περιεχόμενα

Ο Κολαούζος

Σοφία Κλήμη Παναγιωτοπούλου

Από το βιβλίο "Ανθολογία Λογοτεχνικών Κειμένων"

Ήταν διπλαρωμένος στο μουράγιο. Κατάμαυρο το σκαρί. Άσπρη η γέφυρα. Και το όνομα του γραμμένο με κίτρινη λαδομπογιά μαζί με το νηολόγιο: Πειραιάς.

Ξόμπλι του, τα δυο φανάρια - σβησμένα τούτη την ώρα - δεξά ζερβά στα πλευρά του. Το ένα πράσινο, το άλλο κόκκινο, να σημαδεύει την ιερή, την απαραβίαστη μπάντα του πλεούμενου.

Ακινητούσε πάνω σε μια θάλασσα λάδι και καθρεφτίζονταν στα νερά του λιμανιού με την άχαρη κοψιά του. Ο πλοηγός. Ο πιλότος που λένε. Δηλαδή, ο κολαούζος.

Αυτός που μπαζοβγάζει τα μεγάλα καράβια στα λιμάνια του κόσμου· που τα βοηθά να διαβούν τα δύσκολα μπουγάζια, τα καθοδηγεί να παρακάμψουν τα ρήχια και τα ύφαλα.
Θυμάμαι ένα βράδυ - πες το ξημέρωμα - τέλη Νοέμβρη του '94, στο στενό της Μεσσήνας. Πα να 'πει ανάμεσα κάτω Ιταλία και Σικελία.

Οι επιβάτες του κρουαζιερόπλοιου, ύστερα από το φαγοπότι και το γλέντι, κοιμόταν, ανέμελοι για το προς τα που μας πήγαινε η ρότα του καραβιού. Πλέαμε ημιταχώς ώρα τρεις ξημερώματα, προς το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Που η μια γαυγίζει φοβερά με έξι στόματα κι αρπάζει στα δόντια της τους ναυτικούς καθισμένη στη στεριά της Καλαβρίας κι η άλλη από απέναντι αναρουφά τα νερά της θάλασσας κι ύστερα τα ξερνά από ψηλά και τα στρουφίζει, δημιουργεί δίνες και ρούφουλες, παγίδες και θανάσιμους κινδύνους για τα πλεούμενα τα εμπιστευμένα στη δυνότητα του τιμονιέρη και την επιείκεια του Ποσειδώνα.

Πλέαμε ημιταχώς - με τον τεράστιο όγκο και το εκτόπισμα μας, ξημερώματα, χειμώνα καιρό, προς το μπουγάζι της Μεσσήνας.

Κάτι λαχταρούσε μέσα στην καρδιά μου. Η φωνή του δάσκαλου, ο μαυροπίνακας, ένας κρεμασμένος χάρτης στον τοίχο κι ο χάρακας που έδειχνε, ακριβώς, το σημείο που ο ταραγμός της θάλασσας ησυχασμό ποτέ δεν είχε απ' αυτά τα δυο στοιχειά: τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.

Ακουμπισμένη στην κουπαστή, εκεί στο έβδομο κατάστρωμα, με το ψιλόβροχο και τον αγέρα να με δέρνουν τσουχτερά, ανυπομονούσα να συναντηθώ με τον μύθο. Να προσκρούσω, πρόσμενα, πάνω στην αιώνια στιγμή του. Εδώ, σε τούτο το σημάδι που έδειχνε τότε ο χάρακας του δάσκαλου πάνω στον χάρτη, μέσα στη σχολική αίθουσα του Δημοτικού..

Ένα μικρό, γρήγορο πλεούμενο φάνηκε στην αριστερή μας μπάντα. Ήταν ο κολαούζος. Εμείς, κάναμε "κρατεί" στις μηχανές, σχεδόν ακινητοποιηθήκαμε. Ο κολαούζος μας πλεύρισε. Κάποιος έκανε σκάντζα απ' τη μικρή μπουκαπόρτα που άνοιξε στα ίσαλα γι αυτόν ακριβώς το σκοπό. Ήταν ο ντόπιος πλοηγός. Ανέβηκε στο πιλοτήριο. Ανέλαβε, μας είπαν, την ευθύνη του πλοίου μας.

Ξαναβάλαμε μπρος με την ελάχιστη ταχύτητα. Κι άρχισε το πέρασμα μας στο στενό.

Η θάλασσα, μια σαϊτιά τόπος ανάμεσα στις δυο αντικρυστές στεριές.

Από δω κι από κει, το ψυχανεμιζόσουν, η Σκύλλα κι η Χάρυβδις, τα δυο θεριά, αγρυπνούσαν. Αγρυπνούσαν μα λούφαζαν δαμασμένα απ' την ανθρώπινη επιβολή πάνω στα στοιχεία της φύσης.

Οι φάροι, οι προβολείς, οι σηματοδότες, τα σινιάλα, σημάδευαν τις κακοτοπιές. Ο ντόπιος πλοηγός συντόνιζε τη ρότα μας ανάμεσα στις σημαδούρες με περισσή φροντίδα· κι η εποπτεία της ακτοφυλακής μας καθοδηγούσε. Ολάκερη η σύγχρονη τεχνολογία στη διάθεση της σημερινής ναυσιπλοΐας.

Το μεγάλο καράβι, κάτασπρο κάστρο, πάμφωτο, επιβλητικό και περήφανο, περνούσε ανάμεσα στους ρούφουλες των νερών και τις κατεβασιές των ανέμων, με προσοχή μα και στερεή σιγουριά, το στενό της Μεσσήνας. Οργυά οργυά λιγόστευε την απόσταση, προχωρούσε αποφασιστικά προς την έξοδο του μπουγαζιού.

Στ' απόνερα μας σκαμπανέβαζε, κρατώντας απόσταση αναμονής, ο μικρός κολαούζος. Τώρα πια, να, κάπου εκεί περ' απ' τα φώτα των σινιάλων, στην πρώρα μας, ανοίγονταν το σκοτάδι του φαρδιού κόλπου και στον ορίζοντα χάραζε το πρώτο αμυδρό φως της αυγής. Ο διάπλους είχε συντελεσθεί.

Ο πλοηγός κατέβηκε απ' το πιλοτήριο, σκατζάρησε πάλι στον κολαούζο. Μας άφησε στο ανέμελο συναπάντημα μας με τη μέρα.

Τρία κοφτά κι ένα παρατεταμένο σφύριγμα, αχολόγησαν γύρωθε τη χαρά και τον αποχαιρετισμό του καραβιού μας που πια, μ' όλη του τη στίμη, χύθηκε λεύτερο μπροστά.

Είχα ευτυχήσει, μια φορά ακόμα, να συμπορευτώ με το μύθο· και χιλιάδες χρόνια μετά, να συναντηθώ με τα χνάρια του ταξιδευτή, του Οδυσσέα, που οι στίχοι του Όμηρου τον έφεραν ως εδώ. Όπως κάποτε άλλοτε, στη Via Dolorosa, τον ανηφορικό δρομίσκο της Ιερουσαλήμ, πίστεψα πως πάτησα πάνω στα ίχνη απ' τα ματωμένα πόδια του Ραβουνί και λάχτισε η καρδιά μου. Και στην Πέλλα, που περπάτησα με τους ίσκιους του Φίλιππου και του Αλέξανδρου· και στις Μυκήνες... και την Κνωσσό ... και...

Να συναντιέσαι με το θαύμα, έστω και μη κατανοώντας το, να το αγγίζεις. Τι μέγιστο προνόμιο να νιώθεις αυτό το άγγιγμα και να σέβεσαι τη στιγμή που σου τυχαίνει!

Τώρα στεκόμουν εδώ, στο λιμάνι της Πάτρας, μπροστά σ΄ αυτόν τον αραγμένο κολαούζο και αποθαύμαζα. Ό,τι πιο αταίριαστο, παράταιρο για τον χώρο και παράξενο, τραβούσε την περιέργεια και την απορία μου· μα και τον συμμερισμό μου.

Πεντέξι πολύχρωμα κλουβιά, με καρδερίνες και καναρίνια που κελαϊδούσαν και τιτίβιζαν φλύαρα, κρέμονταν ολόγυρα στη γέφυρα. Κι ακόμα, πιο εντυπωσιακό, γλάστρες με βασιλικά φούντωναν και θρασομανούσαν πίσω απ' το τζάμι της μικρής καμπίνας.

Έβλεπες την προσπάθεια για τη μεταφορά της στεριανής φύσης πάνω στο μικρό πλεούμενο κι αναρωτιόσουν: είναι μια τρυφερή φροντίδα για τα πετεινό του ουρανού; Μήπως ένας καθρεφτισμός της ψυχής με την άβυσσο της;

Ριζωμένοι, φυλακισμένοι - πες καλύτερα - οι άνθρωποι του κολαούζου μέσα στα λιμάνια και τις στενωσιές της θάλασσας, με μοναδικές διαδρομές τα πηγαινέλα τους σε λίγες κατοσταριές μέτρα δίπλα στα ποντοπόρα καράβια - στον ίσκιο κυριολεκτικά και τ' απόνερα τους - ζητούν συντροφικότητα και βρίσκουν συναδέλφωση στην σκλαβιά τους, σε τούτα τα ριζωμένα και φυλακισμένα έμψυχα: τις καρδερίνες και τα βασιλικά.

Τόσος καημός, τόσο εύγλωττα εκφρασμένος... Να στοιβάζεται στα κλουβιά και τις γλάστρες!

Ζήτησαν, οι βαρδιανοί του κολαούζου, να διευρύνουν τον περιορισμένο ορίζοντα του δρομολογίου τους, να δώσουν νότα χαράς στην άχαρη δουλειά τους, με το τιτίβισμα του πουλιού και την ευωδιά των μυριστικών. Κι αντί γι' αυτό - τόσο μπόρεσαν -πρόσθεσαν στη σκλαβιά τους γείτονες σκλάβους που η φροντίδα τους τους σκλάβωσε πιότερο.

Σαν τους άλλους, όλους εμάς τους άλλους, τους στεριανούς, που με τα έχεια μας - έμψυχα κι άψυχα - περιτειχίζουμε και οριοθετούμε την ψυχή και τη λευτεριά μας.


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=2847