<< 1ο χορικό [εισαγωγή] 2ο χορικό >>

Ευριπίδη Μήδεια

Μετάφραση Π. Πρεβελάκη

2ο Επεισόδιο (214-409)

      Η πόρτα ανοίγει. Η Μήδεια προχωρά κατά
το Χορό, έχοντας πίσω της την Παρα-
μάνα. Το πρόσωπό της είναι αγριωπό
και κλαμένο.
  ΜΗΔΕΙΑ   ΜΗΔΕΙΑ
  Κορίνθιαι γυναῖκες͵ ἐξῆλθον δόμων͵ 
μή μοί τι μέμφησθ΄· οἶδα γὰρ πολλοὺς βροτῶν 
σεμνοὺς γεγῶτας͵ τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο͵ 
τοὺς δ΄ ἐν θυραίοις· οἱ δ΄ ἀφ΄ ἡσύχου ποδὸς 
δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν. 
δίκη γὰρ οὐκ ἔνεστ΄ ἐν ὀφθαλμοῖς βροτῶν͵
  Της Κόρινθος γυναίκες, απ' το σπίτι.
να, βγήκα, να μην έχετε να λέτε·
γιατί ξέρω πολλούς μες στους ανθρώπους
περήφανους περίσσια — άλλους τους είδα
με τα μάτια μου κι άλλους έχω ακούσει —
πού με τη ραθυμία τους βγάλαν φήμη
κακή πώς δε σκοτίζουνται για τίποτα. 
Η δικιοσύνη δα δε λημεριάζει
220 ὅστις πρὶν ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς
στυγεῖ δεδορκώς͵ οὐδὲν ἠδικημένος. . . . 
χρὴ δὲ ξένον μὲν κάρτα προσχωρεῖν πόλει . . 
οὐδ΄ ἀστὸν ᾔνεσ΄ ὅστις αὐθάδης γεγὼς 
πικρὸς πολίταις ἐστὶν ἀμαθίας ὕπο. 
  στα μάτια των θνητών, πού πριν προλάβουν
τ' αλλονού την καρδιά να τη διαβάσουν,
από ένα βλέμμα και μόνο, τον κάνουν
εχτρό τους, κι ας μη θέλει το κακό τους.
Ο ξένος κιόλας πρέπει με την πόλη
να γίνεται ένα σώμα· μα κι ο ντόπιος,
μηδ' αυτός το παινάδι μου θ' ακούσει,
αν με την ξιπασιά του τους πολίτες
τους πικραίνει, που δεν τόνε γνωρίζουν.
  ἐμοὶ δ΄ ἄελπτον πρᾶγμα προσπεσὸν τόδε 
ψυχὴν διέφθαρκ΄· οἴχομαι δὲ καὶ βίου 
χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρῄζω͵ φίλαι. 
ἐν ᾧ γὰρ ἦν μοι πάντα γιγνώσκειν καλῶς͵ 
κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ΄ οὑμὸς πόσις.
  Μα το ανέλπιστο εμένα πού με βρήκε,
την ψυχή μου τη ρήμαξε· της ζήσης
μου απόλειψε η χαρά· δε μου απομένει
άλλο, καλές μου, πάρα να πεθάνω.
Αυτός πού το παν είτανε για μένα,
— εγώ το ξέρω ! — ο σύζυγος μου, βγήκε
ο χειρότερος μέσα στους ανθρώπους.
230 πάντων δ΄ ὅσ΄ ἔστ΄ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει 
γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν· 
ἃς πρῶτα μὲν δεῖ χρημάτων ὑπερβολῇ 
πόσιν πρίασθαι͵ δεσπότην τε σώματος 
λαβεῖν· κακοῦ γὰρ τοῦτ΄ ἔτ΄ ἄλγιον κακόν.
       Απ' όλα πόχουνε ψυχή και γνώση,
εμείς, γυναίκες, είμαστε το πλάσμα
το πιο άθλιο. Με χρήματα περίσσια,
πρώτη χρεία ν' αγοράσουμε τον άντρα
και να βάλουμε αφέντη στο κορμί μας·
το ένα κακό χειρότερο από τάλλο!
  κἀν τῷδ΄ ἀγὼν μέγιστος͵ ἢ κακὸν λαβεῖν 
ἢ χρηστόν. οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ 
γυναιξίν͵ οὐδ΄ οἷόν τ΄ ἀνήνασθαι πόσιν. 
ἐς καινὰ δ΄ ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην 
δεῖ μάντιν εἶναι͵ μὴ μαθοῦσαν οἴκοθεν͵
  Μα ο κόμπος είναι αλλού: θα βγει καλός;
θα βγει κακός; Γιατί, να τον χωρίσει,
η γυναίκα δεν τόχει σε τιμή της·
να τον απαρνηθεί, θα πεις· πιο ζόρικο.
Ας έρθουμε και στο άλλο: Σε συνήθειες
και σε νόμους καινούργιους καθώς μπαίνει,
μάντισσα πρέπει νάναι για να ξέρει,
240 ὅτῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ. 
κἂν μὲν τάδ΄ ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ 
πόσις ξυνοικῇ μὴ βίᾳ φέρων ζυγόν͵ 
ζηλωτὸς αἰών· εἰ δὲ μή͵ θανεῖν χρεών. 
  μιά και δεν της το μάθανε στο σπίτι,
πώς να φερθεί με τον ομόκοιτό της.
Βγάλαμε πέρα τη δουλειά; Συγκάνει
στον κοινό βίο ο άντρας μας; Σηκώνει
αβίαστα το ζυγό; Γεια και χαρά μας!
Ειδαλλιώς, ένας θάνατος μας πρέπει.
  ἀνὴρ δ΄͵ ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών͵ 
ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης· 
[ἢ πρὸς φίλον τιν΄ ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς·] 
ἡμῖν δ΄ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν. 
λέγουσι δ΄ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον 
ζῶμεν κατ΄ οἴκους͵ οἳ δὲ μάρνανται δορί·
  Ο άντρας δα, σα βαρεθεί το σπίτι,
έξω θα πάει τη σκάση του να γιάvει
με συνανάθροφο μαζί ή με φίλο·
όμως εμείς σε μιά ψυχή τα μάτια
πρέπει να τα βαστούμε καρφωμένα.
Έχουν να πουν ακίντυνα τη ζήση
πώς την περνούμε στο σπίτι, την ώρα
πού εκείνοι πολεμούν με το κοντάρι.
250 κακῶς φρονοῦντες· ὡς τρὶς ἂν παρ΄ ἀσπίδα 
στῆναι θέλοιμ΄ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ.
  Ανόητος στοχασμός! Τι κάλλιο θάχα
τρεις να σταθώ φορές πλάι στην ασπίδα
παρά μιά και μονάχη να γεννήσω.
  ἀλλ΄ οὐ γὰρ αὑτὸς πρὸς σὲ κἄμ΄ ἥκει λόγος· 
σοὶ μὲν πόλις θ΄ ἥδ΄ ἐστὶ καὶ πατρὸς δόμοι 
βίου τ΄ ὄνησις καὶ φίλων συνουσία͵ 
ἐγὼ δ΄ ἔρημος ἄπολις οὖσ΄ ὑβρίζομαι 
πρὸς ἀνδρός͵ ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη͵ 
οὐ μητέρ΄͵ οὐκ ἀδελφόν͵ οὐχὶ συγγενῆ 
μεθορμίσασθαι τῆσδ΄ ἔχουσα συμφορᾶς. 
τοσοῦτον οὖν σου τυγχάνειν βουλήσομαι͵
       Μα σε μένα και σένα τα ίδια λόγια
δεν ταιριάζουν. Εσύ εδώ 'χεις πατρίδα,
και γονικό σπίτι, κι όλα του βίου
τα καλά, και των φίλων την παρέα.
Κ' εγώ, παντέρμη και πρόσφυγα ως είμαι,
την καταφρόνεση του αντρός σηκώνω
πού από βάρβαρη χώρα μ' έχει κούρσος,
δίχως μάνα ούτε αδέρφι ή συγγενάδι,
που ν' αραξω, μακριά απ' τη συφορα μου.
Έτσι, το μόνο πού θέλω από σένα,
260 ἤν μοι πόρος τις μηχανή τ΄ ἐξευρεθῇ 
πόσιν δίκην τῶνδ΄ ἀντιτείσασθαι κακῶν͵ 
[τὸν δόντα τ΄ αὐτῷ θυγατέρ΄ ἥ τ΄ ἐγήματο] 
σιγᾶν. γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα 
κακή τ΄ ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν· 
ὅταν δ΄ ἐς εὐνὴν ἠδικημένη κυρῇ͵ 
οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα.
  — αν καταφέρω να βρω κάναν τρόπο
τον άντρα μου να κάμω να πλερώσει
την ξαγορά για τούτα μου τα πάθη, —
να μη βγάλεις μιλιά! Γιατί η γυναίκα
τα πάντα τα φοβάται, και δειλιάζει
στη μάχη και στου σίδερου την όψη·
μ' αν το άδικο της γένει στο στεφάνι της,
πιο φόνισσα ψυχή δε γίνεται άλλη.
Χο. δράσω τάδ΄· ἐνδίκως γὰρ ἐκτείσῃ πόσιν͵ 
Μήδεια. πενθεῖν δ΄ οὔ σε θαυμάζω τύχας. 
ὁρῶ δὲ καὶ Κρέοντα͵ τῆσδ΄ ἄνακτα γῆς͵
Χορ.      Όπως τόπες θα πράξω· τί έχεις δίκιο
να τιμωρήσεις τον άντρα σου, Μήδεια.
Μήτε απορώ πού κλαις την ατυχιά σου.
Μα να, τον Κρέοντα βλέπω, αυτής της χώρας
270 στείχοντα͵ καινῶν ἄγγελον βουλευμάτων.    το ρήγα, πού ζυγώνει τα καινούργια
θελήματα του μόνος του να κράξει.
     
Μπαίνει ο γέροντας βασιλιάς Κρέοντας με
την ακολουθία του.
  ΚΡΕΩΝ   ΚΡΕΟΝΤΑΣ
  σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην͵ 
Μήδειαν͵ εἶπον τῆσδε γῆς ἔξω περᾶν 
φυγάδα͵ λαβοῦσαν δισσὰ σὺν σαυτῇ τέκνα· 
καὶ μή τι μέλλειν· ὡς ἐγὼ βραβεὺς λόγου 
τοῦδ΄ εἰμί͵ κοὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν͵ 
πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω.
  Σε σένα, μουτρωμένη κι οργισμένη
με τον άντρα σου, Μήδεια, έχω λόγο
να πω. Φύγε μακριά από τη γη τούτη,
στην εξορία, μαζί με τα παιδιά σου,
και δίχως άργητα! Τι εγώ αποπάνω
στέκω να γίνει ακουστός ο ορισμός μου,
και δε γυρίζω πίσω στο παλάτι
πρίν έξω από τα σύνορα σε βγάλω.
Μη. αἰαῖ· πανώλης ἡ τάλαιν΄ ἀπόλλυμαι. 
ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων͵ 
κοὐκ ἔστιν ἄτης εὐπρόσοιστος ἔκβασις.
Μηδ. Ωχ! Για καλά χαντακωμένη, η μαύρη,
χάνουμαι. Οι εχτροί μου τα πανιά μολάραν,
και, να γλυτώσω, δεν έχει αραξοβόλι.
280 ἐρήσομαι δὲ καὶ κακῶς πάσχουσ΄ ὅμως· 
τίνος μ΄ ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις͵ Κρέον;
  Μα θα ρωτήσω, και μ' όλα πού πάσκω,
Κρέοντα, για ποιάν αφορμή με ξορίζεις;
Κρ. δέδοικά σ΄—οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους— 
μή μοί τι δράσῃς παῖδ΄ ἀνήκεστον κακόν. 
συμβάλλεται δὲ πολλὰ τοῦδε δείματος· 
σοφὴ πέφυκας καὶ κακῶν πολλῶν ἴδρις͵ 
λυπῇ δὲ λέκτρων ἀνδρὸς ἐστερημένη. 
κλύω δ΄ ἀπειλεῖν σ΄͵ ὡς ἀπαγγέλλουσί μοι͵ 
τὸν δόντα καὶ γήμαντα καὶ γαμουμένην 
δράσειν τι. ταῦτ΄ οὖν πρὶν παθεῖν φυλάξομαι.
Κρε. Για το φόβο που σούχω — τί να ψάχνω
γι' άλλες αιτίες;—μην κάμεις στο παιδί μου
κανένα αγιάτρευτο κακό. Πολλά είναι
κείνα πού να σε σκιάζομαι με κάνουν
πολύξερη γεννήθης και σε πλήθια
κακά πιτήδεια, κ' έχεις το μαράζι
πού το κρεβάτι του αντρός σου στερήθης·
κι ακούω πώς φοβερίζεις, ως μου λέγουν,
στο γονιό και στο γαμπρό και στη νύφη
κάτι πώς θα σκαρώσεις. Πρίν να πάθω,
λοιπόν, θα φυλαχτώ. Κάλλιο, γυναίκα,
290 κρεῖσσον δέ μοι νῦν πρός σ΄ ἀπεχθέσθαι͵ γύναι͵
ἢ μαλθακισθένθ΄ ὕστερον μέγα στένειν.
  μισητός να σου γίνω από τα τώρα
παρά να κλαίω τη δείλια μου κατόπι.
Μη. φεῦ φεῦ. 
οὐ νῦν με πρῶτον͵ ἀλλὰ πολλάκις͵ Κρέον͵ 
ἔβλαψε δόξα μεγάλα τ΄ εἴργασται κακά. 
χρὴ δ΄ οὔποθ΄ ὅστις ἀρτίφρων πέφυκ΄ ἀνὴρ 
παῖδας περισσῶς ἐκδιδάσκεσθαι σοφούς· 
χωρὶς γὰρ ἄλλης ἧς ἔχουσιν ἀργίας 
φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι δυσμενῆ. 
σκαιοῖσι μὲν γὰρ καινὰ προσφέρων σοφὰ 
δόξεις ἀχρεῖος κοὐ σοφὸς πεφυκέναι·
Μηδ. Αλίμονο μου!
Δεν είναι η πρώτη, Κρέοντα, παρά κι άλλες
φορές, πού μ' έβλαψε το ξάκουσμά μου
και μεγάλα δεινά μου κατεργάστη.
Όποιος με τα μυαλά σωστά γεννήθη
δεν πρέπει τα παιδιά του να τα κάνει
περίσσια πολυκάτεχα· τι ο κόσμος,
εξόν που γι' ακαμάτηδες τα παίρνει,
τα φτονεί και τα μάχετα από πάνω.
Στους άγναφους καινούργια φώτα αν φέρεις,
όχι σοφόν, αχρείαστο θα σε πούνε·
300 τῶν δ΄ αὖ δοκούντων εἰδέναι τι ποικίλον 
κρείσσων νομισθεὶς ἐν πόλει λυπρὸς φανῇ. 
ἐγὼ δὲ καὐτὴ τῆσδε κοινωνῶ τύχης. 
σοφὴ γὰρ οὖσα͵ τοῖς μέν εἰμ΄ ἐπίφθονος͵ 
τοῖς δ΄ ἡσυχαία͵ τοῖς δὲ θατέρου τρόπου͵ 
τοῖς δ΄ αὖ προσάντης· εἰμὶ δ΄ οὐκ ἄγαν σοφή. 
σὺ δ΄ οὖν φοβῇ με· μὴ τί πλημμελὲς πάθῃς; 
οὐχ ὧδ΄ ἔχει μοιμὴ τρέσῃς ἡμᾶς͵ Κρέον 
ὥστ΄ ἐς τυράννους ἄνδρας ἐξαμαρτάνειν. 
σὺ γὰρ τί μ΄ ἠδίκηκας; ἐξέδου κόρην
  αν πάλι για καλήτερος περάσεις
από κείνους πού ξέρουν λίγα απ' όλα,
καρφί θα τους γενείς μέσα στην πόλη.
Τέτοιο και μένα ριζικό μου εγράφτη.
Πολυκάτεχη ως είμαι, τόνα μέρος
με ζουλεύει, κ' εχτρό του μ' έχει τάλλο,
κι ας μην είναι και τόση η κατεχιά μου.
Κοίτα, συ τώρα μ' έχεις από φόβο
μήπως τίποτα ανάρμοστο σου κάμω.
Στο νου μου δεν το βάνω ν' ασεβήσω
σε ρηγάδες· μόν', Κρέοντα, μη με τρέμεις.
Τί μούχεις φταίξει εσύ; Με κείνον πού είταν
της όρεξης σου πάντρεψες την κόρη σου.
310 ὅτῳ σε θυμὸς ἦγεν. ἀλλ΄ ἐμὸν πόσιν 
μισῶ· σὺ δ΄͵ οἶμαι͵ σωφρονῶν ἔδρας τάδε. 
καὶ νῦν τὸ μὲν σὸν οὐ φθονῶ καλῶς ἔχειν· 
νυμφεύετ΄͵ εὖ πράσσοιτε· τήνδε δὲ χθόνα 
ἐᾶτέ μ΄ οἰκεῖν. καὶ γὰρ ἠδικημένοι 
σιγησόμεσθα͵ κρεισσόνων νικώμενοι.
  Εγώ, τον άντρα μου μισώ· του λόγου σου
όλα με φρονιμάδα τάχεις πράξει.
Και τώρα δε φτονώ την προκοπή σου·
κάντε παντριές, καλότυχοι και νάστε,
μα, αυτή τη γης, αφήστε με και μένα
να τήνε κατοικώ. Κι αδικημένοι
αν είμαστε, δε βγάνουμε μήδ' άχνα·
πιο δυνατοί μας έχουν νικημένους.
Κρ. λέγεις ἀκοῦσαι μαλθάκ΄͵ ἀλλ΄ ἔσω φρενῶν 
ὀρρωδία μοι μή τι βουλεύσῃς κακόν͵ 
τόσῳ δέ γ΄ ἧσσον ἢ πάρος πέποιθά σοι· 
γυνὴ γὰρ ὀξύθυμος͵ ὡς δ΄ αὔτως ἀνήρ͵
Κρε. Αυτά πού λέγεις, στο άκουσμα γλυκά 'ναι·
μα τρέμω μήπως μέσα στην ψυχή σου
μελετάς το κακό, κ' εμπιστοσύνη
λιγώτερη από πρώτα σούχω τώρα. 
Από γυναίκα αψόθυμη, κι από άντρα,
320 ῥᾴων φυλάσσειν ἢ σιωπηλὸς σοφός. 
ἀλλ΄ ἔξιθ΄ ὡς τάχιστα͵ μὴ λόγους λέγε· 
ὡς ταῦτ΄ ἄραρε͵ κοὐκ ἔχεις τέχνην ὅπως 
μενεῖς παρ΄ ἡμῖν οὖσα δυσμενὴς ἐμοί.
  να φυλαχτείς καλήτερα βολεί σου
παρά από μυαλωμένο που σωπαίνει.
Μ' άιντε και μην αργείς· τα λόγια ας λείπουν!
Η διάτα μου είναι μιά, και λίγη η τέχνη σου
για να μείνεις κοντά μας, αν κ' έχτρα μου.
Μη. μή͵ πρός σε γονάτων τῆς τε νεογάμου κόρης. Μηδ. Μή! Προσκυνώ σε! Να χαρείς τη νύφη !
Κρ. λόγους ἀναλοῖς· οὐ γὰρ ἂν πείσαις ποτέ. Κρε. Χαμένα λόγια· γνώμη δε μου αλλάζεις.
Μη. ἀλλ΄ ἐξελᾷς με κοὐδὲν αἰδέσῃ λιτάς; Μηδ. Θα με διώξεις, και μ' όλο πού σου πέφτω;
Κρ. φιλῶ γὰρ οὐ σὲ μᾶλλον ἢ δόμους ἐμούς. Κρε. Καλήτερα απ' το σπίτι μου δε σ' έχω.
Μη. ὦ πατρίς͵ ὥς σου κάρτα νῦν μνείαν ἔχω. Μηδ. Πατρίδα μου, πώς τώρα σου θυμούμαι!
Κρ. πλὴν γὰρ τέκνων ἔμοιγε φίλτατον πολύ. Κρε. Έξω απ' τα τέκνα μου, κ' εγώ αγαπώ την.
Μη. 330 φεῦ φεῦ͵ βροτοῖς ἔρωτες ὡς κακὸν μέγα. Μηδ. Αχ, οι έρωτες! Χαμός για τους ανθρώπους!
Κρ. ὅπως ἄν͵ οἶμαι͵ καὶ παραστῶσιν τύχαι. Κρε. Εγώ σου λέω, η τύχη όπως τα φέρει.
Μη. Ζεῦ͵ μὴ λάθοι σε τῶνδ΄ ὃς αἴτιος κακῶν. Μηδ. Ω Δία! Μη σου ξεφύγει ο αδικητής μου!
Κρ. ἕρπ΄͵ ὦ ματαία͵ καί μ΄ ἀπάλλαξον πόνων. Κρε. Τράβα, ζουρλή, και λείπε με από πόνους!
Μη. πονοῦμεν ἡμεῖς κοὐ πόνων κεχρήμεθα. Μηδ. Εμείς πονούμε, οί πόνοι δε μας λείπουν.
Κρ. τάχ΄ ἐξ ὀπαδῶν χειρὸς ὠσθήσῃ βίᾳ. Κρε. Το χέρι των αντρών μου θα σε διώξει.
Μη. μὴ δῆτα τοῦτό γ΄͵ ἀλλά σ΄ αἰτοῦμαι͵ Κρέον . . Μηδ. Αχ, όχι αυτό! Μόν', Κρέοντα, ζητώ σου...
Κρ. ὄχλον παρέξεις͵ ὡς ἔοικας͵ ὦ γύναι. Κρε. Πας σε μπελά να μας βάλεις, γυναίκα.
Μη. φευξούμεθ΄· οὐ τοῦθ΄ ἱκέτευσα σοῦ τυχεῖν. Μηδ. Θα μισέψουμε· εγώ άλλο σου γυρεύω.
Κρ. τί δαὶ βιάζῃ κοὐκ ἀπαλλάσσῃ χερός; Κρε. Τί μου αντιστέκεις λοιπόν και δε φεύγεις;
340      
Μη. μίαν με μεῖναι τήνδ΄ ἔασον ἡμέραν 
καὶ ξυμπερᾶναι φροντίδ΄ ᾗ φευξούμεθα͵ 
παισίν τ΄ ἀφορμὴν τοῖς ἐμοῖς͵ ἐπεὶ πατὴρ 
οὐδὲν προτιμᾷ μηχανήσασθαι τέκνοις. 
οἴκτιρε δ΄ αὐτούς· καὶ σύ τοι παίδων πατὴρ 
πέφυκας· εἰκὸς δ΄ ἐστὶν εὔνοιάν σ΄ ἔχειν. 
τοὐμοῦ γὰρ οὔ μοι φροντίς͵ εἰ φευξούμεθα͵ 
κείνους δὲ κλαίω συμφορᾷ κεχρημένους.
Μηδ. Τούτη μονάχα τη μέρα άφησε με
να μείνω, να γνοιαστώ το μισεμό μας
και των παιδιών τ' απαραίτητα, σύντας
ο κύρης τους δεν τα ρωτά τί κάνουν.
Εσύ σπλαχνίσου τα· πατέρας είσαι,
κ' η φύση το καλεί να τα πονέσεις.
Αν φύγουμε, για μένα δε με μέλει·
για κείνα κλαίγω, συφορά που τάβρε.
Κρ. ἥκιστα τοὐμὸν λῆμ΄ ἔφυ τυραννικόν͵ 
αἰδούμενος δὲ πολλὰ δὴ διέφθορα·
Kρε. Με γνώμη δε γεννήθηκα τυράννου,
και βλάφτηκα συχνά από τη σπλαχνιά μου
350 καὶ νῦν ὁρῶ μὲν ἐξαμαρτάνων͵ γύναι͵ 
ὅμως δὲ τεύξῃ τοῦδε· προυννέπω δέ σοι͵ 
εἴ σ΄ ἡ ΄πιοῦσα λαμπὰς ὄψεται θεοῦ 
καὶ παῖδας ἐντὸς τῆσδε τερμόνων χθονός͵ 
θανῇ· λέλεκται μῦθος ἀψευδὴς ὅδε. 
νῦν δ΄͵ εἰ μένειν δεῖ͵ μίμν΄ ἐφ΄ ἡμέραν μίαν· 
οὐ γάρ τι δράσεις δεινὸν ὧν φόβος μ΄ ἔχει.
  και σήμερα, το βλέπω, πάω να σφάλω,
κι όμως, γυναίκα, τόχεις το γυρεύεις.
Μα ξέρε το από πρίν: Αν η λαμπάδα
του ήλιου που θ' ανατείλει σε αντικρύσει
με τα παιδιά σου μες στα σύνορα μας,
θα πεθάνεις! Το λέγω και το κάνω.
      Φεύγει με την ακολουθία του.
Χο. [δύστανε γύναι͵] 
φεῦ φεῦ͵ μελέα τῶν σῶν ἀχέων. 
ποῖ ποτε τρέψῃ; τίνα πρὸς ξενίαν;
Χορ. Αχ, ωιμένα, κακόπαθη, ποιός ο καημός σου!
Που θα σύρεις και που θε να ξενοβραδιάσεις;
360 ἦ δόμον ἢ χθόνα σωτῆρα κακῶν 
ἐξευρήσεις; 
ὡς εἰς ἄπορόν σε κλύδωνα θεός͵ 
Μήδεια͵ κακῶν ἐπόρευσε.
  Ένα σπίτι, μιά γη, να σε σώσει
απ' τα πάθη σου, θάβρεις;
Σε ποιο πέλαο ο θεός απροσπέραστο πόνους
σ' έχει, Μήδεια, ριγμένη!
Μη. κακῶς πέπρακται πανταχῇ· τίς ἀντερεῖ; 
ἀλλ΄ οὔτι ταύτῃ ταῦτα͵ μὴ δοκεῖτέ πω. 
ἔτ΄ εἴσ΄ ἀγῶνες τοῖς νεωστὶ νυμφίοις 
καὶ τοῖσι κηδεύσασιν οὐ σμικροὶ πόνοι. 
δοκεῖς γὰρ ἄν με τόνδε θωπεῦσαί ποτε͵ 
εἰ μή τι κερδαίνουσαν ἢ τεχνωμένην;
Μηδ. Όσα 'χει ο κόσμος βάσανα τα σούρνω·
ποιός θα μου αντιλογήσει; Μα πώς έτσι
θα παν αυτά, μην το θαρρείτε ακόμα.
Έχουν αγώνα μπρος τους τα νιογάμπρια,
και τα πεθερικά, μπελάδες όχι λίγους.
Θαρρείς θα τον καλόπιανα ποτέ μου,
αν δεν είταν για κέρδος ή για δόλο;
370 οὐδ΄ ἂν προσεῖπον οὐδ΄ ἂν ἡψάμην χεροῖν. 
ὃ δ΄ ἐς τοσοῦτον μωρίας ἀφίκετο͵ 
ὥστ΄ ἐξὸν αὐτῷ τἄμ΄ ἑλεῖν βουλεύματα 
γῆς ἐκβαλόντι͵ τήνδ΄ ἀφῆκεν ἡμέραν 
μεῖναί μ΄͵ ἐν ᾗ τρεῖς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν νεκροὺς 
θήσω͵ πατέρα τε καὶ κόρην πόσιν τ΄ ἐμόν. 
πολλὰς δ΄ ἔχουσα θανασίμους αὐτοῖς ὁδούς͵ 
οὐκ οἶδ΄ ὁποίᾳ πρῶτον ἐγχειρῶ͵ φίλαι·
πότερον ὑφάψω δῶμα νυμφικὸν πυρί͵ 
ἢ θηκτὸν ὤσω φάσγανον δι΄ ἥπατος͵
  Μήδε μιλιά μαζί του θάχα, μήδε
το χέρι μου θα τάγγιζε ποτέ του.
Μα αυτός σε τέτοια μωρία έχει φτάσει,
πού αντίς να μου χαλάσει το παιχνίδι,
πετώντας με έξω απ' τη χώρα, μ' αφήκε
ν' απομείνω και τούτη την ημερα,
πού θα μου φτάσει τρεις απ' τους εχτρούς μου
κουφάρια να τους κάμω: τον πατέρα,
τη θυγατέρα και το σύζυγο μου. 
     Απ' τις πολλές πούχω για κείνους στράτες
του θανάτου, δεν ξέρω ποιάν, καλές μου, 
να πρωτοπάρω. Φωτιά να τους βάλω
στο νυφόσπιτο; Για ξίφος να μπήξω
ακονισμένο στα σκώτια τους μέσα,
380 σιγῇ δόμους ἐσβᾶσ΄͵ ἵν΄ ἔστρωται λέχος. 
ἀλλ΄ ἕν τί μοι πρόσαντες· εἰ ληφθήσομαι 
δόμους ὑπεσβαίνουσα καὶ τεχνωμένη͵ 
θανοῦσα θήσω τοῖς ἐμοῖς ἐχθροῖς γέλων. 
κράτιστα τὴν εὐθεῖαν͵ ᾗ πεφύκαμεν 
σοφαὶ μάλιστα͵ φαρμάκοις αὐτοὺς ἑλεῖν. 
εἶἑν· 
καὶ δὴ τεθνᾶσι· τίς με δέξεται πόλις; 
τίς γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους 
ξένος παρασχὼν ῥύσεται τοὐμὸν δέμας; 
οὐκ ἔστι. μείνασ΄ οὖν ἔτι σμικρὸν χρόνον͵
  στην κάμαρα τρυπώνοντας κλεφτάτα,
όπου έχουνε στρωμένο το κρεβάτι; 
Μα κάτι με αντισκόβει· αν με τσακώσουν
απάνω στο κατώφλι να ετοιμάζω
το φονικό, κακό θάνατο βρίσκω
και στους εχτρούς μου γίνουμαι περγέλιο.
Κάλλιο την ίσια στράτα εγώ να πάρω,
όπου τεχνίτρα μ' έχει κάμει η φύση,
και να τους αφανίσω με φαρμάκι.
Πάει καλά. 
Νά τους νεκρούς. Ποια χώρα θα με θέλει
τώρα πια; Και ποιός ξένος, δίνοντας μου
καταφύγι τον τόπο του και σκέπη
το σπίτι του, θα σώσει το κορμί μου; 
Απ' αυτά τίποτα. Λοιπόν μιά στάλα
ας περιμένουμε ακόμα, κι ανίσως
390 ἢν μέν τις ἡμῖν πύργος ἀσφαλὴς φανῇ͵ 
δόλῳ μέτειμι τόνδε καὶ σιγῇ φόνον· 
ἢν δ΄ ἐξελαύνῃ ξυμφορά μ΄ ἀμήχανος͵ 
αὐτὴ ξίφος λαβοῦσα͵ κεἰ μέλλω θανεῖν͵ 
κτενῶ σφε͵ τόλμης δ΄ εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν. 
οὐ γὰρ μὰ τὴν δέσποιναν ἣν ἐγὼ σέβω 
μάλιστα πάντων καὶ ξυνεργὸν εἱλόμην͵ 
Ἑκάτην͵ μυχοῖς ναίουσαν ἑστίας ἐμῆς͵ 
χαίρων τις αὐτῶν τοὐμὸν ἀλγυνεῖ κέαρ. 
πικροὺς δ΄ ἐγώ σφιν καὶ λυγροὺς θήσω γάμους͵
  άπαρτο κάστρο αναφανεί μπροστά μας,
τότε τραβώ, στα κουφά και με δόλο,
για το φόνο· μ' αν είναι να μου γίνει
το αγιάτρευτο κακό, τότε το ξίφος
αρπάζω, κι ας μου μέλλει να πεθάνω,
και τους χαλώ, τη βία αποτολμώντας.
Τί, μά τη δέσποινα που εγώ λατρεύω
πάνω απ' όλα και πούχω διαλεγμένη
για συνεργό μου, την Εκάτη, μέσα
βαθιά στο φωτογόνι πού θρονιάζει,
δε θα την πάρει τη χαρά κανείς τους
πως μούκαψεν εμένα την καρδιά μου!
Τις παντριές τους εγώ πικρές και μαύρες
400 πικρὸν δὲ κῆδος καὶ φυγὰς ἐμὰς χθονός. 
ἀλλ΄ εἶα· φείδου μηδὲν ὧν ἐπίστασαι͵ 
Μήδεια͵ βουλεύουσα καὶ τεχνωμένη· 
ἕρπ΄ ἐς τὸ δεινόν· νῦν ἀγὼν εὐψυχίας. 
ὁρᾷς ἃ πάσχεις· οὐ γέλωτα δεῖ σ΄ ὀφλεῖν 
τοῖς Σισυφείοις τοῖς τ΄ Ἰάσονος γάμοις͵ 
γεγῶσαν ἐσθλοῦ πατρὸς Ἡλίου τ΄ ἄπο. 
ἐπίστασαι δέ· πρὸς δὲ καὶ πεφύκαμεν 
γυναῖκες͵ ἐς μὲν ἔσθλ΄ ἀμηχανώταται͵
  θα τις κάμω, πικρή και τη συγγένεια,
πικρό και το φευγιό μου από τη χώρα!
Μόν' άιντε, Μήδεια, βάλε τα όσα ξέρεις
στους λογισμούς και στα τεχνάσματα σου·
τράβα μπροστά στο φοβερό σου το έργο·
τώρα την αφοβιά σου θα τη δείξεις!
Το βλέπεις τι υποφέρεις· δε θα δώσεις
το δικό σου αναγέλασμα αντιπροίκι
στα στέφανα της φάρας του Σισύφου
μ' έναν Ιάσονα, εσύ, κόρη αντρειωμένου
πατέρα, της γενιάς του Ηλίου βλαστάρι!
Τη γνώση εσύ την έχεις· τί δα η φύση
αν μας έκαμε ανάξιες, τις γυναίκες,
για το καλό, στα πονηρά τα πάντα
409 κακῶν δὲ πάντων τέκτονες σοφώταται.   δεν έχει πιο πολύξερες τεχνίτρες.

 

 

<< 1ο χορικό [εισαγωγή] 2ο χορικό >>

Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Φεβρουάριος 2001