περιεχόμενα

Η πρώτη αγάπη (1)

Νίκης-Στέλλας Σιδερίδου

Από το βιβλίο "Το τραγούδι της μοναξιάς"

Η πολιτειούλα απλώνεται ήσυχη ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα, πλημμυρισμένη στο πράσινο κι αρωματισμένη με τα γιασεμιά της. Κρυστάλλινα νερά κατρακυλούν απ' τι; γύρω Βουνοκορφές, περνούν μέσα από τα περιβόλια με τις μουσμουλιές και τις βερικοκιές και χύνονται στη δροσερή θάλασσα του Κορινθιακού, θεόρατα σκιερά πλατάνια ανακατεύουν τα κλαδιά τους με τις λεύκες και τις καρυδιές, ενώ τα κυπαρίσσια υψώνουν περήφανα την κορμοστασιά τους στον ουρανό. Στους εξοχικούς δρόμους οι βατομουριές συνθέτουν με τις λυγαριές και τις ροδοδάφνες την ποιητικήν ατμόσφαιρα της μοναξιάς, ποτίζοντας την με την αψάδα τους. ενώ τα τζιτζίκια πάνω στα δέντρα τονίζουν ασταμάτητα το τραγούδι της γαλήνης και της σιωπής. Στις εξοχές της παντού βρυσούλες κελαρύζουν τα δροσόνερά τους και χάνονται μέσα στις φτέρες και τ' αγριοσέλινα. Το Βενετσιάνικο κάστρο και το γραφικό λιμανάκι κάνουν την πολιτεία να μοιάζει με μινιατούρα ξεχασμένη στον τοίχο παλιού μισογκρεμισμένου και χορταριασμένου αρχοντικού.

Στα στενά δρομάκια και στα μονοπάτια της μικρής αυτής πόλης έτυχε να γράψω την πρώτη, σελίδα της ζωής μου, που ήταν και η μόνη σημαντική.

Ήμουν δεκαεφτά χρόνων κι αγαπούσα τον Πωλ! Μέχρι τώρα μου φαίνεται περίεργο, πώς μέσα στην καρδιά της Ρούμελης, ανάμεσα σε τόσους συμμαθητές που άκουγαν στα συνηθισμένα ονόματα Γιάννης, Δημήτρης ή Θανάσης, έτυχε ν' αγαπήσω έναν Πωλ. Αλλ' αυτό ήταν μια ολόκληρη ιστορία, γιατί ο Πωλ γεννήθηκα και μεγάλωσε στην Αμερική και κείνο το χρόνο ήρθε να εγκατασταθεί με τη μητέρα του στην πατρίδα της, τη μικρή μας πόλη.

Απ' όλην αυτή την ιστορία το μόνο που είχε για μένα σημασία ήταν, άτι από την πρώτη στιγμή που τον είδα, ο Δημήτρης και ο Θάνος, που κατά καιρούς απασχολούσαν την εφηβική μου φαντασία με τρυφερά όνειρα, εξαφανίστηκαν απ' την καρδιά μου, για να δώσουν αποφασιστικά τη θέση τους στον Πωλ. Αν και η ανεμελιά μου, που με τη ζωντάνεια της μου έδινε μιαν ηγετική θέση μέσα στην τρελλοπαρέα μας, έδειχνε μια κοπέλλα ανεύθυνη κι επιπόλαιη, κατά βάθος ήμουνα πολύ σοβαρή και στοχαστική και δεν με συγκινούσε η επιφάνεια, αλλά πάντα έψαχνα να βρω την ψυχή και την ουσία των ανθρώπων και των πραγμάτων.

Έτσι εκείνο που με τράβηξε στον Πωλ ήταν η αστραφτερή προσωπικότητά του και η ψυχή που καθρεφτιζόταν στα γκριζογάλανα σαν ασημένια μάτια του και, στην πίκρα που έδειχναν τα τρυφερά του χείλη με το αιώνιο μελαγχολικό χαμόγελο. Δεν πρόσεξα αν ήταν όμορφος ή άσχημος, ψηλός ή κοντός, φτωχό:: ή πλούσιος. Ακόμα κι αυτά που ψιθύριζαν στο στενό κύκλο της επαρχιακής μας πόλης για τη γέννηση του μ' άφηναν τελείως αδιάφορη.

Εκείνο που πρωτοδιάβασα στα μάτια του Πωλ για μένα ήταν ένας απέραντος θαυμασμός — κάτι σαν ξάφνιασμα. Πολλές φορές από μικρή άκουγα να λένε. πως μοιάζω σαν ξανθή νεράιδα, ή σαν βασιλοπούλα του παραμυθιού με τα γαλανά μου μάτια και τις χρυσές πλεξίδες, μα ποτέ δεν έδωσα σημασία κι αντίθετα όλ' αυτά τα κολακευτικά λόγια μ' ενοχλούσαν και τα θεωρούσα σαν ένδειξη υπερβολικής φιλοφροσύνης από τους ανθρώπους του κύκλου μου, που την επηρέαζε η υπερβολική στοργή του πατέρα μου, γιατί ήταν ο καλύτερος γιατρός στη μικρή μας πόλη. Για πρώτη φορά τώρα μέσα στο βλέμμα του Πωλ συνειδητοποίησα την αξία της ομορφιάς μου και την αποδέχτηκα, γιατί ήταν σα να πήρε ένα ιδιαίτερο νόημα για μένα με την αναγνώριση της εκ μέρους του.

Μέσα στα δικά μου όμως μάτια αστραποβολούσε η πρώτη ορμητική αγάπη για Κείνον. Γι' αυτό μ' όλο που, σαν παραχαϊδεμένο παιδί, ήμουν συνηθισμένη να ικανοποιούνται όλες μου οι επιθυμίες, μπροστά σε Κείνον έχανα την αυτοπεποίθηση μου και την ορμή και γινόμουν ένα δειλό και συνεσταλμένο κοριτσάκι, που δεν μ' αναγνώριζε πια η παλιά μου παρέα. Μα φαίνεται πως πιο αναποφάσιστος και δειλός από μένα είχε γίνει ο Πωλ.

Κι αυτό συνεχίστηκε κι όταν ακόμα ξεθαρρευτήκαμε τόσο. ώστε να τολμούμε να κάναμε έναν περίπατο μαζί. Περπατούσαμε τότε στο μονοπάτι με τις βατομουριές πλάι-πλάι, χωρίς να μιλάμε, κι οι λυγαριές μας έστελναν το αψύ τους άρωμα — αυτό το άρωμα που έμεινε στην ανάμνηση μου σαν το πιο μεθυστικό άρωμα της Γης — που μας αγκάλιαζε κάνοντας έντονη την αίσθηση της μοναξιάς και της σιωπής. Το άγγιγμα του κορμιού του δίπλα μου με μεθούσε με μιαν ανείπωτη ηδονή και με τρέλλαινε τόσο, που έχανα την αίσθηση του χώρου και του χρόνου κι ήταν σα να υψωνόμουν μετέωρη στους κόσμους της απόλυτης ευτυχίας, στην αιωνιότητα.

Χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να τολμώ να τον κοιτάζω μέσα στα μάτια κι αυτές ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές, που γνώρισα στη ζωή. Τότε δεν υπήρχαν για μένα άλυτα φιλοσοφικά προβλήματα, ούτε και κανένα άλλο πρόβλημα απασχολούσε τη σκέψη μου, γιατί έβρισκα την απάντηση όλων μέσα στο τρυφερό και στοχαστικό βλέμμα τον Πωλ. Καμιά ευτυχία δεν μπορούσε να συγκριθεί με την πληρότητα, που ένοιωθα αυτές τις ασύγκριτες στιγμές.

Κι ο καιρός περνούσε πάνω μας φτερωτός, κι εγώ μάταια περίμενα ν' ακούσω απ' το στόμα του λόγια αγάπης, ακόμα κι όταν οι σχέσεις μας έγιναν πιο τρυφερές. Μου έπαιρνε, θυμάμαι, καμιά φορώ το πρόσωπο μου, καθώς είμαστε σκυμμένοι πάνω απ' τις πικροδάφνες ή δίπλα σε μια κρυστάλλινη πηγή, και το κρατούσε μέσα στις φούχτες του και τα μακριά του δάχτυλα έτρεμαν και μυρμήκιαζαν από τη συγκίνηση, σα να κρατούσε κάτι απίστευτα πολύτιμο και ιερό... Με κοίταζε βαθιά στα μάτια, μα ποτέ δεν δοκίμασε να με φιλήσει. Εκείνες τις στιγμές αισθανόμουν σαν να ήμουν ένα πολύ τρυφερό κι εύθραυστο τριαντάφυλλο μέσα σ' ένα σπάνιο βάζο, απ' αυτά που στόλισαν κάποτε τους τάφους των Φαραώ και που κρατούν τώρα θαμπωμένα πάνω τους τα μάτια των τουριστών με τη χρυσαφιά διαφάνεια τους στο Μουσείο του Καΐρου. Τα χέρια του μοσχοβολούσαν άλλοτε πασχαλιές κι άλλοτε θυμάρι. Κι η αναστάτωση μου γινόταν τόσο δυνατή, που μου έφερνε πόνο στην καρδιά.

Συχνά στους ατέλειωτους περιπάτους μας καθόμουν δίπλα του και κοιτούσα πέρα από το προφίλ του με τ' αδρά χαρακτηριστικά τα κυπαρίσσια να υψώνουν τους βαθυπράσινους κορμούς τους σαν θαυμαστικά στο Άπειρο. Κι όταν το βλέμμα μου σταματούσε στα καλοσχεδιασμένα χείλη του, μια ακατανίκητη έλξη με τραβούσε προς αυτόν, που μ' έκανε να αισθάνομαι πως μ' έσπρωχνε μέσα σε μιαν άβυσσο. Μα Εκείνος καθόταν ακίνητος, με το βλέμμα χαμένο στον ορίζοντα και με μιαν αδιόρατη θλίψη στην άκρη του τρυφερού στόματος...

Παρ' όλα αυτά εγώ εξακολουθούσα να κάνω τρελλά όνειρα, πως κάποτε θα μου έλεγε πως μ' αγαπάει και θα δεχότανε να παντρευτούμε και πως θα 'κανα ωραία και γερά παιδιά, που θα έμοιαζαν σε κείνον. Άλλοτε πάλι, επειδή φοβόμουν μήπως η μεγάλη του ευαισθησία τον έκανε να νοιώθει σαν τέρας μπροστά στην πεντάμορφη βασιλοπούλα, ονειρευόμουν πως ήμουν η βασιλοπούλα του παραμυθιού κι αντιμετώπιζα τέρατα και στοιχειά κι έκαιγα τα δάχτυλα μου κεριά ή έλειωνα σαράντα ζευγάρια σιδερένια γοβάκια, περνώντας βουνά, λαγκάδια και δάση, να φτάσω «στα γαλανά βουνά με τους κοκκαλένιους πύργους της αγάπης», να λυθούν τα μάγια και να λυτρωθεί το βασιλόπουλο, που η κακιά μάγισσα το μεταμόρφωσε σε τέρας.

Κι όλα αυτά τα λαχταρούσα όχι γιατί με πείραζε, εμένα, αν ο Πωλ υστερούσε σε κάτι. Εγώ τον αγαπούσα έτσι όπως ήταν. Αγαπούσα την ακτινοβολία των συναισθημάτων, που τον πλημμύριζαν και που αντικατοπτρίζονταν στο βλέμμα και τα τρυφερά του χείλη. Κι αντιμετώπιζα με τη φαντασία όλ' αυτά τα τέρατα και τα στοιχειά, γιατί ήθελα να φύγει απ' τα χείλη του η πίκρα, ήθελα να φωτίσει το τρυφερό του βλέμμα η χαρά της εφηβικής μας ηλικίας. Ήθελα να μπορούσε να μου πει πως μ' αγαπά κι ας μη μου το 'λεγε. Ήθελα να μάθω αν μ' αγαπούσε.

Άλλοτε πάλι καταριόμουν τη Μοίρα, που μου έδωσε αυτό το λυγερό κορμί, το γεμάτο χυμούς κι αστραφτερή ζωντάνεια, και λαχταρούσα να ήμουν ένα συνηθισμένο άχρωμο πλάσμα, να μπορούσε να μου μιλήσει ελεύθερα, να λύνονταν τα μάγια, που τον κρατούσαν ανήμπορο. Όμως η σκέψη αυτή μου φαινόταν τερατώδης και δεν τολμούσα να την κάνω, παρά μονάχα για χατήρι του Πωλ. Αντίθετα πίστευα πως ήμουν μικρή κι ασήμαντη μπροστά του και πως δεν του άξιζα, γιατί σε κείνον θα άξιζε μια αληθινή βασιλοπούλα του παραμυθιού. Ήθελα να ήμουν πιο μεγάλη, πιο όμορφη, πιο έξυπνη, πιο μορφωμένη, ένα πλάσμα αιθέριο, μια νεράιδα, που θα διαλυόταν κάτω από το αγκάλιασμά του και που θα τον κέρδιζε για πάντα τυλίγοντας τον με το μαγικό πέπλο της. Ίσως τότε να μ' αγαπούσε με την ίδια λαχτάρα, που τον αγαπούσα κι εγώ.

Μ' όλο που βασανιζόμουν ανάμεσα σ' αυτές τις αντιθέσεις, έζησα την εποχή εκείνη μιαν ασύγκριτη ευτυχία δίπλα του, μέσα σε μια φύση καμωμένη επίτηδες για να πλαισιώσει την πρώτη αγάπη, καθώς βαδίζαμε δίπλα στις σιωπηλές λυγαριές ή ρεμβάζαμε παρακολουθώντας το βιολετί δειλινό ψηλά απ' τον 'Αη Λια του Κάστρου να βυθίζεται στην ασημένια θάλασσα.

Φαίνεται όμως ότι είναι αλήθεια. πως μια κακιά Μοίρα κατατρέχει την ευτυχία. Γιατί τώρα που τελείωσα το Γυμνάσιο, ο πατέρας μου ήθελε να με στείλει δυο - τρία χρόνια στην Αγγλία, όπου ήταν εγκατεστημένη μια θεία μου. για να συμπληρώσω τις σπουδές μου στην Αγγλική γλώσσα και Φιλολογία. Όχι πως επηρεάστηκε απ' τα σχόλια του κόσμου. Εκείνος ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά το σύνδεσμό μου με τον Πωλ. Πίστευε πως ήταν ένα καπρίτσιο ενός παραχαϊδεμένου παιδιού και του έκανε την ίδια εντύπωση, όπως και αν μου άρεσε να κάνω βόλτες μ' ένα τεράστιο λυκόσκυλο ή να παίζω με μια μαϊμού.

Για μένα η απόφαση του ήταν κάτι το εφιαλτικό, θα έκανα το παν για να μην πραγματοποιηθεί, αν μου έδινε λίγο θάρρος ο Πωλ. Εκείνος όμως στην απελπισία μου αντέταξε μια παράλογη ψυχραιμία και μου είπε πως έπρεπε ν' ακούσω τον πατέρα μου και να χωριστούμε. Μου έλεγε πολλά για να με πείσει, μα εγώ δεν άκουγα τίποτε άλλο. Κοίταζα μόνο τα μάτια και τα χείλη του, που θα τα έχανα για τόσον καιρό, κι η απόγνωση μου μού θόλωνε το μυαλό. Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει κι ίσως γι' αυτό μου φάνηκαν τα δικά του μάτια πιο σκοτεινά και σαν θολά από συγκρατημένα δάκρυα κι η γραμμή της πίκρας στην άκρη των χειλιών του πιο έντονη.

Τότε του είπα πως τον αγαπώ, πως δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς εκείνον, πως ήθελα να παντρευτούμε και να ζήσω κοντά του ως το θάνατο. Τον ικέτευα να μη μ' αφήσει να φύγω, να με κρατήσει σφιχτά στην αγκαλιά του για πάντα. Ούτε θυμάμαι τί του έλεγα μέσα στην απελπισία μου. Τότε το βλέμμα του έγινε σκληρό κι απόμακρο και μου είπε πως εκείνος ήθελε προς το παρόν την ελευθερία του και πως είχαμε καιρό να σκεφτούμε, σ' αυτό το διάστημα που θα έλειπα. Έφυγα, αφού τον παρακάλεσα τουλάχιστον να μου γράφει εκεί στην ξενιτειά.

Κι όμως δεν πήρα ποτέ απάντηση στα γράμματα μου, που όλο γίνονταν και πιο θερμά, πλημμυρισμένα από έναν πόθο ασυγκράτητο, που κατρακυλούσε στις σελίδες τους σαν ορμητικός χείμαρρος. Αντίθετα έφταναν ως εμένα ακαθόριστες φήμες για ξενύχτια και όργια, για φτηνές περιπέτειες κι εύκολες γυναίκες. Έμαθα ακόμα, πως όταν έφυγα έσπασε το βιολί του, που όταν το έπαιζε για μένα, μ' έκανε να χάνοι την αίσθηση του υλικού κόσμου, άλλοτε βυθίζοντας με σ' έναν ωκεανό τρυφερότητας κι άλλοτε αναστατώνοντας με από ένα βίαιο πάθος. Τώρα συνόδευε με μια κιθάρα τα ξενύχτια της τρελλοπαρέας.

Άρχισα ν' αμφιβάλλω, αν με είχε αγαπήσει ποτέ, κι ενώ γινόμουν τρελλή από τη ζήλεια και καιγόμουν από τον πόθο να ήμουν το χειρότερο τρελλοκόριτσο της παρέας, μόνο για να αισθανόμουν, έστω και μια φορά ν' ακουμπούσαν τα χείλη του πάνω στα δικά μου, από αντίδραση προσπαθούσα να ξεχαστώ στη συντροφιά κανενός απ' τους ξανθούς νεαρούς, που με τριγύριζαν μέσα στην καταχνιά του New Castle. Μα κανείς δεν μπορούσε να σβήσει από τη μνήμη και τη φαντασία μου τον Πωλ. Όλοι μου φαίνονταν άψυχα ανέκφραστα αγάλματα νεκρής πόλης χαμένης εποχής, που κάποιος μάγος τους έδωσε ζωή και με σπασμωδικές κινήσεις χόρευαν γύρω μου, σαν μαριονέττες.

Απελπισμένη στεκόμουν στις όχθες του Tyne, που χωρίζει το Ντάραμ από το Νορθάμπερλαντ, κυλώντας τα νερά του τόσο ήσυχα, ώστε να μην μπορείς να καταλάβεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Κοίταζα μελαγχολικά το Νορθάμπερλαντ και μου φαινόταν τόσο κοντινό, αλλά σύγχρονος και τόσο μακρινό κι απρόσιτο, σα να βρισκόταν η ευτυχία μου εκεί απέναντι, στην άλλη όχθη του ποταμού, κι εγώ μάταια άπλωνα τα χέρια μου για να τη φτάσω...

Πνιγμένη μέσα στον ωκεανό της απελπισίας μου, ήμουν αποφασισμένη να δώσω ένα τέλος σ' αυτό το μαρτύριο με την ξαφνική επιστροφή μου στην Ελλάδα, όταν έφτασε σε μένα το μήνυμα του θανάτου του Πωλ! Τότε ο κόστος καταποντίσθηκε γύρω μου και πίστεψα πως η ζωή είχε τελειώσει για μένα...

Κι ωστόσο η ζωή συνεχίστηκε, γιατί δεν τελειώνει παρά μονάχα με το θάνατο. Έτυχε μάλιστα να παντρευτώ και να κάνω ένα χαριτωμένο παιδί. Έτυχε ακόμα ο άντρας μου να είναι πολύ πλούσιος και να μου προσφέρει την πολυτέλεια της αδιάκοπης αλλαγής. Γιατί ταξίδεψα πολύ και γνώρισα με τις καλύτερες συνθήκες τα ωραιότερα μέρη της Γης, έχοντας πάντα γύρω μου ανθρώπους εξαιρετικούς. Τίποτε όμως δεν μπόρεσε να σβήσει απ' την καρδιά μου τη μορφή του Πωλ, που με ακολουθεί παντού, μελαγχολικά πλαισιωμένη απ' τα ρομαντικά τοπία της μακρινής μου Πατρίδας.

Κι όπου κι αν βρίσκομαι η ψυχή μου πετάει στην όμορφη μικρή μας πόλη, εκεί όπου τα πάντα ευωδιάζουν απ' τ' αρώματα των λουλουδιών, όπου τα τζιτζίκια συνθέτουν τη μελωδία της σιωπής κι οι κρύες βρυσούλες ποτίζουν αιώνια τη μοναξιά, κατρακυλώντας τα γάργαρα νερά τους ανάμεσα στ' αγριοσέλινα, τα πολυτρίχια, τους μενεξέδες και το φλησκούνι. Εκεί όπου αγκαλιά με τις πικροδάφνες και τις λυγαριές μπορεί ν' ανθίζει η πρώτη αγάπη κι όπου έχει καταφύγει η ομορφιά κι η αλήθεια της ζωής. Η ποίηση του κόσμου...

Και δεν λυπάμαι γιατί η ζωή δεν μου ξανάδωσε τις ανεπανάληπτες εκείνες συγκινήσεις της πρώτης μου αγάπης, που στάθηκε και η μοναδική της ζωής μου, αλλά γιατί λείπει από τις αναμνήσεις μου η πρώτη ερωτική εξομολόγηση κι ένα αδέξιο τρυφερό φιλί από Κείνον, που γέμισε την καρδιά μου για πάντα με την παρουσία του. Κι είναι στιγμές που η αμφιβολία μου βαραίνει την ψυχή, αν είχε ποτέ ανταπόκριση η αγάπη εκείνη, που σφράγισε όλη μου τη ζωή με το παράπονο του ανεκπλήρωτου...


1. Αναδημοσιεύτηκε α.) στην εφ. «Μετέωρα», 16 Φλεβάρη 1936, αριθ. 63, σελ. 12 και αλλού, 6) στο περ. «Paradıse», Νοέμβριος 1996, αριθ. 32, σελ. 1-5, Bluffon - USA, γ) στό περ. «Kafla Inter Continental», Ιούλιος - Αύγουστο, 1998, αριθ. 19, σελ. 23 - 26, India, μεταφρασμένο στα Αγγλικά, ενώ έχει μεταφραστεί και στα Γαλλικά από τη Βελγίδα ποιήτρια Mimosa Letocart.


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=2488