Ανάδειξις των Αθηνών εις μεγάλην δύναμην (479-432πΧ)
(89-118)
90. Αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι, προβλέποντες το μέλλον, απέστειλαν εσπευσμένως πρεσβείαν, εν μέρει μεν διότι και οι ίδιοι θα επροτιμούσαν ούτε οι Αθηναίοι, ούτε καμμία άλλη πόλις να έχη τείχη, προ πάντων, όμως, διότι οι σύμμαχοι τους παρώτρυναν προς τούτο, διότι εφοβούντο και το μέγεθος του στόλου των Αθηναίων, ο οποίος πριν ήτο μικρός, και την τόλμην, την οποίαν επέδειξαν κατά τον Περσικόν πόλεμον. Ηξίωσαν, ως εκ τούτου, οι πρέσβεις των να μη ανεγείρουν το τείχος, αλλά τουναντίον να συνεργασθούν μαζί των διά να κατεδαφίσουν τα τείχη και των άλλων εκτός της Πελοποννήσου πόλεων, όσαι είχαν ήδη τοιαύτα,χωρίς να φανερώσουν καθόλου προς τους Αθηναίους τους αληθείς σκοπούς των αλλ' υποστηρίζοντες ότι κατ' αυτόν τον τρόπον, εάν ο βάρβαρος ήθελε προβή εις νέαν επιδρομήν, δεν θα είχεν ωχυρωμένον μέρος, το οποίον να χρησιμοποιήση ως ορμητήριον, όπως κατά τον τελευταίον πόλεμον τας Θήβας. Η Πελοπόννησος, υπεστήριζαν, επήρκει δι' όλους και ως καταφύγιον και ως ορμητήριον. Οι Αθηναίοι, κατά πρότασιν του Θεμιστοκλέους, αφού ήκουσαν τους Λακεδαιμονίους, απήντησαν ότι θα στείλουν εις αυτούς πρέσβεις, όπως συζητήσουν το ζήτημα, και έτσι απηλλάγησαν από την παρουσίαν των. Ο Θεμιστοκλής μετά τούτο συνέστησε να τον αποστείλουν άνευ αναβολής εις την Λακεδαίμονα και να εκλέξουν εκτός απ' αυτόν και άλλους πρέσβεις, τους οποίους όμως να μη στείλουν αμέσως, αλλά να επιβραδύνουν την αποστολήν των, έως ότου ανεγείρουν το τείχος μέχρι του ύψους που είναι απολύτως αναγκαίον διά να μάχεται κανείς απ' αυτό εκ του ασφαλούς. Συγχρόνως συνέστησε να επιδοτούν όλοι ανεξαιρέτως οι ευρισκόμενοι εις την πόλιν, και άνδρες και γυναίκες και παιδία, χωρίς να φείδονται χάριν της κατασκευής του τείχους ούτε ιδιωτικά, ούτε δημόσια κτίρια, αλλά κατεδαφίζοντες όλα όσα ημπορούν να χρησιμεύσουν διά το έργον των. Ο Θεμιστοκλής, αφού έδωσε τας οδηγίας αυτάς και εδήλωσεν ότι δι' όλα τα άλλα αυτός ο ίδιος θα φροντίση, ανεχώρησεν. Όταν έφθασεν, εν τούτοις, εις την Λακεδαίμονα, δεν παρουσιάζετο προς τους άρχοντας, αλλ' εχρονοτρίβει υπό διαφόρους προφάσεις, και όταν κανείς από τους εν τέλει ήθελε τον ερωτήσει, διά ποίον λόγον δεν παρουσιάζεται εις την κυβέρνησιν, έλεγεν ότι περιμένει τους συμπρέσβεις, οι οποίοι καθυστέρησαν ένεκα μερικών ασχολιών, αλλ' ότι επερίμενεν ότι θα φθάσουν όσον ούπω, και ηπόρει μάλιστα πως δεν έφθασαν ακόμη. 91. Ένεκα της προς τον Θεμιστοκλή φιλίας, οι Λακεδαιμόνιοι άρχοντες ήσαν διατεθειμένοι να πιστεύουν τους λόγους του αυτούς. Επειδή όμως όλοι οι άλλοι ταξειδιώται που έφταναν εβεβαίωναν ωρισμένως όχι μόνον ότι το τείχος εκτίζετο, αλλ' ότι είχεν ήδη φτάσει και εις αρκετόν ύψος, δεν είχαν κανένα λόγον ν' αμφιβάλλουν περί τούτου. Και επειδή ο Θεμιστοκλής εννόησε τούτο, τους συνέστησε να μη παρασύρονται από πληροφορίας του ενός και του άλλου, αλλά να στείλουν μάλλον επιτροπήν από τίμιους συμπολίτας των, οι οποίοι ν' αναφέρουν πιστώς το αποτέλεσμα της αυτοπρόσωπου εξετάσεως των. Έστειλαν τωόντι τοιαυτήν επιτροπήν, αλλα και ο Θεμιστοκλής εστειλε κρυφίως αγγελιαφόρον εις Αθήνας και εσύστησε να τους κρατήσουν εκεί με τον πλέον εύσχημον τρόπον και να μη τους αφήσουν να φύγουν πριν αυτός με τους συμπρέσβεις του επιστρέψουν. Διότι, εν τω μεταξύ, είχαν έλθει προς συνάντησίν του και οι συμπρέσβεις του, ο Αβρώνιχος, υιός του Λυσικλέους και ο Αριστείδης, υιός του Λυσιμάχου, φέροντες την είδησιν, ότι το τείχος είχεν υψωθή αρκετά, και εφοβείτο μήπως οι Λακεδαιμόνιοι, μανθάνοντες την αλήθειαν, εμποδίσουν την αναχώρησίν των. Ως εκ τούτου, και οι Αθηναίοι εκράτησαν τους πρέσβεις, σύμφωνα με τας οδηγίας που είχαν λάβει, και ο Θεμιστοκλής παρουσιάσθη εις τους Λακεδαιμονίους και τους είπεν επί τέλους φανερά ότι η πόλις των Αθηνών είχε τειχισθή ήδη, εις τρόπον ώστε να είναι εις θέσιν να παρέχη ασφάλειαν εις τους κατοίκους της, και ότι εάν οι Λακεδαιμόνιοι ή οι σύμμαχοί των ήθελαν να πέμψουν πρέσβεις προς αυτούς διά κανέν ζήτημα, ώφειλαν του λοιπού να έρχωνται προς αυτούς ως προς άνδρας ικανούς να εννοούν όχι μόνον το ιδικόν των, αλλά και το κοινόν συμφέρον. Διότι και όταν εθεώρησαν ότι επεβάλλετο να εγκαταλείψουν την πόλιν και να επιβούν εις τα πλοία -είπαν οι πρέσβεις- απεφάσισαν το τόλμημα τούτο χωρίς να ζητήσουν την γνώμην των, και οσάκις, εξ άλλου, αι, δύο πόλεις συνήρχοντο εις κοινήν σύσκεψιν, κανείς άλλος δεν έδειξε περισσοτέραν απ' αυτούς ορθοφροσύνην. Συνεπώς έκριναν και τώρα ότι επεβάλλετο να έχη η πόλις των τείχος και ότι τούτο θ' αποβή ωφελιμώτατον και διά τους πολίτας της ιδιαιτέρως και διά τους συμμάχους γενικώς. Διότι, χωρίς ισοδύναμον στρατιωτικήν παρασκευήν, η γνώμη των εις τα συμβούλια της ομοσπονδίας δεν ημπορεί να έχη την ιδίαν ακριβώς βαρύτητα. Διά τούτο, είπεν, ή όλοι οι σύμμαχοι πρέπει να μένουν ατείχιστοι ή να κρίνουν και την ανέγερσιν του Αθηναϊκού τείχους ως δικαιολογημένην. 92. Οι Λακεδαιμόνιοι, ακούσαντες τους λόγους αυτούς, δεν εφανέρωσαν αγανάκτησιν εναντίον των Αθηναίων, αφού άλλωστε τους ποέσβεις των έστειλαν δήθεν, όχι διά να εμποδίσουν το έργον, αλλά διά να τους ειπούν συμβουλευτικώς την γνώμην των, συγχρόνως όμως διότι οι Αθηναίοι, ένεκα του ζήλου που είχαν επιδείξει κατά τους Περσικούς πολέμους, ήσαν κατά την εποχήν εκείνην παρά πολύ προσφιλείς πρός αυτούς. Εδυσανασχέτουν όμως διά την αποτυχίαν του σκοπού των χωρίς να το δείχνουν. Ως εκ τούτου οι πρέσβεις των δύο μερών επέστρεψαν εις τα ίδια, χωρίς αμοιβαίας αντεγκλήσεις. 93. Κατ' αυτόν τον τρόπον ετείχισαν οι Αθηναίοι την πόλιν εις ολίγον διάστημα χρόνου, και σήμερον ακόμη είναι φανερόν ότι η ανοικοδόμησις εγινε βιαστικά. Διότι εις την βάσιν έχουν τοποθετηθή παντός είδους λίθοι, χωρίς εις μερικά σημεία να έχουν υποστή την απαιτουμένην επεξεργασίαν διά να προσαρμόζωνται, αλλά εις την κατάστασιν που επροσκομίζοντο εκάστοτε διά τους εργάτας, και πολλαί επιτάφιοι στήλαι και πολλοί λίθοι, επεξειργασμένοι ήδη δι' άλλας χρήσεις, εχρησιμοποιήθησαν εις την οικοδομήν. Διότι ο περίβολος του τείχους έλαβε μεγαλυτέραν έκτασιν παρά πριν προς όλας τας διευθύνσεις της πόλεως, και διά τούτο επειγόμενοι έβαζαν χέρι εις κάθε τι αδιακρίτως. Ο Θεμιστοκλής, άλλωστε, έπεισεν αυτούς να συμπληρώσουν επειγόντως τα εργα του Πειραιώς, των οποίων έναρξις είχε γίνει κατά την διάρκειαν του έτους που ήτο Άρχων εις τας Αθήνας, καθόσον εθεώρει ότι όχι μόνον η θέσις του Πειραιώς, με τους τρεις φυσικούς του λιμένας, ήτο εξαιρετική, αλλά και ότι οι Αθηναίοι, αφού έγιναν ήδη ναυτικοί, ευρίσκοντο εις θέσιν πλεονεκτικήν, όπως αυξήσουν την δύναμίν των. Αυτός, τωόντι, πρώτος εξέφρασε την τολμηράν γνώμην, ότι πρέπει να επιδοτούν εις την θάλασσαν, και έτσι μαζί με την κατασκευήν των τειχών, έθετεν άνευ αναβολής και τα θεμέλια της ηγεμονίας των. Το πάχος του τείχους, που περιέβαλλε τον Πειραιά, το οποίον και σήμερον ακόμη φαίνεται, εκτίσθη σύμφωνα με την γνώμην του. Δύο, πράγματι, άμαξαι διεσταυρώνοντο επ' αυτού κατά την μεταφοράν των λίθων. Εντός δε του τείχους δεν υπήρχαν ούτε χάλικες, ούτε πηλός, αλλά το όλον πάχος απετελείτο από μεγάλους πελεκητούς τετραγώνους λίθους, συνηρμοσμένους και συνδεδεμένους προς αλλήλους εις την εξωτερικήν πλευράν του τείχους διά σιδήρου και μολύβδου. Αλλά το ύψος δεν επέρασε το ήμισυ περίπου του αρχικού του σχεδίου. Σκοπός του, τωόντι, ήτο όπως διά του ύψους και του πάχους του τείχους αποτρέπη τας επιθέσεις των εχθρών. Εξ άλλου, ενόμιζεν ότι ολίγοι ανδρες, και από τους ολιγώτερον χρησίμους διά μάχιμον υπηρεσίαν, θα ήσαν αρκετοί προς φύλαξίν του, ενώ οι λοιποί θα επέβαιναν επί του στόλου. Διότι ο Θεμιστοκλής την προσοχήν είχε προ πάντων εστραμμένην εις τον στόλον, καθόσον, ως φρονώ, είχε παρατηρήσει ότι η επιδρομή του Περσικού στρατού ήτο ευκολωτέρα διά θαλάσσης παρά διά ξηράς. Και διά τούτο εθώρει τον Πειραιά χρησιμώτερον παρά την άνω πόλιν, και επανειλημμένως συνεβούλευσε τους Αθηναίους, εάν τυχόν ποτέ υποστούν μεγάλην πίεσιν κατά ξηράν, να κατέλθουν εις αυτόν και αντιταχθούν με τον στόλον εναντίον όλων των αντιπάλων των. 94.
95.
96.
97.
98.
99. Αιτίαι των επαναστάσεων ήσαν και άλλαι, κυριωτάτη όμως η ανεπαρκής καταβολή των φόρων και των εις τα πλοία εισφορών, ή και ολοσχερής τυχόν ενίοτε άρνησις εκπληρώσεως της στρατιωτικής κατά θάλασσαν υπηρεσίας. Διότι οι Αθηναίοι εξεβίαζαν την καταβολήν των φόρων με αυστηρότητα, και εγίνοντο οχληροί, εφαρμόζοντες διά την εκτέλεσιν των λοιπών υποχρεώσεων πιεστικά μέτρα εναντίον ανθρώπων, οι οποίοι ούτε συνηθισμένοι ήσαν εις ταλαιπωρίας, ούτε προθύμως υπεβάλλοντο εις αυτάς. Άλλωστε και διά διαφόρους λόγους, η ηγεμονία των Αθηναίων έπαυσε πλέον να είναι αρεστή, όπως εις την αρχήν, και ούτε μετείχαν εις τας εκστρατείας υπό όρους ισότητος προς τους συμμάχους των, ενώ, εξ άλλου, τους ήτο εύκολον να εξαναγκάζουν εις υποταγήν όσους από αυτούς επανεστάτουν. Την ευθύνην, άλλωστε, δι' αυτό έφεραν οι ίδιοι οι σύμμαχοι. Διότι, ένεκα της αποστροφής των αυτής προς την στρατιωτικήν υπηρεσίαν, οι περισσότεροι από αυτούς, διά να μην απομακρύνωνται από τας εστίας των, ανέλαβαν την υποχρέωσιν αντί πλοίων να καταβάλλουν την αντίστοιχον δαπάνην εις χρήματα. Και αποτέλεσμα τούτου υπήρξεν ότι το μεν Αθηναϊκόν ναυτικόν ηυξάνετο με τα χρήματα, τα όποια οι σύμμαχοι κατέβαλλαν εκάστοτε, ενώ οι τελευταίοι αυτοί, οσάκις ήθελαν αποστατήσει, ήρχιζαν τας εχθροπραξίας απαράσκευοι και άπειροι. 100. Μετά ταύτα έγινε και η παρά τον Ευρυμέδοντα ποταμόν, εις την Παμφυλίαν, πεζομαχία και ναυμαχία των Αθηναίων και των συμμάχων των προς τους Πέρσας, κατά την οποίαν οι Αθηναίοι, υπό την αρχηγίαν του Κίμωνος, υιού του Μιλτιάδου, ανεδείχθησαν νικηταί εις μίαν και την αυτήν ημέραν κατά γην και κατά θάλασσαν, και εκυρίευσαν και κατέστρεψαν διακοσίας το όλον Φοινικικάς τριήρεις. Βραδύτερον ακόμη συνέβη να επαναστατήσουν εναντίον των οι Θάσιοι, ένεκα διαφοράς εγερθείσης διά τους επί της απέναντι Θρακικής ακτής εμπορικούς λιμένας και τα μεταλλεία, τα οποία ενέμοντο οι Θάσιοι. Πλεύσαντες με τον στόλον των εναντίον της Θάσου, ενίκησαν οι Αθηναίοι κατά την συγκροτηθείσαν ναυμαχίαν, και ενήργησαν απόβασιν. Κατά τον ίδιον, άλλωστε, καιρόν απέστειλαν εις τον Στρυμόνα δέκα χιλιάδας Αθηναίους και συμμάχους αποίκους, διά να εποικίσουν την σημερινήν Αμφίπολιν, η οποία τότε ωνομάζετο Εννέα Οδοί. Οι άποικοι αυτοί κατώρθωσαν να καταλάβουν τας Εννέα Οδούς, τας οποίας κατείχαν έως τότε οι Ηδωνοί, αλλ' όταν επροχώρησαν εις το εσωτερικόν της Θράκης, κατεστράφησαν εις Δραβησκόν της Ηδωνικής από τας ηνωμένος δυνάμεις των Θρακών εκείνων, διά τους οποίους η εγκατάστασις της αποικίας αυτής απετέλει απειλήν. 101. Οι Θάσιοι, εξ άλλου, ηττηθέντες και πολιορκούμενοι, επεκαλέσθησαν τους Λακεδαιμονίους και τους παρεκάλουν επιμόνως να τους βοηθήσουν εισβάλλοντες εις την Αττικήν. Οι Λακεδαιμόνιοι υπεσχέθησαν την βοήθειαν αυτήν κρυφά από τους Αθηναίους, και ητοιμάζοντο να την δώσουν, ημποδίσθησαν όμως από τον συμβάντα σεισμόν, κατά τον οποίον οι Είλωτες, μαζί με τους περιοίκους της Θουρίας και Αιθαίης, επανεστάτησαν εναντίον των και κατέλαβαν την Ιθώμην. Πλείστοι από τους Είλωτας ήσαν απόγονοι των παλαιών Μεσσηνίων, οι οποίοι είχαν υποδουλωθή κατά τον πρώτον Μεσσηνιακόν πόλεμον, και ως εκ τούτου ωνομάσθησαν όλοι Μεσσήνιοι. Αλλ' ενώ οι Λακεδαιμόνιοι ήσαν τοιουτοτρόπως απησχολημένοι εις τον πόλεμον προς τους εις την Ιθώμην, οι Θάσιοι, κατόπιν πολιορκίας δύο και πλέον ετών, υπετάχθησαν εις τους Αθηναίους διά συνθηκολογίας, κατά τους όρους της οποίας κατηδάφισαν τα τείχη των, παρέδωσαν τον στόλον των, ανέλαβαν να πληρώσουν αμέσως την ζητηθείσαν πολεμικήν αποζημίωσιν και να καταβάλουν του λοιπού φόρον, και παρήχθησαν από τα δικαιώματα των επί της απέναντι ηπείρου και του μεταλλείου.
[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]
|
|||||||
![]() |