινοῦν ἑαυτὸ ἢ δυνάμενον κινεῖν, ἀλλ' ἕν τι τῶν ἀδυνάτων τὸ ὑπάρχειν αὐτῇ κίνησιν. |
το ότι η ουσία της ψυχής είναι τοιαύτη, όπως ισχυρίζονται (1) οι λέγοντες, ότι η ψυχή είναι το κινούν εαυτό ή το δυνάμενον να κινή εαυτό, αλλ' είναι των αδυνάτων να έχη κίνησιν (2). |
ὅτι μὲν οὖν οὐκ ἀναγκαῖον τὸ κινοῦν καὶ αὐτὸ κινεῖσθαι, πρότερον εἴρηται. διχῶς δὲ κινουμένου παντός-ἢ γὰρ καθ' ἕτερον ἢ καθ' αὑτό· καθ' ἕτερον δὲ λέγομεν ὅσα κινεῖται τῷ ἐν κινουμένῳ εἶναι, οἷον πλωτῆρες· οὐ γὰρ ὁμοίως κινοῦνται τῷ πλοίῳ· τὸ μὲν γὰρ καθ' αὑτὸ κινεῖται, οἱ δὲ τῷ ἐν κινουμένῳ εἶναι (δῆλον δ' ἐπὶ τῶν μορίων· οἰκεία μὲν γάρ ἐστι κίνησις ποδῶν βάδισις, αὕτη δὲ καὶ ἀνθρώπων· οὐχ ὑπάρχει δὲ τοῖς πλωτῆρσι τόδε) -διχῶς δὴ λεγομένου τοῦ κινεῖσθαι νῦν ἐπισκοποῦμεν περὶ τῆς ψυχῆς εἰ καθ' αὑτὴν κινεῖται καὶ μετέχει κινήσεως. |
2. Ότι λοιπόν δεν είναι αναγκαίον το κινούν να κινήται και αυτό, απεδείχθη πρότερον (3). Επειδή δε κατά δύο τρόπους δύναται παν πράγμα να κινήται, δηλαδή ή υπ' άλλου (καθ' έτερον), ή υφ' εαυτού (καθ' εαυτό), καθ' έτερον λέγοντες εννοούμεν ότι πράγμα τι κινείται, διότι ευρίσκεται εντός άλλου κινουμένου, ως π. χ. οι επιβάται του πλοίου, οίτινες βεβαίως δεν κινούνται ομοίως, όπως κινείται το πλοίον διότι τούτο μεν κινείται καθ' εαυτό, οι δε πλέοντες κινούνται μόνον διότι είναι εντός του κινουμένου. Τούτο δ' είναι φανερόν και εις τα μέλη του σώματος· η βάδισις δηλ. είναι οικεία κίνησις των ποδών, αύτη δε είναι συνάμα και κίνησις του ανθρώπου, αλλ' όμως τώρα δεν είναι οικεία κίνησις των επιβατών. Επειδή λοιπόν κατά δύο τρόπους λέγεται η κίνησις, τώρα ας εξετάσωμεν αν η ψυχή κινείται καθ' εαυτήν ή μόνον μετέχει της κινήσεως. |
|
406a12 |
τεσσάρων δὲ κινήσεων οὐσῶν, φορᾶς ἀλλοιώσεως φθίσεως αὐξήσεως, ἢ μίαν τούτων κινοῖτ' ἂν ἢ πλείους ἢ πάσας. εἰ δὲ κινεῖται μὴ κατὰ συμβεβηκός, φύσει ἂν ὑπάρχοι κίνησις αὐτῇ· εἰ δὲ τοῦτο, καὶ τόπος· πᾶσαι γὰρ αἱ λεχθεῖσαι κινήσεις ἐν τόπῳ. εἰ δ' ἐστὶν ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς τὸ κινεῖν ἑαυτήν, οὐ κατὰ συμβεβηκὸς αὐτῇ τὸ κινεῖσθαι ὑπάρξει, ὥσπερ τῷ λευκῷ ἢ τῷ τριπήχει· κινεῖται γὰρ καὶ ταῦτα, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκός· ᾧ γὰρ ὑπάρχουσιν, ἐκεῖνο κινεῖται, τὸ σῶμα. διὸ καὶ οὐκ ἔστι τόπος αὐτῶν· τῆς δὲ ψυχῆς ἔσται, εἴπερ φύσει κινήσεως μετέχει. |
3. Επειδή δε τέσσαρες είναι αι κινήσεις, τοπική κίνησις, μεταβολή, ελάττωσις και αύξησις (4), η ψυχή δυνατόν να κινήται ή κατά μίαν τούτων των κινήσεων ή κατά περισσοτέρας ή κατά πάσας. Και αν κινήται ουχί κατά συμβεβηκός (καθ' έτερον), η κίνησις θα υπάρχη εκ φύσεως εις αυτήν· και αν η κίνησις είναι φυσική εις αυτήν, έχει και οικείον τόπον, διότι πάσαι αι ειρημέναι κινήσεις γίνονται εν τόπω. Εάν δε η ουσία της ψυχής είναι το να κινή εαυτήν, η κίνησις θα υπάρχη εις αυτήν ουχί κατά συμβεβηκός, καθώς υπάρχει λ. χ. εις την λευκότητα ή εις μήκος τριών πήχεων· διότι και ταύτα κινούνται, αλλά κατά συμβεβηκός, ήτοι το σώμα, εν τω οποίω υπάρχουσιν, αυτό κινείται. Δια τούτο και δεν υπάρχει τόπος τούτων (των συμβεβηκότων), της ψυχής όμως θα υπάρχη τόπος, εάν εκ φύσεως κινήται (5). |
ἔτι δ' εἰ φύσει κινεῖται, κἂν βίᾳ κινηθείη· κἂν εἰ βίᾳ, καὶ φύσει. τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον ἔχει καὶ περὶ ἠρεμίας· εἰς ὃ γὰρ κινεῖται φύσει, καὶ ἠρεμεῖ ἐν τούτῳ φύσει· ὁμοίως δὲ καὶ εἰς ὃ κινεῖται βίᾳ, καὶ ἠρεμεῖ ἐν τούτῳ βίᾳ. ποῖαι δὲ βίαιοι τῆς ψυχῆς κινήσεις ἔσονται καὶ ἠρεμίαι, οὐδὲ πλάττειν βουλομένοις ῥᾴδιον ἀποδοῦναι. |
4. Προσέτι δε εάν φύσει κινήται, δύναται και δια της βίας να κινήται· και αν δια της βίας τότε και εκ φύσεως (6). Ταυτά λέγομεν και περί ηρεμίας. Διότι εις ταύτην την κατάστασιν, εις την οποίαν κινείται τι εκ φύσεως, εις ταύτην φθάνον ομοίως ηρεμεί εκ φύσεως· ομοίως δε και εις ην θέσιν κινείται δια βίας, εκεί και ηρεμεί δια της βίας. Ποίαι δε είναι αι βεβιασμέναι της ψυχής κινήσεις και ηρεμίαι, δεν είναι εύκολον να είπωμεν ουδέ κατ' εικασίαν, εάν θέλωμεν (7). |
|
ἔτι δ' εἰ μὲν ἄνω κινήσεται, πῦρ ἔσται, εἰ δὲ κάτω, γῆ· τούτων γὰρ τῶν σωμάτων αἱ κινήσεις αὗται· |
5. Προσέτι δε, εάν η ψυχή κινήται άνω, είναι πυρ, εάν δε κάτω, είναι γη, διότι των σωμάτων τούτων αύται είναι αι κινήσεις. |
|
ὁ δ' αὐτὸς λόγος καὶ περὶ τῶν μεταξύ. ἔτι δ' ἐπεὶ φαίνεται κινοῦσα τὸ σῶμα, ταύτας εὔλογον κινεῖν τὰς κινήσεις ἃς καὶ αὐτὴ κινεῖται. εἰ δὲ τοῦτο, καὶ ἀντιστρέψασιν εἰπεῖν ἀληθὲς ὅτι ἣν τὸ σῶ- |
6. Ο αυτός δε συλλογισμός ισχύει και περί των διαμέσων κινήσεων (εμπρός, οπίσω κ.λ.). Προσέτι, επειδή η ψυχή φαίνεται ότι κινεί το σώμα, εύλογον είναι να δίδη αυτώ τας κινήσεις, τας οποίας και αυτή κάμνει· και αν τούτο είναι αληθές, θα είναι αληθές, και αν είπωμεν |
|
406b |
μα κινεῖται, ταύτην καὶ αὐτή. τὸ δὲ σῶμα κινεῖται φορᾷ· ὥστε καὶ ἡ ψυχὴ μεταβάλλοι ἂν κατὰ τὸ σῶμα ἢ ὅλη ἢ κατὰ μόρια μεθισταμένη. εἰ δὲ τοῦτ' ἐνδέχεται, καὶ ἐξελθοῦσαν εἰσιέναι πάλιν ἐνδέχοιτ' ἄν· τούτῳ δ' ἕποιτ' ἂν τὸ ἀνίστασθαι τὰ τεθνεῶτα τῶν ζῴων. |
αντιστρόφως, ότι τας κινήσεις τας οποίας ποιεί το σώμα, ταύτας κινείται και αυτή. Αλλά το σώμα κινείται κατά τόπον, άρα και η ψυχή μεταβάλλει τόπον ως το σώμα, μετατιθέμενη ή όλη ή κατά μέρη. Και αν τούτο είναι δυνατόν, τότε δύναται και εξελθούσα να εισέλθη πάλιν εις το σώμα. Εκ τούτου δε έπεται το αδύνατον ότι τα αποθανόντα ζώα δύνανται να ανίστανται. |
τὴν δὲ κατὰ συμβεβηκὸς κίνησιν κἂν ὑφ' ἑτέρου κινοῖτο· ὠσθείη γὰρ ἂν βίᾳ τὸ ζῷον. οὐ δεῖ δὲ ᾧ τὸ ὑφ' ἑαυτοῦ κινεῖσθαι ἐν τῇ οὐσίᾳ, τοῦθ' ὑπ' ἄλλου κινεῖσθαι, πλὴν εἰ μὴ κατὰ συμβεβηκός, ὥσπερ οὐδὲ τὸ καθ' αὑτὸ ἀγαθὸν ἢ δι' αὑτό, τὸ μὲν δι' ἄλλο εἶναι, τὸ δ' ἑτέρου ἕνεκεν. τὴν δὲ ψυχὴν μάλιστα φαίη τις ἂν ὑπὸ τῶν αἰσθητῶν κινεῖσθαι, εἴπερ κινεῖται. |
7. Την δε κατά συμβεβηκός κίνησιν (8) η ψυχή θα ηδύνατο και να δεχθή υπ' άλλου· διότι το ζώον δύναται να σπρωχθή διά της βίας. Αλλά δεν είναι ανάγκη εκείνο, όπερ έχει την αυτοκινησίαν εν τη ουσία του, να κινήται υπ' άλλου, ει μη μόνον κατά συμβεβηκός, όπως ουδέ το καθ' αυτό και δι' εαυτό αγαθόν είναι αγαθόν δι' άλλο και χάριν άλλου. Η δε ψυχή δύναταί τις να είπη ότι, αν κινήται υπό τινος, προ πάντων υπό των αισθητών κινείται. |
|
ἀλλὰ μὴν καὶ εἰ κινεῖ |
8. Αλλ' όμως, και αν η ψυχή κινή αυτή εαυτήν, |
|
406b12 |
γε αὐτὴ αὑτήν, καὶ αὐτὴ κινοῖτ' ἄν, ὥστ' εἰ πᾶσα κίνησις ἔκστασίς ἐστι τοῦ κινουμένου ᾗ κινεῖται, καὶ ἡ ψυχὴ ἐξίσταιτ' ἂν ἐκ τῆς οὐσίας, εἰ μὴ κατὰ συμβεβηκὸς ἑαυτὴν κινεῖ, ἀλλ' ἐστὶν ἡ κίνησις τῆς οὐσίας αὐτῆς καθ' αὑτήν. |
και αυτή πρέπει να κινήται· και αν πάσα κίνησις είναι ως μία μετάστασις του κινουμένου, καθ' όσον κινείται, και η ψυχή πρέπει να μεθίσταται εκ της ουσίας της, εκτός εάν κατά συμβεβηκός κινή εαυτήν, αλλά η αυτοκινησία ανήκει εις αυτήν την ουσίαν της ψυχής. |
ἔνιοι δὲ καὶ κινεῖν φασι τὴν ψυχὴν τὸ σῶμα ἐν ᾧ ἐστιν, ὡς αὐτὴ κινεῖται, οἷον Δημόκριτος, παραπλησίως λέγων Φιλίππῳ τῷ κωμῳδοδιδασκάλῳ· φησὶ γὰρ τὸν Δαίδαλον κινουμένην ποιῆσαι τὴν ξυλίνην Ἀφροδίτην, ἐγχέαντ' ἄργυρον χυτόν· ὁμοίως δὲ καὶ Δημόκριτος λέγει· κινουμένας γάρ φησι τὰς ἀδιαιρέτους σφαίρας, διὰ τὸ πεφυκέναι μηδέποτε μένειν, συνεφέλκειν καὶ κινεῖν τὸ σῶμα πᾶν. ἡμεῖς δ' ἐρωτήσομεν εἰ καὶ ἠρέμησιν ποιεῖ τοῦτο αὐτό· πῶς δὲ ποιήσει, χαλεπὸν ἢ καὶ ἀδύνατον εἰπεῖν. ὅλως δ' οὐχ οὕτω φαίνεται κινεῖν ἡ ψυχὴ τὸ ζῷον, ἀλλὰ διὰ προαιρέσεώς τινος καὶ νοήσεως. |
9. Τινές δε λέγουσι και ότι η ψυχή κινεί ούτω το σήμα, εν τω οποίω είναι, όπως και αυτή κινείται (9). Ούτως ο Δημόκριτος λέγει όμοια σχεδόν με τον Φίλιππον τον κωμωδοδιδάσκαλον, όστις έλεγεν ότι ο Δαίδαλος κατεσκεύασε ξυλίνην Αφροδίτην κινουμένην, εγχύσας χυτόν άργυρον (υδράργυρον). Και ο Δημόκριτος λέγει ομοίως ότι αι αδιαίρετοι σφαίραι (τα άτομα) κινούμεναι, διότι εκ φύσεως ουδέποτε μένουσιν ακίνητοι, συνεφέλκουσι και κινούσι πάντα τα σώματα. Αλλ' ημείς θα ερωτήσωμεν αυτόν, αν και ηρεμίαν παράγουσιν αύται. Αλλά πώς θα την παραγάγωσιν; είναι δύσκολον ή μάλλον αδύνατον να είπη (10). Ουδόλως λοιπόν φαίνεται ότι η ψυχή κινεί τοιουτοτρόπως (σωματικώς) το ζώον, αλλά διά θελήσεώς τινος και νοήσεως κινεί αυτό. |
|
τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ ὁ Τίμαιος φυσιολογεῖ τὴν ψυχὴν κινεῖν τὸ σῶμα· τῷ γὰρ κινεῖσθαι αὐτὴν καὶ τὸ σῶμα κινεῖν διὰ τὸ συμπεπλέχθαι πρὸς αὐτό. συνεστηκυῖαν γὰρ ἐκ τῶν στοιχείων καὶ μεμερισμένην κατὰ τοὺς ἁρμονικοὺς ἀριθμούς, ὅπως αἴσθησίν τε σύμφυτον ἁρμονίας ἔχῃ καὶ τὸ πᾶν φέρηται συμφώνους φοράς, τὴν εὐθυωρίαν εἰς κύκλον κατέκαμψεν· καὶ διελὼν ἐκ τοῦ ἑνὸς δύο κύκλους δισσαχῇ συνημμένους |
10. Κατά τον αυτόν δε τρόπον όπως ο Δημόκριτος και ο Τίμαιος φυσικώς εξηγεί, πως η ψυχή κινεί το σώμα· λέγει δηλ. ότι κινουμένη αυτή κινεί και το σώμα, μεθ' ου είναι συνδεδεμένη. Διότι λέγων ότι είναι συντεθειμένη εκ των στοιχείων και διηρημένη κατά τους αρμονικούς αριθμούς, ίνα έχη έμφυτον το αίσθημα της αρμονίας και ίνα όλη εκτελή κινήσεις αρμονικάς, την ευθείαν γραμμήν ο Τίμαιος έκαμψεν εις κύκλον, και διαιρέσας τον ένα κύκλον εις δύο κύκλους κατά δύο σημεία ηνωμένους, πάλιν τον ένα διήρεσεν εις επτά |
|
407a |
πάλιν τὸν ἕνα διεῖλεν εἰς ἑπτὰ κύκλους, ὡς οὔσας τὰς τοῦ οὐρανοῦ φορὰς τὰς τῆς ψυχῆς κινήσεις. |
κύκλους, διότι ενόμιζεν ότι αι κινήσεις (αι τροχιαί) του ουρανού είναι αυταί της ψυχής αι κινήσεις. |
407a2 |
πρῶτον μὲν οὖν οὐ καλῶς τὸ λέγειν τὴν ψυχὴν μέγεθος εἶναι· τὴν γὰρ τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς (οὐ γὰρ δὴ οἷόν γ' ἡ αἰσθητική, οὐδ' οἷον ἡ ἐπιθυμητική· τούτων γὰρ ἡ κίνησις οὐ κυκλοφορία)· |
11. Αλλά πρώτον δεν λέγει ορθώς, ότι η ψυχή είναι μέγεθος (11). Διότι δοξάζει ότι η ψυχή του κόσμου είναι σχεδόν τοιαύτη, οποίος είναι ο καλούμενος νους (12), ουχί δε βεβαίως οποία είναι η αισθητική ψυχή ουδέ οποία είναι η επιθυμητική ψυχή, διότι η κίνησις τούτων δεν είναι κυκλική φορά. |
ὁ δὲ νοῦς εἷς καὶ συνεχὴς ὥσπερ καὶ ἡ νόησις· ἡ δὲ νόησις τὰ νοήματα· ταῦτα δὲ τῷ ἐφεξῆς ἕν, ὡς ὁ ἀριθμός, ἀλλ' οὐχ ὡς τὸ μέγεθος· διόπερ οὐδ' ὁ νοῦς οὕτω συνεχής, ἀλλ' ἤτοι ἀμερὴς ἢ οὐχ ὡς μέγεθός τι συνεχής. πῶς γὰρ δὴ καὶ νοήσει, μέγεθος ὤν, πότερον ὁτῳοῦν τῶν μορίων τῶν αὑτοῦ, μορίων δ' ἤτοι κατὰ μέγεθος ἢ κατὰ στιγμήν, εἰ δεῖ καὶ τοῦτο μόριον εἰπεῖν; |
12. Ο νους όμως είναι είς και συνεχής, όπως και η νόησις· η δε νόησις είναι τα νοήματα· ταύτα δε συνεχόμενα αποτελούσιν ενότητα, όπως ο αριθμός (13) αλλ' ουχί όπως το μέγεθος (14). Δια τούτο ουδέ ο νους είναι συνεχής κατά τοιούτον τρόπον αλλ' είναι ή αμερής ή ουχί συνεχής ως μέγεθός τι. Διότι, αν είναι μέγεθος, πώς νοεί; Νοεί όλος ή διά τινος των μερών του; Και το μέρος τούτο έχει μέγεθος ή είναι έν σημείον, αν δύναταί τις και το σημείον να ονομάση μέρος; |
|
εἰ μὲν οὖν κατὰ στιγμήν, αὗται δ' ἄπειροι, δῆλον ὡς οὐδέποτε διέξεισιν· εἰ δὲ κατὰ μέγεθος, πολλάκις ἢ ἀπειράκις νοήσει τὸ αὐτό. φαίνεται δὲ καὶ ἅπαξ ἐνδεχόμενον. εἰ δ' ἱκανὸν θιγεῖν ὁτῳοῦν τῶν μορίων, τί δεῖ κύκλῳ κινεῖσθαι, ἢ καὶ ὅλως μέγεθος ἔχειν; εἰ δ' ἀναγκαῖον νοῆσαι τῷ ὅλῳ κύκλῳ θιγόντα, τίς ἐστιν ἡ τοῖς μορίοις θίξις; ἔτι δὲ πῶς νοήσει τὸ μεριστὸν ἀμερεῖ ἢ τὸ ἀμερὲς μεριστῷ; ἀναγκαῖον δὲ τὸν νοῦν εἶναι τὸν κύκλον τοῦτον· νοῦ μὲν γὰρ κίνησις νόησις κύ- κλου δὲ περιφορά· |
13. Εάν δε είναι σημείον, επειδή τα σημεία είναι άπειρα, φανερόν είναι ότι ο νους ουδέποτε θα διατρέξη αυτά. Εάν δε είναι μέγεθος, τότε ο νους νοεί το αυτό πράγμα πολλάκις ή απειράκις (15). Αλλ' ίνα ο νους νοή δύναται και άπαξ να νοήση τι· εάν όμως αρκή η ψυχή να θίξη τα πράγματα δι' οιουδήποτε των μερών της, τίς η χρεία να κινήται κυκλικώς ή και να έχη μέγεθος; Εάν δε, ίνα νοή ο νους, αναγκαίον είναι να θίγη τα πράγματα κατά τέλειον κύκλον, προς τι η θίξις δια των μερών; Προσέτι πώς η ψυχή το έχον μέρη θα νοή διά του αμερούς, ή το αμερές πώς θα νοή δια του έχοντος μέρη; Κατ' ανάγκην όμως ο νους είναι ο κύκλος ούτος· διότι κίνησις του νου είναι η νόησις, όπως κίνησις του κύκλου είναι η περιφερική κίνησις. |
|
εἰ οὖν ἡ νόησις περιφορά, καὶ νοῦς ἂν εἴη ὁ κύκλος οὗ ἡ τοιαύτη περιφορὰ νόησις. ἀεὶ δὲ δὴ τί νοήσει (δεῖ γάρ, εἴπερ ἀΐδιος ἡ περιφορά); τῶν μὲν γὰρ πρακτικῶν νοήσεων ἔστι πέρατα (πᾶσαι γὰρ ἑτέρου χάριν), αἱ δὲ θεωρητικαὶ τοῖς λόγοις ὁμοίως ὁρίζονται· λόγος δὲ πᾶς ὁρισμὸς ἢ ἀπόδειξις· αἱ μὲν οὖν ἀποδείξεις καὶ ἀπ' ἀρχῆς καὶ ἔχουσαί πως τέλος, τὸν συλλογισμὸν ἢ τὸ συμπέρασμα (εἰ δὲ μὴ περατοῦνται, ἀλλ' οὐκ ἀνακάμπτουσί γε πάλιν ἐπ' ἀρχήν, προσλαμβάνουσαι δ' ἀεὶ μέσον καὶ ἄκρον εὐθυποροῦσιν· ἡ δὲ περιφορὰ πάλιν ἐπ' ἀρχὴν ἀνακάμπτει)· οἱ δ' ὁρισμοὶ πάντες πεπερασμένοι. |
14. Εάν λοιπόν η νόησις είναι περιφερική κίνησις (16), τότε και ο νους θα είναι αυτός ο κύκλος, του οποίου η νόησις θα είναι η περιφερική κίνησις. Και ο νους θα νοή τι αιωνίως και κατ' ανάγκην, αφού η περιφερική κίνησις είναι αιώνιος. Αλλ' είναι αδύνατον τούτο. Τω όντι τα μεν πρακτικά νοήματα έχουσι πέρατα, διότι πάντα έχουσι σκοπόν άλλον (εξωτερικόν)· τα δε θεωρητικά επίσης περιορίζονται υπό των λόγων. Πας δε λόγος είναι ή ορισμός ή απόδειξις. Και η μεν απόδειξις ορμάται από τινος αρχής και έχει τρόπον τινά ως τέλος τον συλλογισμόν ή το συμπέρασμα. Εάν δε αι αποδείξεις δεν συμπεραίνωσιν, όμως δεν επανέρχονται τουλάχιστον πάλιν εις την αρχήν των, αλλά προσλαμβάνουσαι πάντοτε ένα μέσον και ένα άκρον προχωρούσι κατ' ευθείαν γραμμήν, ενώ η περιφερική κίνησις πάλιν επανακάμπτει εις την αρχήν. Οι δε ορισμοί είναι πάντες πεπερασμένοι. |
|
ἔτι εἰ ἡ αὐτὴ περιφορὰ πολλάκις, δεήσει πολλάκις νοεῖν τὸ αὐτό. |
15. Προσέτι, αν η αυτή περιφερική κίνησις επαναληφθή πολλάκις, πρέπει και ο νους να νόηση πολλάκις το αυτό πράγμα. |
|
ἔτι δ' ἡ νόησις ἔοικεν ἠρεμήσει τινὶ καὶ ἐπιστάσει μᾶλλον ἢ κινήσει· τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ ὁ συλλογισμός. |
16. Προσέτι η νόησις ομοιάζει μάλλον με ηρεμίαν τινά και στάσιν παρά με κίνησιν, ομοίως δε και ο συλλογισμός. |
|
ἀλλὰ μὴν οὐδὲ μακάριόν γε τὸ μὴ ῥᾴ- |
17. Αλλ' ακόμη, ουδέ ευδαιμονίαν φέρει το μη |
|
407b |
διον ἀλλὰ βίαιον· εἰ δ' ἐστὶν ἡ κίνησις αὐτῆς ᾗ οὐσία, παρὰ φύσιν ἂν κινοῖτο. ἐπίπονον δὲ καὶ τὸ μεμῖχθαι τῷ σώματι μὴ δυνάμενον ἀπολυθῆναι, καὶ προσέτι φευκτόν, εἴπερ βέλτιον τῷ νῷ μὴ μετὰ σώματος εἶναι, καθάπερ εἴωθέ τε λέγεσθαι καὶ πολλοῖς συνδοκεῖ. |
ον εύκολον, αλλά βίαιον. Και αν η κίνησις δεν είναι η ουσία της ψυχής, αύτη θα κινήται παρά την φύσιν της.(17) Δυσάρεστον δε είναι και το να είναι συνδεδεμένη με το σώμα (18) και να μη δύναται να αποχωρισθή απ' αυτού, και προσέτι αποφευκτόν, εάν είναι προτιμότερον εις τον νουν να μη είναι ηνωμένος με το σώμα, καθώς συνήθως λέγεται και πολλοί παραδέχονται. |
ἄδηλος δὲ καὶ τοῦ κύκλῳ φέρεσθαι τὸν οὐρανὸν ἡ αἰτία· οὔτε γὰρ τῆς ψυχῆς ἡ οὐσία αἰτία τοῦ κύκλῳ φέρεσθαι, ἀλλὰ κατὰ συμβεβηκὸς οὕτω κινεῖται, οὔτε τὸ σῶμα αἴτιον, ἀλλ' ἡ ψυχὴ μᾶλλον ἐκείνῳ. ἀλλὰ μὴν οὐδ' ὅτι βέλτιον λέγεται· καίτοι γ' ἐχρῆν διὰ τοῦτο τὸν θεὸν κύκλῳ ποιεῖν φέρεσθαι τὴν ψυχήν, ὅτι βέλτιον αὐτῇ τὸ κινεῖσθαι τοῦ μένειν, κινεῖσθαι δ' οὕτως ἢ ἄλλως. |
18. Άγνωστος δε μένει και η αιτία της κυκλικής κινήσεως του ουρανού. Διότι ούτε η ουσία της ψυχής είναι αιτία της κυκλικής φοράς αυτής (19), αλλά κατά συμβεβηκός αύτη κινείται τοιουτοτρόπως. Ούτε το σώμα είναι αίτιον, αλλ' η ψυχή μάλλον είναι αίτιον της κινήσεως του σώματος. Αλλά προσέτι δεν λέγουσιν ουδέ ότι η κίνησις αύτη είναι καλυτέρα κατάστασις· και όμως έπρεπε να ρηθή ότι δια τούτο ο Θεός εποίησε την ψυχήν να κινήται κυκλικώς (20), διότι είναι καλύτερον εις αυτήν να κινήται παρά να μένη ακίνητος και να κινήται ούτως είναι καλύτερον παρά άλλως. |
|
ἐπεὶ δ' ἐστὶν ἡ τοιαύτη σκέψις ἑτέρων λόγων οἰκειοτέρα, ταύτην μὲν ἀφῶμεν τὸ νῦν. ἐκεῖνο δὲ ἄτοπον συμβαίνει καὶ τούτῳ τῷ λόγῳ καὶ τοῖς πλείστοις τῶν περὶ ψυχῆς· συνάπτουσι γὰρ καὶ τιθέασιν εἰς σῶμα τὴν ψυχήν, οὐθὲν προσδιορίσαντες διὰ τίν' αἰτίαν καὶ πῶς ἔχοντος τοῦ σώματος. καίτοι δόξειεν ἂν τοῦτ' ἀναγκαῖον εἶναι· διὰ γὰρ τὴν κοινωνίαν τὸ μὲν ποιεῖ τὸ δὲ πάσχει καὶ τὸ μὲν κινεῖται τὸ δὲ κινεῖ, τούτων δ' οὐθὲν ὑπάρχει πρὸς ἄλληλα τοῖς τυχοῦσιν. |
22. Αλλ' επειδή η σκέψις αύτη ανήκει μάλλον εις άλλας μελέτας, ας αφήσωμεν τώρα αυτήν. Συμβαίνει όμως και εις ταύτην και εις τας πλείστας των περί της ψυχής θεωριών το άτοπον τούτο· συνδέουσι δηλαδή την ψυχήν με το σώμα και την θέτουσιν εν αυτώ, χωρίς να προσδιορίσωσι δια ποίαν αιτίαν γίνεται τούτο και ποία είναι η σχέσις του σώματος με την ψυχήν. Και όμως φανερόν ότι τούτο είναι αναγκαίον διότι ένεκα της κοινωνίας αυτών το μεν ενεργεί, το δε πάσχει, και το μεν κινείται, το δε κινεί· ουδεμία δε των προσαλλήλων τούτων σχέσεων υπάρχει μεταξύ των τυχόντων πραγμάτων. |
|
οἱ δὲ μόνον ἐπιχειροῦσι λέγειν ποῖόν τι ἡ ψυχή, περὶ δὲ τοῦ δεξομένου σώματος οὐθὲν ἔτι προσδιορίζουσιν, ὥσπερ ἐνδεχόμενον κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψυχὴν εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα. δοκεῖ γὰρ ἕκαστον ἴδιον ἔχειν εἶδος καὶ μορφήν, παραπλήσιον δὲ λέγουσιν ὥσπερ εἴ τις φαίη τὴν τεκτονικὴν εἰς αὐλοὺς ἐνδύεσθαι· δεῖ γὰρ τὴν μὲν τέχνην χρῆσθαι τοῖς ὀργάνοις, τὴν δὲ ψυχὴν τῷ σώματι. |
23. Άλλοι δε επιχειρούσι μόνον να είπωσιν οποίον τι είνε η ψυχή, αλλά περί του σώματος, όπερ θα δεχθή αυτήν, ουδέν πλέον προσδιορίζουσιν, ως εάν ήτο δυνατόν, καθώς λέγουσιν οι Πυθαγορικοί μύθοι, (21) η τυχούσα ψυχή να εισέλθη εις το τυχόν σώμα, διότι είναι φανερόν, ότι έκαστον έχει ίδιον είδος και, μορφήν. Παρόμοια δε λέγουσι ταύτα, ως εάν τις ήθελε λέγει ότι η τεκτονική εισδύει εις τους αυλούς, ενώ αναγκαίον είναι η μεν τέχνη να μεταχειρίζηται τα οικεία αυτής όργανα, η δε ψυχή το σώμα της. |
Σημειώσεις
1) Ως ο Πλάτων.
2) Ο Αριστ. θεωρεί την ψυχήν ως κινούν ακίνητον, ως δίδουσαν την κίνησιν χωρίς αυτή να κινήται.
3) Εις τα Φυσικά του Αριστ.
4) Αλλαχού προσθέτει την γένεσιν και την φθοράν.
5) Πρώτον λοιπόν επιχείρημα κατά της Πλατ. διδασκαλίας, ότι η κίνησις είναι η ουσία της ψυχής, είναι ότι η ψυχή θα ήτο εν χώρω, υλική. 2) Η ψυχή τότε ηδύνατο να κινήται υπό εξωτερικής δυνάμεως.
6) Δηλ. η παρά φύσιν κίνησις προϋπόθετει κίνησιν κατά φύσιν.
7) Η ψυχή πρέπει να τηρήται εις ηρεμίαν υπό εξωτερικής δυνάμεως, αλλ' αι βίαιαι αύται καταστάσεις κινήσεως και ηρεμίας είναι ακατανόητοι. Έπονται τρία έτι επιχειρήματα §5—8.
8) Νυν αναιρεί την κατά συμβεβηκός κίνησιν, αφού επολέμησε την ιδιάζουσαν εις την ψυχήν κίνησιν.
9) Ούτω θα μετέδιδεν εις το σώμα την κίνησιν, ην έλαβεν έξωθεν.
10) Διότι τα κινούντα την ψυχήν άτομα είναι αεικίνητα· πώς λοιπόν δύναται να ηρεμήση τα σώμα;
11) Ο Πλάτων, ειπών ότι η ψυχή μερίζεται και υποδιαιρείται, είπεν ότι αύτη είναι μέγεθος. Βλέπε την Πλατωνικήν ψυχογονίαν εν Τιμ. 34 Α, 36 C.
12) Ο νους δεν δύναται να θεωρηθή ως μέγεθος, ούτε ομοιάζει με την αίσθησιν ή την επιθυμίαν, αίτινες κινούνται κατ' ευθείαν γραμμήν πρός τι ή έκ τινος αντικειμένου. Ο νους όμως αντικείμενον έχων εαυτόν, τα νοητά, επιστρέφει εις εαυτόν και κάμνει κυκλικήν κίνησιν.
13) Αι μονάδες αι αποτελούσαι ένα αριθμόν είναι συνεχείς, διότι αποτελούσι συνηνωμέναι εν όλον, όπερ είναι αυτός ο αριθμός.
14) Τα μέρη είναι συνεχή και συνέχονται προς άλληλα.
15) Διότι υπάρχει είς τι μέγεθος άπειρος αριθμός σημείων, εν οίς το μέγεθος τούτο δύναται να θίγηται και η νόησις θα πολλαπλασιάζηται τοσάκις όσα είναι τα σημεία, ενώ η ενέργεια της νοήσεως είναι ενιαία.
16) Επειδή κατά τον Τίμαιον η κίνησις του κύκλου του παντός είναι αΐδιος, ανάγκη και η ενέργεια του νου, όστις συνταυτίζεται με τον κύκλον τούτον, να είναι αΐδιος, ήτοι άπειρος και απεριόριστος. Αλλά πάσα ενέργεια του νου είναι περιωρισμένη, άρα ψευδής η θεωρία του Τιμαίου— Ο Πλάτων όμως ομιλεί περί της ψυχής του κόσμου.
17) Επομένως θα ήτο δυστυχής, διότι θα υφίστατο βίαν.
18) Η ψυχή του κόσμου είναι ηνωμένη με το σώμα του κόσμου.
19) Αλλ' ο Πλάτων θεωρεί την ψυχήν ως την αιτίαν της κινήσεως αναφορικώς προς το σώμα του κόσμου.
20) Ο Πλάτων όμως εξηγείται περί τούτου.
21) Περί μετεμψυχώσεως.