Και πια σαν ήρθαν στου γοργού το πέρασμα ποτάμου | |
5 | τη μέρα πριν, σα μάνιαζε τ' αφέντη ο γιος Πριάμου· εκεί τρεχάτοι χύθηκαν, κι' ομπρός ναν τους μπερδέψει άπλωσε η Ήρα 'να πηχτό σκοτάδι. Οι άλλοι πάλι σπρωχνόντουσαν προς το βαθύ αφράργυρο ποτάμι. Και πέφτουν μέσα βάρηχα, σαλαγοσπάει το ρέμα, |
10 | οι οχτοί γύρω αντιβογγούν· και με φωνές οι Τρώες κουβάρια μέσα εδώ κι' εκεί στους χόχλους κολυμπούσαν. Πώς από λάμψη πυρκαγιάς σηκώνουνται οι ακρίδες κι' ορμούν κατά τον ποταμό, κι' η φλόγα μιάς ξεσπάσει καίει πάντα ακούραστη, κι' αφτές πηδούν το κύμα κύμα· |
15 | έτσι κι' απ' του Πηλιά το γιο κυνηγητοί, του Ξάνθου το λάλο ρέμα γιόμισαν ανάκατα άντρες κι' άτια. |
Κι' εκείνος τ' όπλο αφίνει αφτού στον όχτο πλαγιασμένο | |
20 | λιανίζοντας δεξά ζερβά, και βογγητά και θρήνοι όλο άπαφτα ακουγόντουσαν που πάντα τούς χτυπούσε με το σπαθί, και το νερό κοκκίνιζε απ' το αίμας. Πώς ψάρια, όταν τρανόκορμο τα κυνηγάει δερφίνι, σκορπούν και μες στου λιμανιού τρυπώνουν τους κρυψώνες κατάτρομα, τι χάφτει εφτύς όπιο τυχόν συλλάβει· |
25 | το ίδιο κάτου απ' τους γκρεμούς στη ρεματιά κι' οι Τρώες ζαρώνανε όλοι. Κι' όταν πια του μπούχτισαν τα χέρια βαρώντας, τότες διάλεξε νιους δώδεκα απ' το ρέμα για να πλερώσουν μ' αίμα τους το φόνο του Πατρόκλου. Κι όξω τους βγάζει, σα μικρά ζαρκάδια σαστισμένους, |
30 | πίσω τα χέρια δένοντας με τα καλοκομένα λουριά που γύρω τα στριφτά τους έζωναν τσαπράζα· κι' έτσι οι συντρόφοι του δετούς τους πήγαν στα καράβια. |
Πάλε χοιμάει στον ποταμό αχόρταγος να σφάξει, | |
35 | ενώ οχ το ρέμα ξέκοφτε, τον ίδιο πούχε πιάσει κι' άλλη βολά πριν άξαφνα στο γονικό του χτήμα, που νιόκλαρα βελανιδιάς με το μπαλτά μιά νύχτα πήγε να κόψει κι' άμαξας ροδόγυρους να φτιάσει, μα εκεί αναπάντεχο κακό του βγήκε, ο Αχιλέας. |
40 | Τότες στης Λήμνος το νησί τον πήρε και τον πήγε ναν τον πουλήσει, κι' έδωκε τα γρόσα ο Καλοκράσης. Εκεί ένας βλάμης του, ο Αητιός, ξαναγοράζοντάς τον με χρήματα πολλά, αντικρύ τον πήγε στην Αρίσβα. Κι' όταν πεζός πήγε έπειτα στο γονικό του πύργο, |
45 | μέρες ξεφάντωνε έντεκα με φίλους π' απ' τη Λήμνο γλύτωσε πίσω· μα ξανά τη μέρα την κατόπι μοίρα κακή τον έρηξε στα χέρια τ' Αχιλέα, π' άναβλα τούτανε γραφτό στον Άδη ναν τον στείλει. |
49 | Τι σαν τον είδε πούφεβγε οχ το νερό με πόδι |
52 67 | κατάκοπο απ' την κούραση, σηκώνει το κοντάρι |
68 | ναν τον καρφώσει, μα ο Λυκάς πριν σκύβει και σκυμένος τρέχει κι' εφτύς τα γόνατα του πιάνει, κι' ίσα τ' όπλο περνά απ' τη ράχη απάνωθες και μπήγεται τρεχάτο |
70 | στο χώμα, σάρκα ανθρωπίνη ζητώντας να δαγκάσει. |
73 | Τα περικάλια τότε ο γιος αρχίζει του Πριάμου |
75 | » χάρη μού πρέπει, ισόθεε, που σαν προστάτη σ' έχω. » Τι εγώ απ' το χέρι σου ψωμί πρωτόφαγα στα ξένα, » σα μ' έπιασες μες στ' όμορφο μετόχι και στη Λήμνο » με πήγες και με πούλησες αλάργα απ' τους γονιούς μου, » μακριά από φίλους, κι' εκατό βιός σούφερα βοδιώνε. |
80 | » Τρίδιπλα τώρα πλέρωσα και σώθηκα, κι' αφτή είναι » η μέρα μου η δωδέκατη που γύρισα στην Τροία » πολλά παθόντας· όμως νά, στα χέρια σου με ρήχνει » μοίρα άστοργη ξανά ... άχ θα πει με καταράστη ο Δίας » που τώρα πάλι μ' έπιασες. Λιγόχρονο η Λαθόα |
85 | » η μάννα μου άχ με γέννησε, του γέροντα Άλτη η κόρη, » τ' Άλτη π' ορίζει τους γερούς Λελέγους κι' έχει πύργο » μες στην ολόρθια Πήδασο στο ρέμα εκεί του Σάτνη. » Τ' Άλτη είχε κόρη ο Πρίαμος — μα 'χε ένα πλήθος κι' άλλες— » και διο μας έκανε, μα εσύ θα σφάξεις και τους διο μας. |
90 | » Στων πρώτων σκότωσες πεζών τη μέση το λεβέντη » Πολύδωρο, τρυπώντας τον με το βαρύ κοντάρι· » χάρος κι' εμένα τώρα εδώ με βρίσκει, τι το ξέρω » δε σου γλυτώνω αφού ο θεός στα χέρια σου με στέλνει. » Μα άκου ... ένα λόγο θα σου πω μονάχα ... μη με σφάζεις, |
95 | » ίδια δεν έχω μάννα εγώ κι' ο Έχτορας, που ο έρμος » πήγε έτσι και σου σκότωσε τ' αδέρφι της καρδιάς σου.» |
Έτσι ο λαμπρόπλιστος Λυκάς τού κλαίγουνταν ζητώντας | |
100 | » Γιατί πριν πέσει ο Πάτροκλος, προτίμαε ναι η καρδιά μου » να μη σας σφάζω, κι' έπιασα πολλούς και σας πουλούσα· » μα τώρα πάει πια, από χαμό δε σώζεται όπιον στείλει » στα χέρια αφτά του Κρόνου ο γιος εδώ μπροστά στο κάστρο, |
105 | » και κάθε οχτρό, μα μάλιστα γιο του Πριάμου αν πιάσω. » Μα, βλάμη, πέθανε κι' εσύ, γιατί έτσι κλαις ; Νά, πήγε » κι' ο Πάτροκλος που πιο πολύ σα ν' άξιζε από σένα. » Τήρα με δα πόσο κι' εγώ σφανταχτερός μεγάλος, » πατέρας μ' έσπειρε άρχοντας, θεά 'χω αν θες και μάννα· |
110 | » ωστόσο τύχη ανήμερη με καρτεράει και χάρος. » Θα φέξει αβγούλα, ή δειλινή θα τύχει ή μεσημέρι, » όταν κι' εμένα τη ζωή στη μάχη θα μου πάρουν » ή με κοντάρι ή ρήχνοντας σαΐτα από δοξάρι.» |
Είπε, κι' απόμεινε ο Λυκάς σα λείψανο, και τ' όπλο | |
115 | χάμου αμολάει απλώνοντας τα χέρια και καθίζει. Κι' εκείνος σέρνει το κοφτό σπαθί, και μιά του μπήγει κατά την κλείδα στο λαιμό κοντά, που μέσα η σπάθα τού χώθηκε όλη. Πίστομα πέφτει ο Λυκάς και μένει χάμου στρωτός, και γύρω η γης κοκκίνιζε απ' το αίμας. |
120 | Τότε απ' το πόδι τον αρπάει και στα νερά τον ρήχνει να πάει το ρέμα, κι' έπειτα καμαρωμένος είπε « Τα ψάρια σύρε αφτού να βρεις, π' απ' την πληγή σου γύρω » θα γλύφουν αίμα αξέγνιαστα. Στην ψάθα να σε κλάψει » δε θα σε βάλει η μάννα σου, μόν το χοχλάτο ρέμα |
125 | » θα σε τραβήξει ως κάτου εκεί στης θάλασσας τον κόρφο. |
128 | » Θα ρέβετε έτσι ως που μπροστά στο κάστρο σας να φτάστε, » φεβγάλα εσείς και πάντα εγώ λιανίζοντας ξοπίσω. |
130 | » Μηδέ έχει τ' αργυρόγοργο ποτάμι να σας σώσει, » ο Ξάνθος, που συχνά πολλούς τού σφάζετε βουβάλους » και ζωντανά τού ρήχνετε πολλά άτια μες στο κύμα· » μα κι' έτσι θα σας τρώει οχιά, ως να πλερώστε τέλος » του βλάμη εδώ το θάνατο, των Αχαιών τα πάθια, |
135 | » που στα γοργά —σαν έλειπα— τους σφάζατε καράβια.» |
Έτσι είπε, κι' άναψε θυμό στα σπλάχνα του ποτάμου. | |
233 | Κι' εκεί που ο κονταρόδοξος γιος του Πηλιά στη μέση πήδησε κάτου οχ τον γκρεμό, τότ' ίσα το ποτάμι |
235 | χοιμάει κυματοφούσκωτο ξυπνώντας κάθε ρέμα, κι' έβραζε σκούνταε τους νεκρούς, που πλήθος στα νερά του πλέχανε μέσα, από το γιο σφαγμένοι του Πηλέα. |
237 | Όξω όλους τους ξερνούσε αφτούς με μουγκρητά σαν τάβρος, |
240 | κι' όρθιο το κύμα φοβερό στον Αχιλιά τριγύρω έβραζε, κι' έπεφτε έσπρωχνε κατάσπιδα ουδέ μπόραε να βασταχτεί στα πόδια του. Μα τέλος πια αγκαλιάζει χοντρόκορμη αψηλή φτελιά, που ξεκολνά απ' τις ρίζες και συνεπαίρνει πέφτοντας τον όχτο, κι' αμποδίζει |
245 | τ' αφροκυμάτιστα νερά με τους πυκνούς της κλώνους. Τότε οχ το κύμα ξεπηδάει, και φτερωτό με πόδι |
247 | παίρνει τον κάμπο αβάσταχτος, λες είχε γληγοράδα |
252 | σαν του νυχτόφτερου τ' αητού, του κυνηγάρη αγιούπα, πούναι πουλί το πιο γοργό, το πιο λεβέντικο όρνιο· έτσι στο κάμπο δρόμιζε—κι' αχούσε απάς στα στήθια |
255 | φρίκη ο χαλκός του — κι' έφεβγε δεξά ζερβά γυρνώντας, μα πάντα ο πόταμος μ' αχούς τού πλάκωνε ξοπίσω. |
265 | Κι' αν ίσως κάποτε έκανε ν' αντισταθεί ζητώντας μιά και καλή να φωτιστεί, τάχα μπροστά τον έχουν όλοι οι θεοί που κατοικούν τα φωτισμένα ουράνια, πάντα άγρια τού πελάγωνε νεροσυρμή τους ώμους. |
270 | Κι' αφτός καρδοστενόχωρος πηδούσε, μα το ρέμα πλάκωνε φρένιο κι' έσκαβε το χώμα που πατούσε. |
Κλάφτηκε τότες τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια | |
275 | » Μα δε μου φταίει άλλος κανείς θεός απ' τα ουράνια, » παρά μου φταίει η μάννα μου που με γελούσε η έρμα, » και μούπε, κάτου απ' το τειχί των ασπιστάδων Τρώων » πως τάχα από φοιβόσταλτες θα σκοτωθώ σαΐτες. » Ας μ' είχε άχ σφάξει ο Έχτορας, το πρώτο εδώ κοντάρι! |
280 | » Τότες κι' άντρας έπεφτε, καν θάχε κι' άντρας σφάξει. » Τώρα γραφτό μου απ' άτιμο χαμό να πάω στον τάφο » ζωσμένος σε νεροσυρμή, σαν γουρουνιών κοπέλι » που σε χαντάκι πνίγεται περνώντας το χειμώνα.» |
Είπε, κι' εφτύς ο Ποσειδός κι' η Αθηνά κοντά του | |
285 | πήγαν και στέκουν, με μορφή σαν άντρες, κι' έτσι θάρρος του δίνουν, μες στα χέρια τους τα χέρια του κρατώντας. Κι' άρχισε πρώτα ο Ποσειδός ναν του μιλάει και τούπε « Μη φέβγεις, του Πηλέα γιε, και μην παρατρομάζεις, » τι τέτιοι εμείς θεοί ήρθαμε βοηθοί σου εδώ στον κάμπο |
290 | » με στέρξιμο του Δία, εγώ κι' η Αθηνά η Παλλάδα. » Έτσι δεν είναι η μοίρα σου ποτάμι να σε πνίξει, » μόν τώρα θα λουφάξει αφτός, κι' εσύ θα σύρεις πίσω. » Τώρα νά πιά 'ναι η συβουλή που θα σου πούμε, κι' άκου. » Μην πάβεις πριν τ' ανήμερο πελέκι, πριν στρυμώξεις |
295 | » τους Τρώες, κάθε μάννας γιο, μες στ' αψηλό τειχί τους, » αν δα ξεφύγει και κανείς· κατόπι, σα σκοτώσεις » με το χαλκό τον Έχτορα, γύρνα στα πλοία πάλι. » Νίκη, Αχιλέα, θέλουμε και δόξα να κερδίσεις.» |
Είπαν και παν με τους θεούς. Κι' αφτός ορμάει στον κάμπο, | |
300 | Κι είταν ο κάμπος ξέχειλος νερά παντού χυμένα, παντού νεκροί κι' αρματωσές πανώριες κολυμπούσαν· κι' αφτός τα πήδαε έτσι αψηλά ενώ γραμμή ίσα αντίκρυ κατά το κύμα ρήχνουνταν, μηδέ τον σταματούσε ο αφρισμένος πόταμος, γιατί του Δία η κόρη τούχε βαλμένα δύναμη μες στο κορμί μεγάλη. |
305 | Μηδ' άφινε κι' ο Σκάμαντρος τη λύσσα, μόν πιο ακόμα θυμός τον πήρε, και μ' αψύ ορθοστημένο κύμα |
307 327 | ορμούσε κι' όλο ανάσκελα τον άμπωχνε να πέσει. |
328 | Τον είδε τότες κι' έσκουξε η Ήρα, τρομασμένη |
330 | και κράζει εφτύς στον Ήφαιστο, το λατρεμένο γιο της « Παιδί μου κουτσοπόδη μου, ομπρός ! γιατί στη μάχη » εσένα λέμε ισόπαλο πως είσαι του Σκαμάντρου. » Μα βόηθα, κι' έλα γλήγορα χύνε φωτιές και φλόγες.» |
342 | Είπε, κι' ο Ήφαιστος φωτιά θεόσταλη ακοντίζει, |
350 | Καίγουνταν κύπερα φτελιές και βούρλα και τριφύλλια, |
351 345 | και καίγουνταν μυρχιές κι' ιτιές· κι' όλος ο κάμπος γύρω ξεράθηκε, και σταματάει τ' αφροντυμένο κύμα. |
362 | Κι' όπως λεβέτι από πολλής φωτιάς πυράδα βράζει |
364 | μέσα με χόχλους, τι στεγνά καιν από κάτου ξύλα, |
365 | σαν έτσι απ' τη φωτιά άναψαν οι ρεματόχτοι γύρω, |
365 367 | κι' έβραζε τ' όμορφο νερό απ' του θεού τις φλόγες. |
Τότες στην Ήρα τη θεά με περικάλια κι' όρκους | |
370 | » να βασανίσει ; Όμως εγώ δε φταίω, θεά μου, τόσο, » όσο όλοι οι άλλοι φταιν θεοί πούναι βοηθοί των Τρώων. » Μα τώρα νά ! λουφάζω εγώ, αν είναι αφτό ορισμός σου, » κι' ας σταματήσει πια κι' αφτός. Εγώ σου κάνω κι' όρκο » να μη σαλέψω από χαμό να σώσω πια τους Τρώες, |
375 | » μηδέ κι' η Τροία αν χάνεται, και με φωτιά πελώρια » αν καίγεται όλη και την καιν τα παλικάρια τ' Άργους.» |
Αφτό σαν τ' άκουσε η θεά, η μαρμαρόλαιμη Ήρα, | |
380 | » θνητώνε χάρη αθάνατο θεό να βασανίζεις.» |
Είπε, και σβύνει ο Ήφαιστος τις θεϊκές του φλόγες, | |
525 | Κι' έστεκε ο γέρο-Πρίαμος στον πύργο, κι' από κει είδε |
530 | την κοσμοξάκουστη φρουρά μπροστά στο τειχοπόρτι « Βαστάτε το πορτί ανοιχτό ως που ο πανικωμένος » λαός να φτάσει ως στο καστρί, τι τήρα ! ο Αχιλέας » νά ! εκεί τους κυνηγά . . . Ω φωτιά που θα μας κάψει τώρα ! » Μα μέσα σα χωθεί ο λαός και μπούνε ν' ανασάνουν, |
535 | » τα στέρια φύλλα κλείστε τα ξανά, γιατί φοβάμαι » μήπως —δεν τόχει τίποτα— πηδήσει μέσα ο σκύλος. » |
Είπε, κι' ανοίγουν οι φρουροί κι' αμπώχνουν τους μαντάλους. | |
540 | Κι' άσπροι απ' τη σκόνη οι Τρώϊδες, κατάστεγνοι της δίψας, ίσα για τ' αψηλό τειχί και για την Τριά οχ τον κάμπο φέβγανε, ενώ με τ' όπλο εκιός λες σα θεριό ακλουθούσε, και λύσσας φλόγα ανήμερης τούχε η ψυχή να σφάξει. |
Τότες πια τ' Άργους τα παιδιά το κάστρο θα πατούσαν | |
545 | αν το λεβέντη Αγήνορα δεν πύρωνε ο Απόλλος, γιο τ' Αντηνόρου, αδείλιαστο πανώριο παλικάρι. Στα στήθια θάρρος τούβαλε, και πάει κοντά του στέκει— για ναν τον σώσει από βαριά κακοτυχιά θανάτου— και στην οξιά ακουμπάει χωστός μες σε πυκνό σκοτάδι. |
550 | Κι' εκιός τον καστρομαχητή γιο του Πηλιά σαν είδε, στέκει, κι' ο νους του ανάδεβε πολλά ενώ καρτερούσε «Ώχου μου, αν πάρω δρόμο ομπρός στο φοβερό Αχιλέα » πέρα όπου σκόρπιοι φέβγουνε κι' οι άλλοι, τότες κι' έτσι |
555 | » με πιάνει σα δειλό κιοτή και το λαιμό μού κόβει. » Μα αφτούς στο έλεός του εδώ αν τους αφίσω μόνους, » κι' αλάργα απ' το καστρότειχο το βάλω εγώ στα πόδια » μέσα απ' τον κάμπο, ως που να βγω απάνου εκεί ως στης Ίδας » τις πυκνοδέντρωτες πλαγιές και στα λογγά τρυπώσω, |
560 | » τότες το βράδυ λούζουμαι στα κρύα νερά, και πίσω » γυρνάω στη χώρα δροσερός, τον ίδρο ξεπλυμένος ... » Μα τί τα θέλει κι' όλα αφτά τ' ανασκαλέβει ο νους μου; » Μήπως στον κάμπο οχ το καστρί με δει πως αλαργέβω, » και με τσακώσει με γοργό ποδάρι κυνηγώντας· |
565 | » τι τότες πια από θάνατο και χάρο δε γλυτώνω, » τι δύναμη ίση σαν κι' αφτόν θνητός κανείς δεν έχει. » Μα αν πες εδώ στη χώρα ομπρός με τ' όπλο τον προσμείνω ; » Τι έχει μαθές και σάρκα αφτός που την τρυπάει κοντάρι, |
569 | » θνητό τον λένε, μιά ψυχή έχει κι' αφτός στα στήθια.» |
571 | Είπε, και στέκει μαζεφτός ναν τον προσμείνει, κι' είχε |
575 | σαν τί θα πει φοβόκαρδος δεν ξέρει και φεβγάλα· |
579 | έτσι ο Αγήνορας, ο γιος του σεβαστού Αντηνόρου, |
580 | πριν δοκιμάσει πόλεμο δεν ήθελε να φύγει, μόν τη γερή κι' ισόκυκλη κράτησε ομπρός του ασπίδα και βροντοφώνησε έτοιμος να ρήξει το κοντάρι « Το ξέρω, ο νους σου τόλπιζε, θεόμορφε Αχιλέα, » να μας πατήσεις σήμερα τ' αγέρωχο μας κάστρο |
585 | » τρέλα ! τι ακόμα εδώ αρκετό κοντάρι πριν θα παίξει. » Τι άντρες πολλούς και δυνατούς εδώ 'χει, που την Τροία, » φρουροί στα τέρια μας μπροστά κι' αδύναμα παιδιά μας, » θαν τη γλυτώσουν· μόν εσύ θα βρεις εδώ τον τάφο, » πούσαι έτσι ανήμερο θεριό και φαντασμένο κι' άγριο.» |
590 | Είπε, κι' η χέρα του η βαριά τινάζει το κοντάρι, |
595 | Δέφτερος τότες ναν τον φάει χοιμίζει ο Αχιλλέας, |
600 | μ' απάτη· τι όλος μιάζοντας ο προφυλάχτης Φοίβος σαν το λεβέντη Αγήνορα, κινάει κι' ομπρός του τρέχει γοργά, κι' εκείνος χύθηκε ξοπίσω κυνηγώντας. |
Κι' εκεί που τον κυνήγαε αφτός στο σταροβγάλτη κάμπο, | |
605 | με τέχνη, που έτσι να θαρρεί πως θα τον πιάσει πάντα— τότες φεβγάλα οι Τρώϊδες φτάνουν σωρός στο κάστρο χαίροντας πια, και γιόμισε το κάστρο τρυπωμένους. |