Έτσι μες στα καλύβια αφτός το λαβωμένο φίλο | |
5 | που τόφτιασαν των καραβιών ταμπούρι, και χαντάκι κυκλόσκαψαν, μα των θεών δεν πρόσφεραν σφαχτάρια που τα πολλά τους λάφυρα να σώζει και καράβια γύρω τριγύρω· αθέλητα σα νάταν των μεγάλων θεών χτισμένο, και για αφτό δε βάσταξε και τόσο. |
10 | Γιατί όσο ζούσε ο Έχτορας και χόλιαε ο Αχιλέας κι' είταν το κάστρο απάτητο του βασιλιά Πριάμου, τόσο και το τρανό τειχί των Αχαιών βαστούσε. Μα αφού των Τρώων έπεσαν όσοι εκλεχτοί είταν όλοι, πολλοί κι' Αργίτες χάθηκαν — ή και σωθήκανε άλλοι — |
15 | κι' έπεσε χρόνο δέκατο το κάστρο του Πριάμου και για την ποθητή ο στρατός τα πρύμισε πατρίδα, τότες πια ο Φοίβος βάρθηκε κι' ο Ποσειδός να σείσουν το καστροτείχι, μπάζοντας τα δυνατά ποτάμια όλα όσα τρέχουν στο γιαλό οχ τα βουνά της Ίδας, |
20 | το Ρήσο τον Εφτάπορο τον Κάρησο το Ρόδη το Γρανικό τον Αίσηπο το θεϊκό Σιμόη το Σκάμαντρο, που εκεί πολλές μες στα νερά του ασπίδες και κράνα πέσανε κι' αντρών μισόθεων βλαστάρια· όλων αφτών τα στόματα γύρισε αντάμα ο Φοίβος, |
25 | κι' έστελνε απάνου στο τειχί μέρες εννιά το κύμα — κι' όλο κι' ο Δίας έβρεχε— ζητώντας χέρι χέρι να θαλασσώσει τα τειχιά. Κι' ομπρός, της γης ο σειστής πάγαινε με το τρίδοντο στα χέρια, και πετούσε στο κύμα όλα τα θέμελα, θες κούτσουρα θες πέτρες, πούδρωσε κι' έβαλε ο στρατός, κι' εκεί έτσι τάκανε όλα |
30 | απλάδα στον Ελλήσποντο τον πελαγοδαρμένο. Και το τειχί σαν γκρέμισε, τότε άμμο στο περγιάλι ξανάστρωσε, και γύρισε τους ποταμούς να πάρουν το δρόμο πούστελναν και πριν τ' αφρόδροσα νερά τους. |
Λοιπόν έτσι είταν έπειτα οι δυό θεοί να κάνουν· | |
35 | μα άναψε τότες στο τειχί τριγύρω ξεκουφάστρα σφαγή, κι' αχούσε η ξυλική των πύργων απ' τους χτύπους. Κεραυνωμένοι οι Δαναοί απ' την οργή του Δία παράλυσαν, στα βαθουλά καράβια στρυμωμένοι, λείψανα ομπρός στον Έχτορα, γερό σφαγής τεχνίτη. |
40 | Κι' αφτός, σαν πάντα, μ' όργητα φουρτούνας πολεμούσε. Κι' όπως στη μέση κυνηγών και σκύλωνε λιοντάρι, ή χοίρος άγριος, απ' αντριά περήφανα γυρίζει, και κύκλο κάνουνε σφιχτό οι κυνηγοί και στέκουν αγνάντια, κι' όλο κονταριές συχνά πυκνά τινάζουν, |
45 | μα του θεριού η γερή καρδιά δεν τρέμει δε δειλιάζει, μα η τόση του όμως αφοβιά το χαντακώνει τέλος· |
49 | έτσι κι' εκείνος τρέχοντας μες στο σωρό γυρνούσε |
50 | κι' όλο τους φίλους ξόρκιζε τον τάφρο να διαβούνε. Μα δεν κοτούσαν τ' άλογα, μόν στέκανε άκρη άκρη στα χείλια και χλεμέντριζαν, τι το πλατύ χαντάκι τα φόβιζε, σα δύσκολο ναν το πηδήσουν πέρα η να διαβούν· γιατί γκρεμοί τού σκούφωναν τον όχτο |
55 | απ' άκρη ως άκρη, κι' είτανε παλούκια απάνου απάνου αραδιασμένα μυτερά, που στήσανε οι Αργίτες— πυκνά μεγάλα—διαφεντιά από οχτρικά γιουρούσια. Εκεί έφκολα άτι, σ' άμαξα καλόροδη δεμένο, δεν έμπαινε, μα βλέπανε, πεζοί αν θα κατορθώσουν. |
60 | Εκεί όμως νά ! ο αψέγαδος σιμώνει Πολυδάμας |
64 | » παλούκια στέκουν μυτερά, κι' έχει τειχί παρέκει. |
67 | » Καλά, αν ο Δίας τους μισεί και βούλεται ως στο τέλος » να χαντακώνει τους οχτρούς και να βοηθάει τους Τρώες— » ναι εγώ και τώρα θάθελα αφτό να γίνει αμέσως, |
70 | » άχναρος να χαθεί ο οχτρός στην Τροία, αλάργα απ' τ' Άργος— » μα αν πόδα ομπρός γυρίσουνε και γίνει απ' τα καράβια » αντιδιωγμός και μπλέξουμε μες στο σκαφτό χαντάκι, » τότες θαρρώ και μηνητής πως πίσω δε θα φτάσει » στο κάστρο πια, όταν ο οχτρός στραφεί και μας νικήσει. |
75 | » Μόν τώρα ελάτε, κι' ότι εγώ σας πω ας το κάνουμε όλοι. » Τ' άλογα στο χαντάκι ομπρός οι παραγιοί ας βαστάξουν, » κι' εμείς πεζοί με τ' άρματα παραταγμένοι ας πάμε » μαζί όλοι με τον Έχτορα αχώριστοι· οι Αργίτες » δε θα σταθούν αν πια θεών τους κυνηγάει κατάρα.» |
80 | Είπε κι' εκείνου τ' άρεσε ο γνωστικός ο λόγος, |
108 | Τότε οι κοσμάκουστοι βοηθοί κι' οι άλλοι οι Τρώες όλοι |
110 | μα ο Άσος, του Αρτάκου ο γιος, ο στρατηγός των Τρώων, ν' αφίσει εκεί δεν ήθελε τον παραγιό και τ' άτια, |
120 | μον με τ' αμάξι πέρασε. Μηδέ τα φύλλα βρήκε σφιχτοκλεισμένα του πορτιού μήτε βαλτό το σύρτη, μόν τα κρατούσανε ανοιχτά, μήπως γλυτώσουν ίσως κάνα συντρόφι πούτρεχε προς το τειχί οχ τη μάχη. Μάτιαζε εκεί ίσα κι' έτρεχε, κι' οι άλλοι ακολουθούσαν |
125 | φρικτά αλυχτώντας· τι έλεγαν πως πια δε θα βαστάξουν οι Δαναοί, μόν στα γοργά θα πέσουν μέσα πλοία... λωλοί, γιατί ήβραν στο πορτί διο πρώτα παλικάρια, κονταριστάδων Λαπιθών παιδιά καμαρωμένα, τον ένα του Περίθου γιο, τον άξιο Πολυποίτη, |
130 | κι' άλλον το Λιονταρά, άτρομο σαν Άρη θνητοφάγο. Αφτοί στ' αψηλοπόρτι ομπρός στηθήκανε, όπως στέκουν απάνου γιγαντόκορφες βελανιδιές στα όρη, που πάσα μέρα σε βροχές αντέχουν και σ' ανέμους, |
134 | τι ρίζες έχουν θέμελα μεγάλες απλωμένες· |
136 | έτσι τον Άσο πρόσμεναν και βήμα δεν κουνούσαν, |
153 | σαν που τους γκάρδιωνε η αντριά κι' απάνουθε οι συντρόφοι. |
Τι εκείνοι απ' τα καλόχτιστα πυργιά πετροβολούσαν | |
155 | κοτρώνες, διαφεντέβοντας το στόλο το πετσί τους και τα καλύβια. Κι' έπεφταν οι πέτρες σαν τολούπες, π' ανεμοζάλη, σείνοντας ανταρωμένα γνέφια, χύνει πυκνές απάς στης γης κάθε βοσκή και κάμπο· έτσι έβρεχε απ' των Αχαιών τα χέρια και των Τρώων |
160 | βαριές κοτρώνες, και μ' αχό ξερόνε απ' τα λιθάρια τα κράνα γύρω βούηζαν κι' οι στρογγυλές ασπίδες. |
Τότε είταν που ξεφώνισε τα γόνατα χτυπώντας, | |
165 | » ως στο μεδούλι ! Τι είπα δα εγώ πως οι Αργίτες » δε θα βαστάξουν την ορμή και τ' άπιαστά μας χέρια· » μα τώρα αφτοί σα μέλισσες, που απάς στο μονομάτι — » ή σφήκες παρδαλόκορμες—φωλιάζουν, μηδ' αφίνουν » στιγμή τις βαθουλές φωλιές, μόν στέκουν και κεντρώνουν |
170 | » τους κυνηγούς τους, θέλοντας να σώσουν τα μικρά τους· » έτσι κι' αφτοί, κιάς είναι διο, οχ το πορτί δε θέλουν » να τραβηχτούν, πριν πέσουνε ή πριν ξαπλώσουν άλλους.» |
Είπε, μα του Διός του νου δεν πείθει αφτά λαλώντας, | |
174 | γιατί η καρδιά τον Έχτορα τού ζήταε να δοξάσει. |
182 | Τότες εκεί το Δάμασο ο άξιος Πολυποίτης |
185 | με την ορμή τού ξέσκισε το κόκκαλα, και λιώμα μέσα όλος τούγινε ο μιαλός και τούκοψε τη φόρα· κατόπι και τον Όρμενο ξαρμάτωσε και Πύλο. Κι' ο αντριωμένος Λιονταράς γιο σφάζει τ' Αντιμάχου με τ' όπλο, τον Απόμαχο, χτυπώντας τον στη ζώνη· |
190 | απέ ξαμώνει τη βαριά απ' το φηκάρι σπάθα, κι ορμώντας μέσα απ' το σωρό, τον Αντιφάτη πρώτα από κοντά τρυπάει — κι' αφτός ανάσκελα ήρθε κάτου — έπειτα και το Γιαμενό το Μένο τον Ορέστη, όλους τους στρώνει απανωτούς στη γης την καρποδότρα. |
195 | Κι' ενόσω αφτοί τούς άρπαζαν τ' αστραφτερά άρματά τους, |
200 | Τι ενώ ζητούσαν να διαβούν, νά ! απ' τα ζερβά τούς βγήκε κακό όρνιο, αψηλοπέταχτος αητός, κρατώντας φίδι στα νύχια κόκκινο χοντρό, που ζωντανό έτσι ακόμα σπαρτάριζε μα την αντριά δεν είχε χάσει ωστόσο· |
204 | τι ενώ το βάσταε, πίσω αφτό γυρνάει κι' εκεί στο στήθος τον τρώει, στα πλάγια του λαιμού, κι' αφτός μακριά του χάμου τ' αμόλησε μες στου στρατού, σαν πόνεσε, τη μέση, και πήρε δρόμο — κρώζοντας — με τ' αγεριού το χνώτο. Πάγωσαν όλοι ιδόντας το το πλουμισμένο φίδι χάμου στη μέση, του Διός του αστραπεφτή σημάδι. |
210 | Σίμωσε τότες ο σοφός σαν τόδε Πολυδάμας |
215 | » Πάλι όμως τώρα θάν το πω το τι θαρρώ συφέρνει. » Μην πάμε να χτυπήσουμε των Αχαιών τα πλοία· » τι έτσι φοβάμαι θα μας βγει, αν τ' όρνιο αφτό, όπως τόδες, » απ' τα ζερβά μας φάνηκε σαν είταν να διαβούμε, » κακό όρνιο, αψηλοπέταχτος αητός, κρατώντας φίδι |
220 | » στα νύχια κόκκινο χοντρό, που μέσα του είχε ακόμα » ζωή, μα τόρηξ' άξαφνα πριν φτάσει ως στη φωλιά του, » μήτε να πάει κατόρθωσε στ' αητούδια ναν το δώκει· » έτσι κι' εμείς, κι' αν σπάσουμε τειχί και καστροπόρτι » με την ορμή μας κι' οι οχτροί κωλώσουν, μα με χάλια |
225 | » τον ίδιο δρόμο θάρθουμε οχ τα καράβια πίσω. » Κι' ίσως πολλούς αφίσουμε δικούς μας, που οι Αργίτες. » τα πλοία διαφεντέβοντας, με το χαλκό θα σφάξουν. » Νά, μαντολόγο αν ξέταζες, τί θα σου πει, αν κατέχει » από σημάδια θεϊκά κι' αληθινό τον ξέρουν.» |
230 | Τότες ο Έχτορας λοξά τον κοίταξε και τούπε |
235 | » που εδώ μου ψέλνεις ορισμούς του Δία ν' αστοχήσω » και κάλια θες εγώ πουλιά κι' αητούς μ' οργιά φτερούγες » ν' ακούσω... που δεν τους ψηφάω, στο νου μου δεν τους βάνω, » θένε δεξά ας πηγαίνουνε όθε ανατέλνει ο ήλιος, |
240 | » θένε ζερβά, κατάϊσα κατά τη μαύρη δύση. » Εμείς τη γνώμη του Διός ν' ακούμε πρέπει, π' όλους » ορίζει αθρώπους και θεούς. Ένα πουλί είναι απ' όλα » το πιο καλό, να πολεμάς για τη γλυκιά πατρίδα. » Τί τάχα εσύ τον πόλεμο φοβάσαι και τους φόνους; |
245 | » Τί κι' αν οι άλλοι πέφτουμε με τις χιλιάδες όλοι » στα πλοία ομπρός, μα φόβο εσύ να σκοτωθείς δεν έχει, » τι είναι η καρδιά σου απόλεμη, δειλιάζει αν δει κοντάρι. » Μα άκου, απ' τη μάχη αν τραβηχτείς ή πας και ξελογιάσεις » κάνα άλλονε κι' οχ τη σφαγή τόνε γυρίσεις πίσω, |
250 | » σ' έφαγα εφτύς καρφώνοντας μες στην καρδιά σου τ' όπλο.» |
Είπε και κίνησε μπροστά, κι' οι άλλοι ακολουθούσαν | |
255 | των Αχαιών μα πλήθαινε τη δύναμη των Τρώων. Απ' τα σημάδια του έτσι αφτά κι' απ' την αντριά τους θάρρος πήραν, και το τρανό τειχί να σπάσουν πολεμούσαν. Τραβούσαν πυργαγκώναρα και γκρέμιζαν μπροστήθια, τα προβαλμένα μόχλεβαν στηρίδια, που οι Αργίτες |
260 | τάστησαν πρώτα μες στη γη για να βαστούν τους πύργους. Αφτά τραβούσαν, κι' όλπιζαν των Αχαιών το κάστρο να σπάσουν όμως βήμα αφτοί δε σάλεβαν ακόμα, μόν τα μπροστήθια φράζοντας μ' ασπίδες βοϊδοπέτσες |
264 | χτυπούσαν τον οχτρό από κει καθώς ορμούσε απάνου. |
290 | Μα δε θα σπούσε ο Έχτορας κι' οι αλογάδες Τρώες |
295 | ώρια χαλκένια χτυπητή, π' ένας χαλκιάς με τέχνη τη χτύπησε, και σ' απλωτά χρυσά ραβδιά από μέσα πολλά 'ραψε βοϊδόπετσα τριγύρω στο στεφάνι· αφτή κρατώντας μπρόστηθα, διο παίζοντας κοντάρια, κινάει σα λαγκαδόθρεφτο λιοντάρι που του λείψει |
300 | καιρό το κριάς, κι' η άφοβη τού λέει καρδιά του κριάρια να δοκιμάσει κι' αν μαντρί φραχτό 'ναι να πατήσει· |
307 | σαν έτσι τότες πύρωσε το Σαρπηδό η καρδιά του, πηδώντας τότες στο τειχί να σπάσει τα μπροστήθια. |
Κι' εφτύς το Γλάφκο φώναξε και τούπε αφτά τα λόγια | |
310 | « Γλάφκο, τί τάχα στη Λυκιά εμάς τιμούν πιο πρώτα » με κρέατα και με πρωτιά και ξέχειλο ως απάνου » ποτήρια, κι' όλοι σα θεούς στα μάτια μάς θωρούνε ; » Εκεί τρανό χαιρόμαστε μετόχι απάς στου Ξάνθου » τις άκρες, πλούσιο σε φυτιά και κάμπο σταροδότη. |
315 | » Τώρα για αφτό να στέκουμε μάς πρέπει με τους πρώτους » και με τους πρώτους στη φωτιά να μπαίνουμε της μάχης, » που τέτια και να πει κανείς χαλκόφραχτος Λυκιώτης » 'Όχι ! εκεί πέρα στη Λυκιά ανάξια δεν ορίζουν » οι βασιλιάδες μας εμάς, και τρων παχιά θρεφτάρια |
320 | » ή διαλεχτό τραβούν κρασί γλυκόπιοτο, μόν έχουν » κι' αντριά λαμπρή, τι πολεμούν μες στη σειρά των πρώτων.' » Μα, αδρέφι, αν είταν απ' αφτή τη μάχη να σωθούμε » και να μη δούμε πια ποτές γεράματα και χάρο, » τότες κι' εγώ δε θάτρεχα μπροστά να πολεμήσω |
325 | » μήτε κι' εσένα θάστελνα στη δοξοδότρα μάχη· » μα τώρα αφού μας καρτερούν κι' έτσι θανάτου τύχες » χίλιες, που δε μπορεί κανείς θνητός ναν τους γλυτώσει, » πάμε, ή να δώσουμε τιμή ή και στους διο μας άλλος. » |
Είπε, κι' ο Γλάφκος άκουσε με προθυμιά το λόγο, | |
330 | κι' όρμησαν ίσα, τον πυκνό στρατό τους οδηγώντας. |
Και σαν τους είδε ο Μενεστιάς, του κόπηκε το αίμα, | |
335 | Εκεί είδε τους διο Αίϊδες τους μαχολιμασμένους πούστεκαν — και τον Τέφκρο εκεί π' ότι ήρθε οχ την καλύβα — κοντά· μα πού να φώναζε και ν' ακουστεί η φωνή του ! τόση βουή είταν, κι' έφτανε στον ουρανό η αντάρα, καθώς βαρούσαν άπαφτα ασπίδες κράνα πόρτες· |
340 | τι όρμησαν σ' όλα τα πορτιά, κι' ομπρός τους πλήθος Τρώες ναν τις γκρεμίσουν πάσκιζαν με ζόρι και να μπούνε. |
Κι' έστειλε εφτύς στους Αίϊδες τον κράχτη του το Θότη | |
345 | » νάρθουν, τι γλήγορα άσκημη θα δούμε εδώ φουρτούνα· » τι έτσι οι Λυκιώτες αρχηγοί μας έσφιξαν, που αιώνια » μες στις σφαγές σα σίφουνας τα πάντα συνεπαίρνουν. » Μα αν κόρωσε κι' εκεί η δουλιά και πολεμούν, μα ας έρθει » μονάχος ο παλικαράς καν γιος του Τελαμώνα, |
350 | » κι' αντάμα ο Τέφκρος που καλά κατέχει από δοξάρια.» |
Είπε, κι' ο κράχτης άκουσε του βασιλιά το λόγο, | |
355 | » ο γιος του θεογέννητου του Πετεού σας κράζει » να πάτε εκεί, και μιά σταλιά στη μάχη να βοηθήστε — » μάλιστα αν γίνεται κι' οι διο — καλυτέρα κι' οι διο σας » να πάτε, τι άσκημη θα δουν γλήγορα εκεί φουρτούνα, » τι έτσι οι Λυκιώτες αρχηγοί τον έσφιξαν, που αιώνια |
360 | » μες στις σφαγές σα σίφουνας τα πάντα συνεπαίρνουν. » Μα αν κόρωσε κι' εδώ η δουλιά και πολεμάτε, ας έρθει » και μόνος ο παλικαράς καν γιος του Τελαμώνα, » κι' αντάμα ο Τέφκρος που καλά κατέχει από δοξάρια.» |
Είπε, κι' εκείνος έστρεξε, ο γιγαντένιος Αίας, | |
365 | και λέει του συνονόματου διο φτερωμένα λόγια « Αδρέφι, οι διο σας τώρα, εσύ κι' ο άξιος Λυκομήδης, » βαστάτε εδώ και δίνενε καρδιά στα παλικάρια » να πολεμούν μ' απόφαση, κι' εγώ θα τρέξω πέρα » ναν τους βοηθήσω στη σφαγή· μα πάλι θα γυρίσω » γλήγορος σαν τους σώσω πριν και φόβο πια δεν έχει.» |
370 | Έτσι είπε ο Αίας κι' έσυρε, κι' αντάμα πήγε ο Τέφκρος |
375 | νά ! τότε οι άλλοι σα θολή τις πολεμίστρες μπόρα ανέβαιναν, των Λυκιωτών οι στρατηγοί κι' αρχόντοι· μα αφτοί τούς πέφτουν σα θεριά και το πελέκι αρχίζει. |
Πρώτος νομάτο σκότωσε ο αντριωμένος Αίας | |
380 | ρήχνοντας πλάκα, π' άξυστη μεγάλη, απάνου απάνου κοίτουνταν μέσα απ' το τειχί κοντά στην πολεμίστρα. Τέτια έφκολα δεν κουβαλάει, όσο γερός κι' αν είναι, με διο του χέρια άντρας θνητός σαν τους θνητούς τούς τώρα· μα μ' ένα αφτός τη σήκωνε. Και ρήχνοντάς την σπά του το κράνο το χαλκόσκαρο, και θρούβαλα τού κάνει |
385 | της κεφαλής τα κόκκαλα χωρίς μισό ν' αφίσει. Και χάμου εκείνος έπεσε απ' τον ολόρθο πύργο σα βουτηχτής, κι' οχ το κορμί φτερούγιασε η ψυχή του. |
Κι' ο Τέφκρος τον Ατρόμητο γιο τ' Απολόχου Γλάφκο | |
390 | και τούκοψε την προθυμιά. Κι' αφτός κλεφτά οχ τον πύργο πίσω πηδάει, μην τόνε δει κάνα Αχαιού το μάτι πως έφαγε λαβωματιά και παινεσές φωνάξει. Τούρθε κακό του Σαρπηδού που τούφεβγε έτσι ο βλάμης, άμα τον είδε· μα έμεινε ν' αγωνιστεί και μόνος, και καθώς είδε τον Αλκμά του μπήγει το κοντάρι |
395 | κι' όξω το σέρνει· τότε αφτός τ' όπλο ακλουθώντας πέφτει μπρούμτα, κι' αχεί η χαλκόπλουμη τριγύρω αρματωσά του. Τότε άρπαξε με τη γερή χερούκλα το μπροστήθι και τράβαε, κι' έπεσε όλο του ως πέρα, και του κάστρου άνοιξε δρόμο σε πολλούς γυμνώνοντάς του απάνου. |
400 | Όμως αφτόνε οι διο αδερφοί ενώθηκαν, κι' ο ένας |
405 | δε μπήκε η μύτη, μοναχά τον άμπωξε ενώ ορμούσε. Έτσι λιγάκι κώλωσε οχ το τειχί, μα πάλι δεν τράβαε χέρι, τι η καρδιά τη νίκη τού διψούσε. |
Γύρισε τότες κι' έκραξε στων Λυκιωτών τ' ασκέρι | |
410 | » Δύσκολο μόνος, βρε παιδιά, κιάς είμαι παλικάρι, » να σπάσω κάστρο, και στρατί ν' ανοίξω ως τα καράβια. » Μόν όλοι ομπρός! τι πιο η δουλιά των πιο πολλώνε αξίζει.» |
Είπε, κι' αφτοί σεβάστηκαν την προσταγή τ' αφέντη | |
414 | κι' όλοι μαζί του πλάκωσαν με πιο μεγάλο πείσμα. |
432 | Μα κι' έτσι που τους Αχαιούς ναν τους τσακίσουν πίσω! μόν στέκανε όπως ζυγαριά της τίμιας στέκει αργάτρας, που έχοντας ζύγι και μαλλιά ζερβόδεξα ισοζιάζει |
435 | σωστά, τι θέλει το ψωμί να βγάλει των παιδιών της· έτσι ίσα αφτών είχε απλωθεί ο πόλεμος κι' η μάχη, ως πούδωκε του Έχτορα ο Δίας πιο μεγάλη τέλος τιμή, και πήδηξε μέσα στο κάστρο πρώτος. |
Έσκουξε τότες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη | |
440 | « Τρώες, ομπρός, λιοντόκαρδοι! Των Αχαιών το κάστρο » σπάστε το, και θεόκαφτη βάλτε φωτιά στα πλοία ! » |
Έτσι τους πύρωσε, κι' αφτοί κάνουν αφτιά κι' ακούνε, | |
445 | κοντάρια χαλκοτρόχιστα, νά ! ο Έχτορας μιά πέτρα αρπάει και φέρνει, πούστεκε εκεί μπροστά στην πόρτα, . χοντρή με μυτερή κορφή· τέτια από χάμου πέτρα γεροί διο αργάτες έφκολα δεν τη φορτώνουν τώρα |
449 | μέσα σε κάρο, όμως αφτός τη χόρεβε και μόνος. |
451 | Πώς ο τσοπάνης έφκολα κριαριού κουρά με τόνα σηκώνει χέρι και πολύ δεν τον λυγάει το βάρος, έτσι την πέτρα σήκωσε, και στις σανίδες ίσα πήγε, στις φράχτρες της μπασιάς, μαστροσφιγμένες στέριες |
455 | αψηλοδίφυλλες, που διο απανωτοί από μέσα σύρτες τις κλιούσαν με μονό καρφί συγκρατημένοι. Και πήγε στάθηκε σιμά και μες τη μέση μ' άχτι τις χτύπησε, ριζώνοντας τα σκέλια που τη ρηξά του να κάνει θρήνος, και τους διο τους τσάκισε ρεζέδες. Μέσα απ' το βάρος έπεσε η πέτρα, και τριγύρω |
460 | βούηξε η πόρτα δυνατά· κι' οι σύρτες δεν αντέχουν, μόν σπάει η ξυλική άλλη αλλού με την ορμή της πέτρας. Πήδηξε τότε ο φοβερός γιος του Πριάμου μέσα μ' όψη άγρια σα γοργής Νυχτός—και ξάστραφτε απ' το σκιάχτη χαλκό που φόραε στο κορμί—βαστώντας διο κοντάρια |
465 | μέσα στις χούφτες του. Κανείς, νάθε προβάλει ομπρός του, δεν τον σταμάταε εξόν θεός την ώρα που πηδούσε μες στη μπασιά, και λες φωτιές τα μάτια του πετούσαν. Γύρισε τότες κι' έκραξε προς το στρατό των Τρώων να μπούνε απάνου απ' το τειχί· κι' εκείνοι ακούν το λόγο, κι' άλλοι από πάνου μονομιάς πηδούσαν, άλλοι πάλι |
470 | χύνουνταν μέσα απ' τη μπασιά. Σκορπούν τότε οι Αργίτες κατά τα πλοία εδώ κι' εκεί, και γόνα πήγε ο κρότος. |