Κι' οι άλλοι στρατηγοί κοντά στα πλοία, καρωμένοι | |
5 | Πώς ρήχνει αστραπομπούμπουνα ο βροντολάλος άντρας της Ήρας, φτιάνοντας βροχή και δυνατό χαλάζι, ή χιόνι όταν οι εξοχές τριγύρω ασπρολογάνε, ή κάπου στόμα αρπαχτικό φαρμακερού πολέμου· Ετσι πυκνά του στέναζαν τα στήθια απ' της καρδιάς του |
10 | το βάθος, και τα σπλάχνα εντός τού θέριζε η τρομάρα. Το μάτι εκεί σαν έρηχνε στους Τρωικούς τους κάμπους, σάστιζε πόσες έκαιγαν φωτιές ομπρός στο κάστρο, τί αβλοί π' αχούσαν κι' όργανα, τί λαλητός αθρώπων· μα πάλε όταν τα πλοία του και το στρατό θωρούσε, |
15· | τρίχες και τρίχες σύριζα τραβούσε οχ το κεφάλι προς τα ουράνια κι' έκλαιγε βαριά η πικρή ψυχή του. Κι' αφτή η βουλή τού φάνηκε σαν πιο καλή στο νου του· πρώτα να πάει στο Νέστορα πριν άλλους κράξει αρχόντους, μην κατεβάσει ωφέλιμη καμιά βουλή μαζί του |
20 | π' ολόκληρο απ' τη συφορά το στράτεμα να σώσει. Κι' εφτύς σηκώνεται, φοράει μεσόρουχο στα στήθια κι' ώρια αμποδένει σάνταλα στα παχουλά ποδάρια, έπειτα βάζει παρδαλή προβιά — μακριά ως στα πόδια — ξανθού μεγάλου λιονταριού, και παίρνει το κοντάρι. |
25 | Μα κι' ο Μενέλας έτρεμε το ίδιο — γιατί ο ύπνος |
30 | ρήχνει, και στο κεφάλι του σηκώνει το χαλκένιο γερό του κράνος και φοράει, και παίρνει το κοντάρι στη σταλωμένη χέρα του. Κι' έτσι ήβγε να ξυπνήσει τον αδερφό του, π' όλους τους στην εξουσία περνούσε τους Αχαιούς, και σα θεό τον λάτρεβε το πλήθος. |
35 | Κι' εκεί τον βρήκε, στ' ακρινό καράβι του από δίπλα, πούβαζε τ' άρματα· κι' αφτός χαρούμενος τον είδε. |
Κι' έπιασε πρώτα ο θαρρετός Μενέλας να μιλήσει | |
40 | » μονάχος πέρα ως στους οχτρούς και να κατασκοπέψει » μες στο σκοτάδι. Σαν πολύ θάχει καρδιά αντριωμένη.» |
Τότες τού κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος | |
45 | » στρατό και πλοία, τι άλλαξε ο γιος του Κρόνου γνώμη. » Του Έχτορα ίσως πιο πολύ λογιάζει τα σφαχτάρια. » Δεν είδα εγώ, δεν άκουσα να πουν πως ένας άντρας » σκέφτηκε ως τώρα συφορές μες σε μιά μέρα τόσες, » όσα μας έκανε δεινά ο Έχτορας, που ωστόσο |
50 | » θεού να πεις ή θέϊσσας δεν είναι ακριβοπαίδι. » Τόση είναι η βλάβη, που θαρρώ καιρό ο στρατός και χρόνια » θάν τη θυμάται· έτσι βαριά μάς έχει αφανισμένους. » Μόν έλα τρέχα γλήγορα και φώναξε τον Αία, » κράξε το Δομενιά, κι' εγώ στου Νέστορα θα τρέξω |
55 | » και θάν του πω να σηκωθεί, μήπως να σύρει θέλει » όξω ως στο τάγμα των φρουρών και διαταγές να δώκει. » Τί αφτόν θ' ακούσουν πιο καλά· τι ο γιος του των φρουρώνε » είναι αρχηγός κι' ο σύντροφος του Δομενιά ο Μηριόνης· » τι αφτούς πιο πρώτα τάξαμε στις πόρτες να φυλάξουν.» |
60 | Τότες του λέει ο άφοβος πολεμιστής Μενέλας |
Τότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους | |
65 | « Εκεί καρτέρα, μην τυχόν στο δρόμο ενώ γυρνούμε » δε σμίξουμε, τι είναι πολλές μέσα απ' τον κάμπο οι στράτες. » Κι' όθες διαβαίνεις, φώναζε περκάλα ν' αγρυπνάνε, » και κάθε αντρός νομάτιζε τη φύτρα τον πατέρα, » τιμώντας όλους. Ξέχανε πια τώρα τις περφάνιες, |
70 | » κι' έλα ας δουλέβουμε κι' εμείς, τι εμάς θαρρώ έτσι ο Δίας » πίκρες μας έγραψε βαριές σα μας γεννούσε η μάννα. » |
Έτσι είπε, και τον έστειλε καλοξηγώντας τα όλα· | |
75 | σε στρώμα απάνου μαλακό, κι' ήταν σιμά του χάμου η πλουμιστή του αρματωσά — ασπίδα, διο κοντάρια, περκεφαλαία αστραφτερή — σιμά 'τανε κι' η ζώνη, όλη στολίδια, πούζωνε ο γέρος σα φορούσε τα χάλκινα άρματα να βγει στον πόλεμο, οδηγώντας τους λόχους, τι από γερατιά δεν ίδρωνε τ' αφτί του. |
80 | Τότε ύψωσε την κεφαλή, στο γέρικο του αγκώνα ακουμπιστός, και ρώτησε το γιο τ' Ατρέα κι' είπε « Πιός είσαι εσύ που περπατάς στα πλοία ομπρός μονάχος » μέσα στης νύχτας την καρδιά, π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται ; » Μην κάνα σύντροφο ζητάς; μην έχασες μουλάρι; |
85 | » Μίλα — άφωνος μην προχωράς — και πες μου, τί γυρέβεις; » |
Τότε απαντάει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους | |
90 | » όσο μου μένει ανασασμός και στέκω ορθός στα πόδια. » Γυρνώ έτσι, τι στα μάτια μου γλυκός δεν κάθεται ύπνος, » που ο πόλεμος μ' ανησυχεί και του στρατού τα πάθια. » Το τί θα γίνουν λαχταρώ, κεφάλι πια δεν έχω, » λες παραζάλη μ' έπιασε, κι' όξω η καρδιά οχ τα στήθια |
95 | » πηδάει, και κάτου μου λυγούν τα γόνατα και τρέμουν. » Μα αν να βοηθήσεις θες, αφού και συ δεν έχεις ύπνο, » έλα και κάτου στους φρουρούς ας πάμε, για να δούμε » μήπως αυτοί απ' την κούραση και νύστα αφανισμένοι » ολότελα αποκοιμηθούν και τη φρουρά ξεχάσουν· |
100 | » τι στέκουν δες! κοντά οι οχτροί, μήτε κανείς κατέχει, » και νύχτα αν δεν τους συνεμπεί ν' ανοίξουνε κοντάρι. » |
Τότε απαντάει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | |
105 | » θα κάνει του κάθε σκοπό που ίσως ολπίζει τώρα, » μόν φίδι και χειρότερο ίσως τον φάει, αν βγάλει » απ' την καρδιά τ' ανήμερο το πείσμα ο Αχιλέας. » Μα το να πάω μαζί σου εγώ, μετά χαράς πηγαίνω· » μα κι' άλλους ας σηκώσουμε, το μαχητή Διομήδη |
110 | » με το Δυσσέα, του Οϊλιά τον Αία, και το Μέγη. » Μα ας τρέξει, αν έχεις άθρωπο, κι' αφτούς να κράξει ακόμα, » τον άρχοντα το Δομενιά, τον Αία του Τελαμώνα· » τι αφτών στην άκρη βρίσκουνται μηδέ σιμά τα πλοία. » Μα το Μενέλα, όσο αρχηγός κι' αν μούνε κι' όσο βλάμης, |
115 | » συμπάθα με, όμως ξάστερα θάν τον μαλώσω, που έτσι » κοιμάται αφτός κι' αδιαφορεί εσύ αν δουλέβεις μόνος. » Σ' όλους τώρα 'ταν χρέος του τους αρχηγούς να τρέχει » ξορκίζοντάς τους· τι πολύ βαριά μας ζώνει ανάγκη. » |
Τότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος | |
120 | « Πάππου, και χάρη άλλη φορά θα σ' τόχω αν του τα ψέλνεις, » τι αναμελάει πολλές φορές και προθυμιά δε δείχνει, » όχι από νου ασυλλογισά η βαρεμό, μόν βλέπει » τι εγώ θα πω κι' ακαρτερεί το σύνθημα να δώκω. » Μα τώρα πριν σηκώθηκε και να με βρει ήρθε πρώτος, |
125 | » κι' εγώ ίσα ίσα αφτούς που λες τον έστειλα να κράξει. » Μόν πάμε, κι' όλους στα πορτιά θα σμίξουμε τους άλλους » με τους φρουρούς μαζί, τι εκεί να συναχτούν τους είπα. » |
Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | |
130 | » όχι δε θάν του λέει κανείς σα βγαίνει και προστάζει. » |
Είπε, και φόρεσε γοργά στα στήθια το σκουτί του, | |
135 | Και πήρε το πολεμικό κοντάρι, μυτωμένο με κοφτερό χαλκό, κι' εφτύς κινάει ομπρός στα πλοία. |
Πρώτονε πήγε ο γέροντας και σήκωσε απ' τον ύπνο | |
140 | κι' απ' την καλύβα βγαίνει εφτύς και τους μιλάει διο λόγια « Τί, ορέ, έτσι μέσα στο στρατό γυρνάτε, ομπρός στα πλοία, » με τα βαθιά μεσάνυχτα; πια ανάγκη σφίγγει τόσο; » |
Τότες του κραίνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | |
145 | » συμπάθα, τι όλους μας βαρύ κακό μας συνεπήρε. » Μα έλα μαζί να κράξουμε και τους λοιπούς πρωτάρχους. » |
148 | Είπε, κι' εκείνος τρέχοντας μες στην καλύβα, ρήχνει |
150 | Πάν τότες του Τυδιά το γιο να βρουν, κι' απ' την καλύβα |
155 | Κι' ο αρχηγός κοιμότανε με κάτω του στρωμένο δέρμα βοδιού, κι' ολόλαμπρο χαλί είχε προσκεφάλι. Κι' ο γέρος ζύγωσε κοντά και τον ξυπνάει κλωτσώντας με το ποδάρι, κι' ανοιχτά τον μάλωσε έτσι κι' είπε « Ξύπνα! τί οργή ψοφολογάς, γιε του Τυδιά, όλη νύχτα; |
160 | » Ή δεν ακούς που κάθουνται σιμά οι οχτροί στα πλοία, » μόλις πια λίγα βήματα, στο καμποβούνι απάνου; » |
Είπε, κι' εκιός σαν αστραπή σηκώθηκε οχ τον ύπνο, | |
165 | » Μα κι' άλλοι τάχατε Αχαιοί δε βρίσκουνται πιο νιοι σου » παντού, να τρέξουν κι' όλους μας να κράξουν έναν ένα » τους αρχηγούς; Μα, γέρο, εσύ περιορισμό δεν έχεις. » |
Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης | |
170 | » Εγώ 'χω αθρώπους και πολλούς —εγώ 'χω ναι και γιους μου » παράξιους — που μπορούν να παν το μήνυμα να δώκουν. » Μα το στρατό πολύ βαριά τον πλάκωσε φουρτούνα, » τι από 'να ράμα κρέμεται η τύχη μας πια τώρα, » τάχα θα ζήσουμε ή γραφτό το ρέμα να μας πάρει. |
175 | » Μόν άμε του Φυλιά το γιο και το γοργό τον Αία » σήκωσ' τους τώρα, αν με πονάς, γιατί είσαι εσύ πιο νιός μου. » Είπε, κι' εκείνος φόρεσε προβιά — μακριά ως στα πόδια — ξανθού μεγάλου λιονταριού, και πήρε το κοντάρι. Και πήγε και τους σήκωσε κι' εκεί τους έφερε όλους. |
180 | Τότες σαν πήγαν των φρουρών και σμίξανε τους λόχους, |
185 | περνάει στα όρη, και πολύς από βοσκούς και σκύλους κρότος κι' αχός, και δε σφαλνούν το μάτι μιά στιγμούλα· έτσι κι' αφτών στα βλέφαρα δεν τους κατέβαινε ύπνος π' όλη τη νύχτα φύλαγαν, τι είχαν το νου τους πάντα κατά τον κάμπο άμα άκουγαν ροβολητό των Τρώων. Κι' άμα τους είδε, χάρηκε με την καρδιά του ο γέρος, |
190 | και πήγε και τους θάρρυνε μ' έναν καλό του λόγο |
192 | « Έτσι φυλάτε, ορές παιδιά, και μη σας πιάνει η νύστα » τα μάτια εδώ, μην πέσουμε στα νύχια των οχτρώνε. » |
Είπε, και το χαντάκι εφτύς περνάει, και παν μαζί του | |
195 | κι' οι καπετάνιοι, όσοι είτανε στη συντυχιά κραγμένοι. Πήγε ο Μηριόνης, πήγε ο γιος του Νέστορα ο λεβέντης, τι τους προσκάλεσαν να παν μαζί ναν τα μιλήσουν. Και το σκαφτό σα διάβηκαν χαντάκι, παν καθίζουν σε λόφο, εκεί που φαίνουνταν στη μέση μια άδια θέση |
200 | δίχως κουφάρια κατά γης, όθενες, πίσω πάλι είχε γυρίσει ο Έχτορας, σα βάραε τους Αργίτες κι' έφτασε η νύχτα κι' έκρυψε όλα τα πάντα γύρω. Εκεί έκατσαν κι' αρχίνησαν να λεν το τί θα κάνουν. |
Και πρώτα ο γερο-Νέστορας πιάνει να πει διο λόγια | |
2 | » στη χώρα, αφού το στράτεμα μάς νίκησαν στη μάχη. » Ίσως τ' αφιγκραστεί όλα αφτά, κι' αν μας γυρίσει πίσω » γερός, θενάναι η φήμη του όθες διαβεί μεγάλη, » σε δύση και σ' ανατολή. Και ζηλεφτά θα λάβει » κανίσκια· τι όσοι ορίζουνε αρχόντοι στα καράβια, |
215 | » όλοι από προβατίνα μιά με τ' άσπρο της μαννάρι » θάν του χαρίσουν — σαν κι' αφτή δε βρίσκεται άλλο χτήμα — » και πάντα, όπου ξεφάντωμα κι' όπου τραπέζι, θάναι.» |
Έτσι είπε, κι' όλοι απόμειναν χωρίς να βγάλουν λέξη. | |
220 | « Γέρο, η περήφανη καρδιά μες στ' άφοβα μου στήθια » μου λέει, εγώ ως μες στων οχτρών τους λόχους να ζυγώσω » Μα αν γίνεται κι' άλλος κανείς ναρθεί μαζί να πάμε· » πιο συντροφιά, και πιότερο για τη δουλιά το θάρρος. » Διό παν μαζί, και πριν αφτός πριν πότε νιώθει ο άλλος |
225 | » το τί συφέρνει· μα αν τυχόν και μόνος όντας νιώσεις, » όμως πιο οκνός σου πάντα ο νους, δε σούχει η γνώμη βάθος.» |
Είπε, κι' αφτοί αρκετοί ήθελαν να παν με το Διομήδη, | |
230 | τόθελε και τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, τόθελε ο αγονάτιστος Δυσσέας μες στους Τρώες να μπει, τι πάντα γύρεβε τον κίντυνο η καρδιά του. |
Τότες τους είπε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος | |
235 | » σύντροφο αν θέλεις, διάλεξε —πάρε όπιον θες ατός σου— » τον πιο άξιο απ' όσους πρόβαλαν, τι αποθυμούν πολλοί τους. » Μα εσύ, από σέβας τάχατες, τον πιο καλό μη θέλεις » ν' αφίσεις, και χειρότερο διαλέξεις, μήτε τήρα » φύτρα ή γενιά κι' αν είναι τος πιο βασιλιάς μεγάλος. » |
240 | Είπε, μα για τον καστανό Μενέλα ανησυχούσε. |
Τότες τους μίλησε ξανά ο θαρρετός Διομήδης | |
245 | » τί είναι όκνος, κι' η θεά Αθηνά τον αγαπάει σα μάννα ; » Μ' αφτόν μαζί, κι' απ' της φωτιάς τις φλόγες μέσα οι διο μας » πίσω γυρνούμε, τι ποτές δεν του σαστίζει ο νους του.» |
Τότες του κάνει ο θεϊκός πολύγνωρος Δυσσέας | |
250 | » τι αφτά που λες, τα ξέρουνε εδώ οι Αργίτες όλοι. » Μόν πάμε! η ώρα πέρασε, η χαραβγή σιμώνει, » έγυρε η πούλια, βρίσκεται στο τέλος τώρα η νύχτα.» |
254 | Έτσι είπαν, και τα φοβερά φορέσανε άρματά τους. |
255 | Κι' έδωκε στου Τυδιά το γιο ο άξιος Θρασυμήδης δίστομο λάζο — τι άφισε στα πλοία το δικό του — κι' ασπίδα, και του φόρεσε έναν ταβρήσο σκούφο με δίχως φούντα ή χάλκινα στεφάνια, π' απλοσκούφι τον λεν και των παλικαριών γλυτώνει τα κεφάλια. |
260 | Και του Δυσσέα τούδωκε ο ξακουστός Μηριόνης, των Κρητικώνε ο στρατηγός, δοξάρι με σαΐτες και σπάθα· και του φόρεσε βοϊδοπετσένιο κράνος στην κεφαλή, που μέσαθες γερά 'τανε ραμένο μ' ένα σωρό λουριά, κι' εχτός γύρω σειρά 'χε δόντια ασπρόδοντου αγριογουρουνιού, κοντά κοντά με τέχνη |
265 | δεμένα· κι' είταν βολικά στη μέση φελπωμένο. Απ' τον Ελιό ο Αφτόλυκος σε περασμένα χρόνια το πήρε — όταν διαγούμισε τον πύργο τ' Αμυντόρου — και τ' Αφιδάμα τόδωκε του Κυθηριώτη, κάτου στη Σκάντια. Αφτός το χάρισε του Μόλου θυμητάρι, |
270 | και πάλε αφτός ναν το φοράει το χάρισε του γιου του. Τότε ο Δυσσιάς το φόρεσε και τούρθε στο κεφάλι. |
Έτσι λοιπόν σαν έβαλαν τα φοβερά άρματά τους, | |
275 | δεξά· μα το καλό πουλί μες στο βαθύ σκοτάδι δεν τόδαν, μόνε λάλησε κι' ακούστηκε η φωνή του. Χάρηκε του Λαέρτη ο γιος με το καλό σημάδι που φάνηκε, και στη θεά δεήθηκε έτσι κι' είπε « Άκου με, κόρη αμάλαγη του Δία, εσύ που πάντα |
280 | » μου παραστέκεις στα δεινά, και σαν κινώ η ματιά σου » με βλέπει, ώ πλήθια αγάπα με, καλή θεά, και τώρα, » και κάνε να γυρίσουμε στα πλοία δοξασμένοι, » μεγάλα κατορθώνοντας που ο οχτρός ναν τα θυμάται.» |
Κατόπι προσεφκήθηκε κι' ο μαχητής Διομήδης | |
285 | » Έλα μαζί μου, θέαινα, σαν που στη Θήβα πήγες » με τον πατέρα μου άλλοτες, το θεϊκό Τυδέα, » σαν έσυρε των Αχαιών στη Θήβα αποσταλμένος. » Εκείνους δίπλα στ' Ασωπού τους άφισε το ρέμα, » και πήγε αφτός ειρηνικά μαντάτα στους Θηβαίους· » όμως γυρνώντας, συφορές τους σκάρωσε και πίκρες |
290 | » μαζί σου, τι δε σάλεβες, θεά μου, απ' το πλεβρό του. » Τώρα έτσι βόηθα πρόθυμα, θεά, και φύλαγέ με, » κι' εγώ σου σφάζω ενός χρόνου δαμάλι κουτελάτο, » αμέρωτο που σε ζυγό δεν τόβαλαν ακόμα· » σ' το σφάζω αφτό χρυσώνοντας τα κέρατά του γύρω.» |
295 | Έτσι είπαν, και τους ξάκουσε τη δέηση η Παλλάδα. |
Λοιπόν αφού δεήθηκαν στην κόρη του μεγάλου | |
Μήτ' αντικρύ τον άφοβο ο Έχτορας στρατό του | |
300 | δεν άφισε να κοιμηθεί, μόν σε βουλή τους πρώτους φωνάζει, όσοι είταν πρόκριτοι και στρατηγοί των Τρώων. Τους έκραξε και το βαθύ κατάστρωσε σκοπό του « Πιός να κερδίσει ορέγεται και τη δουλιά που θέλω » μου τάζει; Ας πει, και πλερωμή τον καρτεράει π' αξίζει. |
305 | » Άμαξα εγώ και διο άλογα μ' ακούραστα τα σνίχια, » τα πιο γοργά που βρίσκουνται στων Αχαιών τα πλοία, » θα δώσω σ' όπιον του βαστάει με δόξα του μεγάλη » να πάει κοντά στων Αχαιών τα πλοία, και να μάθει » αν πάντα τα γοργότρεχα φυλάγουνται καράβια, |
310 | » για τώρα που τα στέρια μας τους ρήμαξαν κοντάρια » έβαλαν πια φεβγιό στο νου, κι' απ' τους μεγάλους κόπους » σπασμένοι, δεν τους πάει η καρδιά τη νύχτα να φυλάξουν.» |
Είπε, κι' αφτοί όλοι απόμειναν χωρίς να βγάζουν λέξη. | |
315 | του Καλόγνωμη, σε χαλκό και σε χρουσάφι πλούσιος· ναι μεν κορμί είχε ασήμαντο, μα πιλαλά τα πόδια, και σπίτι του είταν μονογιός μες σ' αδερφάδες πέντε. Αφτός λοιπόν του Έχτορα του λέει μπροστά στους Τρώες « Έχτορα, ναι ! η ατρόμητη μου λέει καρδιά μου εμένα |
320 | » πέρα να πάω ατά μελανά καράβια και να μάθω. » Μόν σήκωσε έλα το ραβδί, κι' ορκίσου μου στο Δία » πως χαλκοπλούμιστη άμαξα θα μου χαρίσεις κι' άτια, » αφτά που παν στον πόλεμο τον ξακουστό Αχιλέα, » κι' εγώ άκαρπος κατάσκοπος δε θα φανώ σου ή ψέφτης· |
325 | » γιατί ίσα τόσο ως το στρατό θα σύρω, όσο να φτάσω » το πλοίο το βασιλικό, που εκεί οι αρχόντοι τώρα » θάχουν βουλή αν θα μείνουνε ή κάλια να μισέψουν.» |
Είπε, και τότε ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου, | |
330 | » κανείς μας τ' άτια που ζητάς δε θ' ανεβεί, σ' το τάζω, » μόν πάντα θάναι στολισμός δικός σου και καμάρι.» |
Έτσι είπε κι' είπε ψέφτορκα, μα εκείνος πήρε αέρα. | |
335 | και σκούφο νιφιτσόπετσο στην κεφαλή, και πήρε το κοφτερό κοντάρι του. Έτσι κινά απ' τον κάμπο κατά τα πλοία... όμως γραφτό δεν τούταν να γυρίσει και των οχτρών στον Έχτορα να πάει μαντάτα πίσω. |
Έτσι το πλήθος των αντρών αφίνοντας κι' αλόγων, | |
340 | τον νιώθει καθώς ζύγωνε και κάνει του Διομήδη « Κάπιος, Διομήδη, ροβολάει — τήρα — μακριά απ' τους Τρώες, » δεν ξέρω, καν κατάσκοπος των καραβιών καν θέλει » καμιά να κλέψει αρματωσά απ' τα νεκρά κουφάρια. » Μόν άσ' τον πρώτα δίπλα μας να προχωρήσει λίγο |
345 | » όξω απ' τη στράτα, κι' έπειτα ορμάμε εμείς, κι' αμέσως » τον πιάνουμε. Μα αν τρέχοντας τυχόν μας προσπεράσει, » με τ' όπλο εσύ από τους οχτρούς προς τα καράβια πάντα » περιόριζέ τον, μην τυχόν στο κάστρο μας ξεφύγει.» |
Είπαν, και παραμέρισαν όξω απ' το δρόμο, δίπλα | |
350 | μες στους νεκρούς· κι' αθώα αφτός τους πέρασε τρεχάτος. Μα τόσο σαν αλάργεψε όσο μουλάρια οργώνουν μες σε μιας μέρας κάματο, τι αφτά νικούν τα βόδια μες στο βαθύ κατεβατό όταν τραβούν τ' αλέτρι, τότες χοιμάνε απάνου του· κι' εκείνος μες στη στράτα στάθηκε αφτού σαν άκουσε των ποδαριών το χτύπο, |
355 | τι του κρυφόλπιζε η καρδιά πως τον ζητούσαν φίλοι με προσταγή του Έχτορα ναν τον γυρίσουν πίσω. Μα σαν τον ζύγωσαν να πεις μιά κονταριά ή πιο λίγο, νιώθοντας το πως είναι οχτροί κάνει φτερά τα πόδια, και δρόμο! Μα κι' εκείνοι εφτύς τον πήραν καταπόδι. |
360 | Πώς διο σκυλιά καρφόδοντα κυνηγομαθημένα σ' αλάφι ρήχνουνται ή λαγό και κυνηγούν με πείσμα μέσα σε δάσος, κι' ο λαγός μπροστά όπου φύγει φύγει· έτσι κι' αφτοί χωρίζοντας το γιο του κράχτη αλάργα απ' τους δικούς του, επίμονα τον κυνηγούσαν πάντα. |
365 | Μα τη στιγμή που κόντεβε μες στους φρουρούς να πέσει, προς τα καράβια φέβγοντας, πια τότες το Διομήδη τον δυναμώνει η Αθηνά, μην τον προλάβουν άλλοι και πουν π' αφτοί τον σκότωσαν, κι' έρθει κατόπι εκείνος. Κι' έκραξε του Τυδέα ο γυιός, με το κοντάρι ορμώντας |
370 | « Στάσου, μωρέ, και σ' έφαγα ! Ή στάσου ή θα σ' το μπήξω » όπου κι' αν είναι — κι' άκου με —στη ράχη το κοντάρι.» |
Είπε και ρήχνει, μα χωρίς σκοπό ναν τον βαρέσει. | |
375 | και μες στο στόμα του άκουγες τα δόντια που κρπτούσαν. |
Τότες λαχανιασμένοι οι διο τον φτάνουν, και τα χέρια | |
380 | » Για ξαγορά μου ο γέρος μου πολλά θα σας μετρήσει, » αν μάθει ακόμα ζωντανό πως μ' έχουν στα καράβια.» |
Τότες τ' απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε | |
385 | » Γιατί έρχεσαι έτσι μόνος σου οχ το στρατό στα πλοία » μέσα στης νύχτας τη θολιά π' όλοι οι θνητοί κοιμάνται; » Μη θες να κλέψεις άρματα απ' τα νεκρά κουφάρια, » ή μη σε στέλνει ο Έχτορας τα πάντα να ξετάσεις » εδώ στα πλοία ; Ή τόθελες κι' από δική σου γνώμη ; » |
390 | Τότες του λέει ο Δόλονας, και τούτρεμαν τα σκέλια |
395 | » και να ζυγώσω ως στων οχτρών τους λόχους, για να μάθω » αν πάντα τα φτερότρεχα φυλάγουνε καράβια, » ή τώρα που σας ρήμαξαν τα στέρια μας κοντάρια » βάλατε πια φεβγιά στο νου, κι' απ' τους μεγάλους κόπους » σπασμένοι, πια δε θέλετε τη νύχτα να φυλάξτε. » |
400 | Τότες του χαμογέλασε κι' απάντησε ο Δυσσέας |
405 | » Μόν έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια. » Όταν για δω ξεκίνησες, τον Έχτορα, για πες μου, » τώρα σαν πού τον άφισες, τον αρχηγό των Τρώων ; » πούχει βαλμένα τ' άρματα, πού στέκουν τ' άλογά του ; » σαν πώς φρουρούνε οι άλλοι οχτροί και πούναι πλαγιασμένοι ; |
410 | » Και πες σαν τί να μελετάν ; μη θέν αφτού να μείνουν » κοντά στα πλοία, ξέμακρα του κάστρου, ή θα γυρίσουν » στη χώρα, αφού το στράτεμα μάς νίκησαν στη μάχη ; » |
Τότε απαντάει ο Δόλονας, ο γιος του Καλογνώμη | |
415 | » χώρια έχει τώρα συντυχιά με τους αρχόντους όλους » μακριά απ' τους κρότους· κι' οι φρουρές που με ρωτάς, αφέντη, » καμιά ταγμένη επίτηδες δε μας φρουράει τους άντρες. » Όσά 'ναι τζάκια Τρώωνε, σαν πούναι στανεμένοι, » αφτοί αγρυπνούν, και να φυλάν παρακινούνε ο ένας |
420 | » τον άλλονε· όμως οι βοηθοί π' από παντού μας ήρθαν » κοιμάνται και το φύλαγμα τ' αφίνουν για τους Τρώες, » τι αφτών γυναίκες και παιδιά δεν έχει εδώ να πάθουν. » |
Τότες απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε | |
429 | » κοιμάνται τώρα ή χωριστά ; Πες μου καλά, να νιώσω. » |
Τότε απαντάει ο Δόλονας, ο γιος του Καλογνώμη | |
430 | » Της Θύμπρας έπεσε η μεριά στους αλογάδες Φρύγες, » στους Μήονες και στους Μυσούς, στους άσκιαχτους Λυκιώτες. » Μα τί τα θέτε τώρα αφτά ; Του κάκου τα ρωτάτε. » Τι αν να χωθείτε ορέγεστε ως στο στρατό των Τρώων, » νά! οι Θράκες νιοφερμένοι εκεί —στην άκρη, χώρια απ' όλους— |
435 | » κι' ο Ρήσος, γιος του Ηονιά, στη μέση, ο βασιλιάς τους. » Σαν τ' άλογα του εγώ όμορφα δεν είδα ή πιο μεγάλα· » χιόνι δεν είναι ασπρύτερο, άνεμοι πιο δεν τρέχουν. » Τ' αμάξι του είναι τεχνικά μ' ασήμια δουλεμένο » και με χρουσάφια. Αρματωσά χρυσή ήρθε αρματωμένος, |
440 | » θεόρατη αριστούργημα· τέτια άρματα δεν πρέπει » άντρες ναν τα φορούν θνητοί, μόνε οι θεοί οι αιώνιοι. » Μα τώρα εμένα σύρτε με στα γοργοδρόμα πλοία, » ή με τριχιά εδώ δέστε με κι' αφίστε με δεμένο, » ως που να πάτε ως στο στρατό και να με δοκιμάστε, |
445 | » σας τάπα εγώ απαράλλαχτα τα πάντα ή δε σας τάπα. » |
Τότες λοξά τον κοίταξε κι' είπε ο γερός Διομήδης | |
450 | » ξέρεις εσύ των καραβιών να ξαναβρείς το δρόμο, » να κάνεις ή κατασκοπιές ή να μας πολεμήσεις· » μα αν σε χαλάσει ο λάζος μου και κατεβείς στον Άδη, » δεν έχει πια των Αχαιών παιγνίδια ναν τους παίξεις. » |
Είπε, κι' εκείνος ήθελε, πηγουνοπιάνοντάς τον | |
455 | με το παχύ το χέρι του, σπλαχνιά ναν του ζητήσει, μόν ο Διομήδης χοίμηξε και τούχωσε το λάζο μεσόσβερκά του, κι' έκοψε τα δυό ποντίκια αντάμα, κι' έφαγε χώμα η κεφαλή ενώ λαλούσε ακόμα. Και τότες τον ξεσκούφωσαν, του πήραν και τ' ολόϊσο κοντάρι, τη λυκοπροβιά, το λυγιστό δοξάρι· |
460 | αφτά τα σήκωσε αψηλά ο θεϊκός Δυσσέας προς τη λαφύρισσα Αθηνά κι' έτσι είπε με καμάρι « Πάρ' τα με γιά σου αφτά, θεά· τι εσύ πιο πρώτα απ' όλους » τους Ελυμπήσους δώρα μας θα λάβεις. Μα και πάλι » οδήγα μας, θεά, ως εκεί που πέζεψαν οι Θράκες.» |
465 | Έτσι είπε, και τα λάφυρα σηκώνει και τα θέτει |
Έπειτα μέσα απ' το πηχτό το αίμας ροβολώντας | |
470 | και τα κουφάρια, παν γοργά ως στων Θρακών τους λόχους. Αφτοί απ' τον κόπο αχόρταγα κοιμόντουσαν μ' ομπρός τους όλα γυρμένα κατά γης τα χάλκινα άρματά τους, σωστά, με τάξη, τρεις σειρές· κι' είχε ο καθένας δίπλα τα γλήγορά του τ' άλογα· κι' ο Ρήσος μες στη μέση κοιμούνταν, κι' είχε πρόχειρο τ' άσπρο εκειπά ζεβγάρι, |
475 | δεμένο πίσω με λουριά απ' τ' αμαξιού το γύρο. |
Και πρώτος του Λαέρτη ο γιος τον είδε και τον δείχνει | |
480 | » με τ' άρματα έτσι ανόφελα, μόν λύνε το ζεβγάρι· » ή εσύ μαχαίρωνε, κι' εγώ βάζω στο χέρι τ' άτια.» |
Είπε, κι' η άγγιχτη θεά φυσάει μες στο Διομήδη | |
485 | Κι' όπως λιοντάρι π' απαντάει ατσόπανα κοπάδια, πρόβατα ή γίδια, αιμόδιψο τους ρήχνεται στη μέση, έτσι έπεσε και του Τυδιά ο γιος απάς στους Θράκες ως πούφαγε άντρες δώδεκα, ενώ ο σοφός Δυσσέας, όπιον ζυγώνοντας σιμά μαχαίρωνε ο Διομήδης, |
490 | πίσω του αφτός τον έπιανε απ' το ποδάρι, κι' όξω τόνε τραβούσε, τί ήθελε τ' ασπροτριχάτα ζώα με δίχως κόπο να διαβούν, κι' όχι κορμιά πατώντας να φοβηθούν· τι από νεκρούς δεν ήξεραν ακόμα. Μα τέλος πια σαν έφτασε στο βασιλιά ο Διομήδης, |
495 | στερνόνε νέκρωσε κι' αυτόν ενώ βαριά με κόπο ρούχνιζε· τι κακός σβραχνάς τού πλάκωσε στον ύπνο απ' τις ορμήνιες της θεάς τη νύχτα αφτή, ο Διομήδης. Έσφαζε ο ένας, κι' έλυνε τα ζώα τότε ο άλλος, κι' όξω απ' το πλήθος τάβγαλε, σ' ένα λουρί δεμένα, |
500 | βαρώντας τα με δοξαριές· τι ξέχασε στο χέρι να πάρη τ' ώριο καμοτσί απ' τ' όμορφο τ' αμάξι. Έπειτα σφύριξε σιγά να νιώσει ο σύντροφός του. |
Μα έστεκε αφτός κι' ανάδεβε τι πιο σκυλήσο τάχα | |
505 | ή και ν' αρπάξει το αψηλά κουβαλητό στους ώμους— για απ' των Θρακώνε το σωρό να σφάζει ακόμα κι' άλλους. Μα εκεί π' αφτά λογάριαζε στο νου του, νά! κοντά του προφταίνει η κόρη του Διός που στέκει και του κάνει « Γιε του λιοντόψυχου Τυδιά, καιρός πια να τραβήξεις |
510 | » κατά τα πλοία, μήπως πας κυνηγημένος κιόλας, » αν άλλος — που μπορεί — θεός σηκώσει και τους Τρώες.» |
Ένιωσε εκείνος τη φωνή πως η θεά λαλούσε, | |
515 | Μα σαν τυφλός δε φύλαγε κι' ο Αργυροδοξάρης |
520 | κι' άδιο το μέρος βλέποντας πούστεκαν πριν τα ζώα, και τα παιδιά που σπάραζαν λαβωματιές γιομάτοι, ώχου, είπε, τού τον έσφαξαν τον γκαρδιακό του βλάμη. Και βούηξε απ' την ταραχή κι' απ' τις φωνές ο κάμπος πούτρεχε ο κόσμος· κι' έβλεπαν δουλιές φαρμακωμένες |
525 | που οχτροί ήρθαν νύχτα κι' έκαναν και τόστριψαν κατόπι. |
Κι' εκείνοι οι διο τους, φτάνοντας στο μέρος πούχαν σφάξει | |
530 | και τ' άλογα βαράει· κι' αφτά με προθυμία πετούσαν. |
532 | Εκεί το χτύπο ο Νέστορας πρωταγρικάει και κράζει |
535 | » Αλόγων ποδοβολητό σα ν' άκουσαν τ' αφτιά μου. » Αχ και ν' αρπάξανε άλογο οι διο μας αντριωμένοι » έτσι απ' τους Τρώες άξαφνα και να γυρίζουν πίσω ! » Μα τρέμει μέσα μου η καρδιά, μου τρέμει, μήπως πάθουν » οι πιο πολύτιμοι αρχηγοί απ' των οχτρών γιουρούσι.» |
540 | Τόχε δεν τόχε ακόμα πει, κι' οι διο τους νά! προβάλλουν. |
545 | » πες, τ' άτια πώς τα πήρατε ; τί, μπήκατε ως στων Τρώων » μες στο στρατό; ή σας τάδωκε κάνας θεός στο δρόμο; » Μώρ' άλογα τα λες αφτά, για του ηλιού 'ναι αχτίδες; » Σ' όλες τις μάχες βγαίνω εγώ, μηδέ συνήθιο τόχω » θαρρώ να μένω πίσω αργός κιάς είμαι τόσο γέρος· |
550 | » μα τέτια ζώα ως σήμερα δεν ξάνοιξα, δεν είδα. » Θεού θενάναι δώρα αφτά στη στράτα που σας βρήκε, » τι και τους διο σας αγαπάει, το ξέρω, ο Ελυμπήσος » του Κρόνου γιος κι' η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα.» |
Τότες τ' απάντησε ο βαθύς γιος του Λαέρτη κι' είπε | |
555 | « Νέστορα, του Νηλέα γιε, των Αχαιών αθέρα, » θεός αν θέλει, ναι έφκολα και πιο όμορφα από δάφτα » χαρίζει αλόγατα, επειδής πολύ είναι ανότεροί μας. » Μα τ' άτια, γέρο, που ρωτάς, αφτά 'ναι νιοφερμένα » πέρα οχ τη Θράκη· κι' έσφαξε ο θαρρετός Διομήδης |
560 | » το νοικοκύρη μ' άλλους του ως δώδεκα συντρόφους, » που δίπλα εκεί κοιμόντουσαν, καπεταναίους όλους. » Εδώ σιμά μάς έπεσε στα χέρια κι' ένας άλλος » οχτρός, που μας τον έστελναν κατάσκοπο απ' τους Τρώες.» |
Είπε, και μ' όψη ολόγελη διαβαίνει το χαντάκι | |
565 | με τα φαριά· κι' οι άλλοι τους χαρούμενοι ακλουθούσαν Και στου Διομήδη φτάνοντας τη στερεή καλύβα, δένουν τα ζώα στο παχνί με τα καλοκομένα λουριά, στ' αχούρι οπούστεκαν και τάλλα του Διομήδη γοργόποδα άτια κι' έτρωγαν καρδόγλυκο κριθάρι. |
570 | Και τ' άρματα του Δόλονα τ' απίθωσε ο Δυσσέας μες στο καράβι, ως να ψηθεί της Αθηνάς σφαχτάρι. Κατόπι μπαίνουν στο γιαλό κι' απ' τα κορμιά ξεπλαίνουν τον ίδρο, από τα διο μεριά τα σκέλια το κεφάλι. Κι' αφού το κύμα του γιαλού τούς ξέπλυνε από πάνου |
275 | τη λέρα και τον ίδρο τους κι' ανάσανε η καρδιά τους, μπήκαν μες σε καλόξυστα λουτρά ν' απολουστούνε. Κι' αφού με λάδι τρίφτηκαν, λουσμένοι και τριμένοι καθήσανε ψωμί να φαν, και της θεάς μοσκάτο στάζουν κρασί που κένωσαν γιομάτη από κροντήρα. |