Δημοσθένης

Ὀλυνθιακὸς Γʹ

Μετάφραση-Σχόλια Νικ. Σ. Γκινόπουλος

Δεν μου έρχεται εις τον νουν, ώ Αθηναίοι, να έχω τας ιδίας σκέψεις, τας ιδίας εντυπώσεις, και όταν προσέξω εις τα πράγματα και όταν προσέξω εις τους λόγους, τους οποίους ακούω· διότι τα πράγματα δεν συμφωνούσιν εντελώς με τους λόγους. Και παρατηρώ ότι οι μεν λόγοι στρέφονται εις το ζήτημα: Πώς να τιμωρήσωμεν τον Φίλιππον, ενώ τα πράγματα παρατηρώ ότι κατήντησαν εις τοιούτο σημείον, ώστε να παρίσταται ανάγκη να σκεφθώμεν, όχι πώς να τιμωρήσωμεν τον Φίλιππον, αλλά πώς να μη κακοποιηθώμεν ημείς πρωτύτερα από αυτόν. Όσοι λοιπόν σας λέγουν τέτοια πράγματα μου φαίνεται, ότι δεν κάμνουν τίποτε άλλο, παρά ότι πλανώνται, επειδή σας παριστάνουν όχι την αληθινήν κατάστασιν της υποθέσεως, περί της οποίας σκέπτεσθε. [1] οὐχὶ ταὐτὰ παρίσταταί μοι γιγνώσκειν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅταν τ᾽ εἰς τὰ πράγματ᾽ ἀποβλέψω καὶ ὅταν πρὸς τοὺς λόγους οὓς ἀκούω· τοὺς μὲν γὰρ λόγους περὶ τοῦ τιμωρήσασθαι Φίλιππον ὁρῶ γιγνομένους, τὰ δὲ πράγματ᾽ εἰς τοῦτο προήκοντα, ὥσθ᾽ ὅπως μὴ πεισόμεθ᾽ αὐτοὶ πρότερον κακῶς σκέψασθαι δέον. οὐδὲν οὖν ἄλλο μοι δοκοῦσιν οἱ τὰ τοιαῦτα λέγοντες ἢ τὴν ὑπόθεσιν, περὶ ἧς βουλεύεσθε, οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες ὑμῖν ἁμαρτάνειν.
Μάλιστα, υπήρξεν εποχή, κατά την οποίαν η πόλις μας ήτο ικανή, όχι μόνον τας κτήσεις της ασφαλώς να διατηρή, αλλά και τον Φίλιππον να τιμωρήση—αυτό το ηξεύρω, και το ηξεύρω πολύ καλά· διότι επί των ημερών μου και ουχί προ πολλού χρόνου ήσαν δυνατά και τα δύο αυτά· τόρα όμως είμαι πεπεισμένος ότι είνε αρκετόν εις ημάς να προλάβωμεν κατ' αρχάς το εξής: πώς να σώσωμεν τους συμμάχους μας—πριν τιμωρήσωμεν τον Φίλιππον! Διότι, αν τούτο ασφαλώς επιτύχωμεν, τότε θα είνε δυνατόν να σκεπτώμεθα ποίον θα τιμωρήσωμεν και με ποίον τρόπον· πριν δε θέσωμεν ορθώς την βάσιν του ζητήματος—την σωτηρίαν των συμμάχων, νομίζω ότι είνε μάταιον να κάμνωμεν οιονδήποτε λόγον περί του τέλους αυτού—πώς δηλαδή να τιμωρήσωμεν τον Φίλιππον... [2] ἐγὼ δέ, ὅτι μέν ποτ᾽ ἐξῆν τῇ πόλει καὶ τὰ αὑτῆς ἔχειν ἀσφαλῶς καὶ Φίλιππον τιμωρήσασθαι, καὶ μάλ᾽ ἀκριβῶς οἶδα· ἐπ᾽ ἐμοῦ γάρ, οὐ πάλαι γέγονεν ταῦτ᾽ ἀμφότερα· νῦν μέντοι πέπεισμαι τοῦθ᾽ ἱκανὸν προλαβεῖν ἡμῖν εἶναι τὴν πρώτην, ὅπως τοὺς συμμάχους σώσομεν. ἐὰν γὰρ τοῦτο βεβαίως ὑπάρξῃ, τότε καὶ περὶ τοῦ τίνα τιμωρήσεταί τις καὶ ὃν τρόπον ἐξέσται σκοπεῖν· πρὶν δὲ τὴν ἀρχὴν ὀρθῶς ὑποθέσθαι, μάταιον ἡγοῦμαι περὶ τῆς τελευτῆς ὁντινοῦν ποιεῖσθαι λόγον.
Αι παρούσαι περιστάσεις —τόρα περισσότερον από άλλοτε — έχουν τω όντι, ανάγκην μεγάλης σκέψεως και συνεχούς φροντίδος· αλλ' εγώ δεν θεωρώ δυσκολώτατον πράγμα το να συμβουλεύσω τί απαιτούν αι σημεριναί περιστάσεις, αλλά δεν ηξεύρω το εξής: με ποίον τρόπον πρέπει, ώ Αθηναίοι, να σας ομιλήσω περί αυτών (1). Διότι είμαι πεπεισμένος—εξ όσων όχι μόνον εγώ, αλλά μαζί με άλλους θετικώς γνωρίζω και εξ ιδίας αντιλήψεως και εξ ακοής—αι περισσότεραι περιστάσεις μας έφυγαν από τα χέρια, μάλλον διότι δεν θέλετε να κάμνετε ό,τι πρέπει, παρά διότι δεν εννοείτε. Αλλά νομίζω δίκαιον, εάν ομιλώ με κάποιαν ελευθεροστομίαν, να υποφέρετε τούτο, εξετάζοντες μόνον αν λέγω την αλήθειαν και αν ομιλώ διά τον λόγον αυτόν, ίνα και αι άλλαι υποθέσεις σας πάρουν καλύτερον δρόμον διότι βλέπετε ότι με το να ομιλώσι μερικοί —γνωστοί προδόται— προς ευχαρίστησιν των ακροατών, η παρούσα κατάστασις έφθασεν εις κάθε είδος αθλιότητος. [3] ὁ μὲν οὖν παρὼν καιρός, εἴπερ ποτέ, πολλῆς φροντίδος καὶ βουλῆς δεῖται· ἐγὼ δ᾽ οὐχ ὅ τι χρὴ περὶ τῶν παρόντων συμβουλεῦσαι χαλεπώτατον ἡγοῦμαι, ἀλλ᾽ ἐκεῖν᾽ ἀπορῶ, τίνα χρὴ τρόπον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πρὸς ὑμᾶς περὶ αὐτῶν εἰπεῖν. πέπεισμαι γὰρ ἐξ ὧν παρὼν καὶ ἀκούων σύνοιδα, τὰ πλείω τῶν πραγμάτων ἡμᾶς ἐκπεφευγέναι τῷ μὴ βούλεσθαι τὰ δέοντα ποιεῖν ἢ τῷ μὴ συνιέναι. ἀξιῶ δ᾽ ὑμᾶς, ἂν μετὰ παρρησίας ποιῶμαι τοὺς λόγους, ὑπομένειν, τοῦτο θεωροῦντας, εἰ τἀληθῆ λέγω, καὶ διὰ τοῦτο, ἵνα τὰ λοιπὰ βελτίω γένηται· ὁρᾶτε γὰρ ὡς ἐκ τοῦ πρὸς χάριν δημηγορεῖν ἐνίους εἰς πᾶν προελήλυθε μοχθηρίας τὰ παρόντα.
Αλλ' αναγκαίον θεωρώ να σας υπενθυμίσω πρώτον ολίγα γεγονότα. Ενθυμείσθε βέβαια, ώ Αθηναίοι, ότε σας ήλθεν η αγγελία ότι ο Φίλιππος ήτο εν Θράκη —είνε τόρα τρία η τέσσαρα χρόνια — και επολιόρκει το Ηραίον τείχος (2)· τότε λοιπόν—ήτο ο μην Μαιμακτηριών (3) και επειδή εγίνοντο πολλαί συζητήσεις και ο θόρυβος μεταξύ σας ήτο ισχυρός και διαρκής—απεφασίσατε να αποστείλετε τεσσαράκοντα πολεμικά πλοία και να εισέλθετε εις αυτά οι ίδιοι οι πολίται, οι έχοντες ηλικίαν έως τεσσαράκοντα πέντε ετών, και να γίνη συνεισφορά από εξήκοντα τάλαντα. [4] ἀναγκαῖον δ᾽ ὑπολαμβάνω μικρὰ τῶν γεγενημένων πρῶτον ὑμᾶς ὑπομνῆσαι. μέμνησθ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτ᾽ ἀπηγγέλθη Φίλιππος ὑμῖν ἐν Θρᾴκῃ τρίτοντέταρτον ἔτος τουτὶ Ἡραῖον τεῖχος πολιορκῶν. τότε τοίνυν μὴν μὲν ἦν μαιμακτηριών· πολλῶν δὲ λόγων καὶ θορύβου γιγνομένου παρ᾽ ὑμῖν ἐψηφίσασθε τετταράκοντα τριήρεις καθέλκειν καὶ τοὺς μέχρι πέντε καὶ τετταράκοντ᾽ ἐτῶν αὐτοὺς ἐμβαίνειν καὶ τάλανθ᾽ ἑξήκοντ᾽ εἰσφέρειν.
Και μετά ταύτα επέρασε το έτος εκείνο, επέρασαν και του επομένου οι μήνες Εκατομβαιών, Μεταγειτνιών και Βοηδρομιών (4) και μόλις κατά τον μήνα αυτόν και μετά τα Ελευσίνια μυστήρια (5) απεστείλατε τον Χαρίδημον με τί; με δέκα μόνον πλοία, κενά πολιτών—διά να τα γεμίση αυτός από μισθοφόρους— και με πέντε μόνον τάλαντα αργυρών νομισμάτων!..... Διότι μόλις σας ήλθεν η είδησις ότι ο Φίλιππος αληθώς ησθένει ή ότι απέθανε — διότι και αι δύο ειδήσεις ήλθον— νομίσαντες ότι δεν ήτο πλέον κατάλληλος περίστασις να στείλετε βοήθειαν, εγκαταλείψατε, ω Αθηναίοι, την αποστολήν των πλοίων. Και εν τούτοις η περίστασις εκείνη, την οποίαν σεις παρημελήσατε, ήτο η καθαυτό κατάλληλος περίστασις να τρέξωμεν εις βοήθειαν διότι, εάν τότε με προθυμίαν ετρέχομεν εις την Θράκην— όπως είχομεν αποφασίσει—, δεν θα μας ηνώχλει σήμερον ο Φίλιππος, αλλ' ημείς—ναι ημείς με την αμέλειαν μας τον εσώσαμεν!.. [5] καὶ μετὰ ταῦτα διελθόντος τοῦ ἐνιαυτοῦ τούτου ἑκατομβαιών, μεταγειτνιών, βοηδρομιών· τούτου τοῦ μηνὸς μόγις μετὰ τὰ μυστήρια δέκα ναῦς ἀπεστείλατ᾽ ἔχοντα κενὰς Χαρίδημον καὶ πέντε τάλαντ᾽ ἀργυρίου. ὡς γὰρ ἠγγέλθη Φίλιππος ἀσθενῶν ἢ τεθνεώς (ἦλθε γὰρ ἀμφότερα ), οὐκέτι καιρὸν οὐδένα τοῦ βοηθεῖν νομίσαντες ἀφεῖτ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸν ἀπόστολον. ἦν δ᾽ οὗτος ὁ καιρὸς αὐτός· εἰ γὰρ τότ᾽ ἐκεῖσ᾽ ἐβοηθήσαμεν, ὥσπερ ἐψηφισάμεθα, προθύμως, οὐκ ἂν ἠνώχλει νῦν ἡμῖν ὁ Φίλιππος σωθείς.
Αλλά τα γενόμενα δεν είνε τόρα δυνατόν να μεταβληθώσιν—ό,τι έγινεν—έγινε· σήμερον μας ήλθε μία ευκαιρία άλλου πολέμου, χάριν της οποίας ανέφερα τα ανωτέρω, ίνα μη πάθετε τα ίδια, τα οποία επάθετε και τότε· πώς λοιπόν θα μεταχειρισθώμεν την ευκαιρίαν αυτήν, ω Αθηναίοι; πρέπει να τρέξετε εις βοήθειαν διότι, εάν δεν τρέξετε εις βοήθειαν και μάλιστα με όλην σας την δύναμιν, κυττάξετε να ιδήτε κατά ποίον τρόπον σεις θα διεξαγάγετε όλον τον πόλεμον προς ωφέλειαν του Φιλίππου, σαν να είσθε στρατηγοί του. [6] τὰ μὲν δὴ τότε πραχθέντ᾽ οὐκ ἂν ἄλλως ἔχοι· νῦν δ᾽ ἑτέρου πολέμου καιρὸς ἥκει τις, δι᾽ ὃν καὶ περὶ τούτων ἐμνήσθην, ἵνα μὴ ταὐτὰ πάθητε. τί δὴ χρησόμεθ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τούτῳ; εἰ γὰρ μὴ βοηθήσετε παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν, θεάσασθ᾽ ὃν τρόπον ὑμεῖς ἐστρατηγηκότες πάντ᾽ ἔσεσθ᾽ ὑπὲρ Φιλίππου.
Υπήρχον οι Ολύνθιοι κάτοχοι αρκετής δυνάμεως, και τα πράγματα ευρίσκοντο εις μίαν κατάστασιν, κατά την οποίαν και ο Φίλιππος εφοβείτο αυτούς και ούτοι τον Φίλιππον. Ημείς λοιπόν ενηργήσαμεν και με κόπον κατωρθώσαμεν να συνάψωμεν ειρήνην προς εκείνους και εκείνοι συνήψαν με ημάς, αλλά τούτο ήτο, σαν ένα μεγάλο εμπόδιον εις τον Φίλιππον και σαν μεγάλη δυσκολία— μία πόλις δηλαδή μεγάλη, σαν την Όλυνθον, να είνε συμφιλιωμένη με ημάς και να τον παραμονεύη εις τα ατυχήματα του, περιμένουσα ευκαιρίαν όπως επιπέση κατ' αυτού. Εσκεπτόμεθα ότι έπρεπε με κάθε τρόπον να κάμωμεν εχθρούς του Φιλίππου τους ανθρώπους αυτούς· και εκείνο, το οποίον προ ολίγου πάντες επεθύμουν και εψιθύριζον, κατωρθώθη — δεν εξετάζω πως· αρκεί ότι κατωρθώθη.... [7] ὑπῆρχον Ὀλύνθιοι δύναμίν τινα κεκτημένοι, καὶ διέκειθ᾽ οὕτω τὰ πράγματα· οὔτε Φίλιππος ἐθάρρει τούτους οὔθ᾽ οὗτοι Φίλιππον. ἐπράξαμεν ἡμεῖς κἀκεῖνοι πρὸς ἡμᾶς εἰρήνην· ἦν τοῦθ᾽ ὥσπερ ἐμπόδισμά τι τῷ Φιλίππῳ καὶ δυσχερές, πόλιν μεγάλην ἐφορμεῖν τοῖς ἑαυτοῦ καιροῖς διηλλαγμένην πρὸς ἡμᾶς. ἐκπολεμῶσαι δεῖν ᾠόμεθα τοὺς ἀνθρώπους ἐκ παντὸς τρόπου, καὶ ὃ πάντες ἐθρύλουν, πέπρακται νυνὶ τοῦθ᾽ ὁπωσδήποτε.
Τί άλλο λοιπόν υπολείπεται να κάμωμεν, ώ Αθηναίοι, παρά να βοηθήσωμεν τους Ολυνθίους—και να τους βοηθήσωμεν με δύναμιν και προθυμίαν; Εγώ βεβαίως δεν βλέπω άλλο τι· διότι εκτός της αδοξίας, η οποία θα εσκέπαζεν, εάν εχαλαρώναμε κατά τι την προσοχήν μας, βλέπω ότι ούτε και ο φόβος, τον οποίον μας επιφυλάσσει το μέλλον, θα είνε μικρός, διότι οι μεν Θηβαίοι διάκεινται προς ημάς εχθρικώς, οι δε Φωκείς απέκαμαν από τα έξοδα των χρημάτων και επομένως δέν υπάρχει κανένα εμπόδιον εις τον Φίλιππον —αφ' ου λάβη με το μέρος του την Όλυνθον και τας άλλας Χαλκιδικάς πόλεις—να στραφή προς την Αττικήν!... [8] τί οὖν ὑπόλοιπον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πλὴν βοηθεῖν ἐρρωμένως καὶ προθύμως; ἐγὼ μὲν οὐχ ὁρῶ· χωρὶς γὰρ τῆς περιστάσης ἂν ἡμᾶς αἰσχύνης, εἰ καθυφείμεθά τι τῶν πραγμάτων, οὐδὲ τὸν φόβον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μικρὸν ὁρῶ τὸν τῶν μετὰ ταῦτα, ἐχόντων μὲν ὡς ἔχουσι Θηβαίων ἡμῖν, ἀπειρηκότων δὲ χρήμασι Φωκέων, μηδενὸς δ᾽ ἐμποδὼν ὄντος Φιλίππῳ τὰ παρόντα καταστρεψαμένῳ πρὸς ταῦτ᾽ ἐπικλῖναι τὰ πράγματα.
Αλλ' όμως, εάν κανείς από σας αναβάλλη να κάμη ό,τι πρέπει μέχρι της στιγμής, κατά την οποίαν θα μας επιτεθή, θέλει—χωρίς άλλο—να ίδει εκ του πλησίον τα φοβερά, ενώ του είνε δυνατόν να ακούη ότι γίνονται αλλού—εις την Μακεδονίαν και την Χαλκιδικήν, και θέλει να ζητή διά τον εαυτόν του βοηθούς, ενώ του είνε δυνατόν να βοηθή και αυτός τους άλλους· ότι δε εις αυτό το σημείον θα καταντήσωσι σιγά-σιγά τα πράγματα—, εάν εγκαταλείψωμεν αχρησιμοποίητον την παρούσαν περίστασιν —, σχεδόν όλοι βέβαια το ηξεύρομεν. [9] ἀλλὰ μὴν εἴ τις ὑμῶν εἰς τοῦτ᾽ ἀναβάλλεται ποιήσειν τὰ δέοντα, ἰδεῖν ἐγγύθεν βούλεται τὰ δεινά, ἐξὸν ἀκούειν ἄλλοθι γιγνόμενα, καὶ βοηθοὺς ἑαυτῷ ζητεῖν, ἐξὸν νῦν ἑτέροις αὐτὸν βοηθεῖν· ὅτι γὰρ εἰς τοῦτο περιστήσεται τὰ πράγματα, ἐὰν τὰ παρόντα προώμεθα, σχεδὸν ἴσμεν ἅπαντες δήπου.
Μάλιστα! πρέπει να βοηθήσωμεν τους Ολυνθίους—ημπορεί να είπη κανείς· αυτό όλοι το ηξεύρομεν και θα βοηθήσωμεν. Αλλά με ποίον τρόπον; Αυτό ειπέ μας. Αί καλά· μη απορήσετε λοιπόν, ώ Αθηναίοι, αν είπω κάτι τι παράξενον —κατά την κρίσιν των περισσοτέρων σας: Διορίσατε νομοθέτας· και δι' αυτών μη κάμετε κανένα νόμον —διότι έχετε αρκετούς νόμους!— αλλά καταργήσατε εκείνους, οι οποίοι εις την παρούσαν περίστασιν σας είνε επιβλαβείς... [10] ἀλλ᾽ ὅτι μὲν δὴ δεῖ βοηθεῖν, εἴποι τις ἄν, πάντες ἐγνώκαμεν, καὶ βοηθήσομεν· τὸ δ᾽ ὅπως, τοῦτο λέγε. μὴ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, θαυμάσητε, ἂν παράδοξον εἴπω τι τοῖς πολλοῖς. νομοθέτας καθίσατε. ἐν δὲ τούτοις τοῖς νομοθέταις μὴ θῆσθε νόμον μηδένα (εἰσὶ γὰρ ὑμῖν ἱκανοί), ἀλλὰ τοὺς εἰς τὸ παρὸν βλάπτοντας ὑμᾶς λύσατε.
Λέγω τους νόμους περί των θεωρικών—και το λέγω καθαρά, όπως βλέπετε!—και μερικούς εξ εκείνων, οι οποίοι αφορώσι εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν, διότι εξ αυτών οι μεν τα στρατιωτικά χρήματα διαμοιράζουν ως θεωρικά, οι δε τους λιποτακτούντας τους αφήνουν ατιμωρήτους, και φυσικά τούτο κάμνει απροθυμοτέρους εκείνους, οι οποίοι θέλουν να κάμουν το καθήκον των. Όταν δε καταργήσετε τους νόμους τούτους και έτσι δύναται κανείς αφόβως να αναβαίνη εις το βήμα και να λέγη τα συμφερώτατα, τότε προσπαθήσατε να εύρετε τον πολίτην, ο οποίος θα σας προτείνη να ψηφίσετε, όσα πάντες γνωρίζετε ότι είνε ωφέλιμα. [11] λέγω τοὺς περὶ τῶν θεωρικῶν, σαφῶς οὑτωσί, καὶ τοὺς περὶ τῶν στρατευομένων ἐνίους, ὧν οἱ μὲν τὰ στρατιωτικὰ τοῖς οἴκοι μένουσι διανέμουσι θεωρικά, οἱ δὲ τοὺς ἀτακτοῦντας ἀθῴους καθιστᾶσιν, εἶτα καὶ τοὺς τὰ δέοντα ποιεῖν βουλομένους ἀθυμοτέρους ποιοῦσιν. ἐπειδὰν δὲ ταῦτα λύσητε καὶ τὴν τοῦ τὰ βέλτιστα λέγειν ὁδὸν παράσχητ᾽ ἀσφαλῆ, τηνικαῦτα τὸν γράψονθ᾽ ἃ πάντες ἴσθ᾽ ὅτι συμφέρει ζητεῖτε.
Πριν δε κάμετε αυτά μην κυττάτε να εύρετε εκείνον, που θα θελήση να καταστραφή από σας, αφού προτείνη τα ωφελιμώτατα διά σας· διότι δεν θα εύρετε τοιούτον! Και μάλιστα, αφού τούτο μόνον θα κερδίση—να πάθη κάτι κακόν αδίκως, εκείνος ο οποίος θα είπη και θα τα προτείνη εγγράφως, και ακόμη να μη προσφέρη καμμίαν ωφέλειαν εις την πόλιν, αλλά και να κάμη εις το μέλλον την συμβουλήν των ωφελίμων περισσότερον φοβερωτέραν από ό,τι είνε τόρα! Και πρέπει να απαιτήσετε, ώ Αθηναίοι, να καταργήσουν τους νόμους τούτους εκείνοι ακριβώς, οι οποίοι και τους ενομοθέτησαν. [12] πρὶν δὲ ταῦτα πρᾶξαι, μὴ σκοπεῖτε τίς εἰπὼν τὰ βέλτισθ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν ὑφ᾽ ὑμῶν ἀπολέσθαι βουλήσεται· οὐ γὰρ εὑρήσετε, ἄλλως τε καὶ τούτου μόνου περιγίγνεσθαι μέλλοντος, παθεῖν ἀδίκως τι κακὸν τὸν ταῦτ᾽ εἰπόντα καὶ γράψαντα, μηδὲν δ᾽ ὠφελῆσαι τὰ πράγματα, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ λοιπὸν μᾶλλον ἔτ᾽ ἢ νῦν τὸ τὰ βέλτιστα λέγειν φοβερώτερον ποιῆσαι. καὶ λύειν γ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοὺς νόμους δεῖ τούτους τοὺς αὐτοὺς ἀξιοῦν οἵπερ καὶ τεθήκασιν·
Διότι δεν είνε δίκαιον η μεν αγάπη του λαού—αγάπη, η οποία έβλαπτε διαρκώς ολόκληρον την πόλιν, να είνε μαζί με εκείνους, οι οποίοι ενομοθέτησαν τότε τους νόμους αυτούς, το δε μίσος—το οποίον θα προέλθη εκ της καταργήσεως των νόμων και διά του οποίου ηθέλομεν ευτυχήσει, να γίνη τόρα αιτία βλάβης εις εκείνον, ο οποίος ήθελεν είπει τα ωφελημώτατα. Προτού δε τακτοποιήσετε ταύτα μη πιστεύετε ότι θα ευρεθή κανείς ο οποίος να είνε τόσον μεγάλος και ισχυρός πλησίον σας, ώστε να κατορθώση να μη τιμωρηθή, αφού προτείνη την κατάργησιν των θεωρικών, ούτε τόσον ανόητος, ώστε να ρίψη τον εαυτόν του εις προφανή κίνδυνον. [13] οὐ γάρ ἐστι δίκαιον, τὴν μὲν χάριν, ἣ πᾶσαν ἔβλαπτε τὴν πόλιν, τοῖς τότε θεῖσιν ὑπάρχειν, τὴν δ᾽ ἀπέχθειαν, δι᾽ ἧς ἂν ἅπαντες ἄμεινον πράξαιμεν, τῷ νῦν τὰ βέλτιστ᾽ εἰπόντι ζημίαν γενέσθαι. πρὶν δὲ ταῦτ᾽ εὐτρεπίσαι, μηδαμῶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μηδέν᾽ ἀξιοῦτε τηλικοῦτον εἶναι παρ᾽ ὑμῖν ὥστε τοὺς νόμους τούτους παραβάντα μὴ δοῦναι δίκην, μηδ᾽ οὕτως ἀνόητον ὥστ᾽ εἰς προῦπτον κακὸν αὑτὸν ἐμβαλεῖν.
Και το εξής βέβαια δεν πρέπει να αγνοήτε, ω Αθηναίοι, ότι η απόφασις μόνον δεν αξίζει τίποτε, εάν δεν προστεθή εις αυτό η θέλησις και η προθυμία να εκτελήτε, αν όχι όσα οφείλετε, τουλάχιστον όσα αποφασίσετε. Διότι αν αι αποφάσεις ήσαν μόναι των ικαναί, ή να σας αναγκάζουν να κάμνετε όσα πρέπει, ή να εκτελή τε εκείνα, διά τα οποία κάθε φοράν θα ελαμβάνοντο, ούτε σεις—ενώ πολλά αποφασίζετε—ολίγα, ή μάλλον τίποτε δεν θα εκάμνετε εξ αυτών, ούτε ο Φίλιππος θα εφέρετο αυθαδώς επί τόσον χρόνον· διότι προ πολλού θα είχε τιμωρηθή, αν εξηρτάτο, αν ήρκουν μόνον αι αποφάσεις... [14] οὐ μὴν οὐδ᾽ ἐκεῖνό γ᾽ ὑμᾶς ἀγνοεῖν δεῖ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι ψήφισμ᾽ οὐδενὸς ἄξιόν ἐστιν, ἂν μὴ προσγένηται τὸ ποιεῖν ἐθέλειν τά γε δόξαντα προθύμως [ὑμᾶς]. εἰ γὰρ αὐτάρκη τὰ ψηφίσματ᾽ ἦν ἢ ὑμᾶς ἀναγκάζειν ἃ προσήκει πράττειν ἢ περὶ ὧν γραφείη διαπράξασθαι, οὔτ᾽ ἂν ὑμεῖς πολλὰ ψηφιζόμενοι μικρά, μᾶλλον δ᾽ οὐδὲν ἐπράττετε τούτων, οὔτε Φίλιππος τοσοῦτον ὑβρίκει χρόνον· πάλαι γὰρ ἂν εἵνεκά γε ψηφισμάτων ἐδεδώκει δίκην.
Αλλά —δυστυχώς—δεν είνε έτσί· διότι η ενέργεια, αν και είνε πράγμα υστερώτερον κατά την τάξιν από την ομιλίαν και την απόφασιν, εν τούτοις κατά την δύναμιν είνε ανώτερον και αποτελεσματικώτερον και από τα δυό αυτά. Η ενέργεια λοιπόν πρέπει να προστεθή, διότι όλα τα άλλα υπάρχουν διότι και άνθρωποι, ώ Αθηναίοι, υπάρχουν, οι οποίοι ημπορούν να σας προτείνουν όσα πρέπει και σεις πάλιν είσθε ικανώτατοι να αποφασίσετε περί των προταθέντων και έργα θα ημπορέσετε να κάμετε τόρα εις τον πόλεμον αυτόν, εάν κάμετε το καθήκόν σας—εάν καταργήσετε τα θεωρικά. [15] ἀλλ᾽ οὐχ οὕτω ταῦτ᾽ ἔχει· τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν. τοῦτ᾽ οὖν δεῖ προσεῖναι, τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ὑπάρχει· καὶ γὰρ εἰπεῖν τὰ δέοντα παρ᾽ ὑμῖν εἰσιν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, δυνάμενοι, καὶ γνῶναι πάντων ὑμεῖς ὀξύτατοι τὰ ῥηθέντα, καὶ πρᾶξαι δὲ δυνήσεσθε νῦν, ἐὰν ὀρθῶς ποιῆτε.
Διότι ποίον χρόνον ή ποίαν ευκαιρίαν, ώ Αθηναίοι, καλυτέραν από την σημερινήν, ζητείτε; Ή πότε θα κάμετε ό,τι πρέπει, αν δεν το κάμετε τόρα; Δεν μας επήρεν ο άνθρωπος αυτός όλα τα οχυρά μέρη μας, εάν δε τόρα γίνη κύριος και της Ολύνθου, δεν θα πάθωμεν τα αισχρότατα από όλους τους ανθρώπους; Δεν ευρίσκονται εις πόλεμον εκείνοι, τους οποίους θα υπεσχόμεθα προθύμως να σώσωμεν, αν ήθελον κάμει πόλεμον; [16] τίνα γὰρ χρόνον ἢ τίνα καιρόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῦ παρόντος βελτίω ζητεῖτε; ἢ πόθ᾽ ἃ δεῖ πράξετ᾽, εἰ μὴ νῦν; οὐχ ἅπαντα μὲν ἡμῶν προείληφε τὰ χωρί᾽ ἅνθρωπος, εἰ δὲ καὶ ταύτης κύριος τῆς χώρας γενήσεται, πάντων αἴσχιστα πεισόμεθα; οὐχ οὕς, εἰ πολεμήσαιεν, ἑτοίμως σώσειν ὑπισχνούμεθα, οὗτοι νῦν πολεμοῦσιν;
Δεν είνε εχθρός ο Φίλιππος; Δεν κατακρατεί τα ιδικά μας μέρη; Δεν είνε βάρβαρος; Ό,τι κι' αν του πη κανείς, δεν του ταιριάζει; Αλλά, δι' όνομα του θεού, αφού τα παραμελήσωμεν όλα— όσα ήρπασεν ή αρπάζει, και αφού γίνωμεν σχεδόν συνεργοί του— με την αμέλειαν μας, άρα γε τότε θα ζητήσωμεν να εύρωμεν ποίοι είνε οι αίτιοι της παραμελήσεως και της συνεργείας; Διότι ημείς οι ίδιοι ποτέ δεν θα παραδεχθώμεν—αυτό το ξέρω πολύ καλά εγώ—ότι είμεθα οι αίτιοι. Διότι ούτε και από τους λιποτάκτας του πολέμου κανείς δεν κατηγορεί τον εαυτόν του, αλλά περισσότερον κατηγορεί τον στρατηγόν και τους πλησίον του και όλους τους άλλους παρά τον εαυτόν του· και εν τούτοις ενικήθησαν εξ αιτίας βεβαίως όλων των λιποτακτησάντων. Διότι ήτο εις την εξουσίαν του κατηγορούντος τους άλλους να μείνη εις την θέσιν του· και, εάν καθένας το έκαμνεν αυτό, θα ενίκων—βεβαίως θα ενίκων! [17] οὐκ ἐχθρός; οὐκ ἔχων τὰ ἡμέτερα; οὐ βάρβαρος; οὐχ ὅ τι ἂν εἴποι τις; ἀλλὰ πρὸς θεῶν πάντ᾽ ἐάσαντες καὶ μόνον οὐχὶ συγκατασκευάσαντες αὐτῷ, τότε τοὺς αἰτίους οἵτινες τούτων ζητήσομεν; οὐ γὰρ αὐτοί γ᾽ αἴτιοι φήσομεν εἶναι, σαφῶς οἶδα τοῦτ᾽ ἐγώ. οὐδὲ γὰρ ἐν τοῖς τοῦ πολέμου κινδύνοις τῶν φυγόντων οὐδεὶς ἑαυτοῦ κατηγορεῖ, ἀλλὰ τοῦ στρατηγοῦ καὶ τῶν πλησίον καὶ πάντων μᾶλλον, ἥττηνται δ᾽ ὅμως διὰ πάντας τοὺς φυγόντας δήπου· μένειν γὰρ ἐξῆν τῷ κατηγοροῦντι τῶν ἄλλων, εἰ δὲ τοῦτ᾽ ἐποίει ἕκαστος, ἐνίκων ἄν.
Έτσι και τόρα· δεν λέγει κανείς ωφέλιμα; ας σηκωθή άλλος και ας τα είπη· αλλ' όμως ας μη κατηγορή τον πρώτον. Λέγει κανείς άλλος ωφελιμώτερα; κάμετε αυτά — και κάμετε τα με την ευχήν του θεού!... Δεν είνε ευχάριστα όσα προτείνει; Δεν πταίει πλέον δι' αυτό ο ρήτωρ. Ναι, αλλά κάμνει αδικίαν—θα είπη κανείς, διότι παραλείπει να ευχηθή εις τον θεόν, αν και είνε πρέπον! Να ευχηθή κανείς, ώ Αθηναίοι, είνε εύκολον, αφού συναθροίση εις μίαν και την αυτήν ευχήν όσας ευχάς θέλει χωρίς κόπον—με δύο λέξεις· αλλά να κάμη όμως κανείς εκλογήν μεταξύ ευχαρίστων και ωφελίμων —όταν πρόκειται να σκεφθή περί δημοσίων υποθέσεων, δεν είνε πλέον εξ ίσου εύκολον, ως όταν επρόκειτο περί των ευχών —αλλά πρέπει να προτιμά κανείς τα ωφελιμώτατα αντί των ευχαρίστων—αν δεν είνε δυνατόν να παίρνη και τα δύο μαζί—ευχάριστα και ωφέλιμα... [18] καὶ νῦν, οὐ λέγει τις τὰ βέλτιστα· ἀναστὰς ἄλλος εἰπάτω, μὴ τοῦτον αἰτιάσθω. ἕτερος λέγει τις βελτίω· ταῦτα ποιεῖτ᾽ ἀγαθῇ τύχῃ. ἀλλ᾽ οὐχ ἡδέα ταῦτα· οὐκέτι τοῦθ᾽ ὁ λέγων ἀδικεῖ--πλὴν εἰ δέον εὔξασθαι παραλείπει. εὔξασθαι μὲν γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ῥᾴδιον, εἰς ταὐτὸ πάνθ᾽ ὅσα βούλεταί τις ἁθροίσαντ᾽ ἐν ὀλίγῳ· ἑλέσθαι δ᾽, ὅταν περὶ πραγμάτων προτεθῇ σκοπεῖν, οὐκέθ᾽ ὁμοίως εὔπορον, ἀλλὰ δεῖ τὰ βέλτιστ᾽ ἀντὶ τῶν ἡδέων, ἂν μὴ συναμφότερ᾽ ἐξῇ, λαμβάνειν.
Εάν δε δύναται κανείς και τα θεωρικά να μας αφήση και άλλα μέσα προς προμήθειαν χρημάτων διά τας στρατιωτικάς ανάγκας να προτείνη, αυτός δεν είνε καλύτερος; ημπορεί να μου ειπή κανένας. Βεβαίως, το παραδέχομαι —θα απαντήσω—ότι αυτός είνε καλύτερος — αν ημπορή να ευρεθή, ώ Αθηναίοι, τέτοιος άνθρωπος· αλλά μου φαίνεται παράξενον, αν ποτέ συνέβη εις κανένα άνθρωπον ή θα συμβή η ευτυχία αυτή: να εξοδεύση εκεί όπου δεν πρέπει τα υπάρχοντα χρήματα του και έπειτα να έχη αφθονίαν χρημάτων, εκεί όπου πρέπει—και μάλιστα από μέσα μέλλοντα, αβέβαια, ανύπαρκτα! Αλλά, καθώς φρονώ, μεγάλως βοηθεί και ενισχύει τους τοιούτους λόγους —το ότι είνε δυνατόν και τα θεωρικά να αφήσουν και άλλους πόρους να εύρουν—του καθενός η επιθυμία—διότι ποιος δεν το θέλει αυτό;—και διά τον λόγον αυτόν καταντά το μόνον εύκολον πράγμα να εξαπατήση κανείς τον εαυτόν του· διότι εκείνο το οποίον καθείς επιθυμεί, τούτο και πιστεύει ότι είνε δυνατόν, αλλά τα πράγματα πολλάκις δεν είνε εκ φύσεως τοιαύτα, ώστε να ακολουθούν τας επιθυμίας και να γίνωνται όπως τα θέλομεν. [19] εἰ δέ τις ἡμῖν ἔχει καὶ τὰ θεωρικὰ ἐᾶν καὶ πόρους ἑτέρους λέγειν στρατιωτικούς, οὐχ οὗτος κρείττων; εἴποι τις ἄν. φήμ᾽ ἔγωγε, εἴπερ ἔστιν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι· ἀλλὰ θαυμάζω εἴ τῴ ποτ᾽ ἀνθρώπων ἢ γέγονεν ἢ γενήσεται, ἂν τὰ παρόντ᾽ ἀναλώσῃ πρὸς ἃ μὴ δεῖ, τῶν ἀπόντων εὐπορῆσαι πρὸς ἃ δεῖ. ἀλλ᾽, οἶμαι, μέγα τοῖς τοιούτοις ὑπάρχει λόγοις ἡ παρ᾽ ἑκάστου βούλησις, διόπερ ῥᾷστον ἁπάντων ἐστὶν αὑτὸν ἐξαπατῆσαι· ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ᾽ ἕκαστος καὶ οἴεται, τὰ δὲ πράγματα πολλάκις οὐχ οὕτω πέφυκεν.
Εξετάσατε λοιπόν, ώ Αθηναίοι, όσα σας επρότεινα ανωτέρω—και εξετάσατε τα με τον τρόπον, τον οποίον εκ φύσεως τα πράγματα επιδέχονται, και τότε θα ημπορέσετε να κάμετε την εκστρατείαν και μισθόν θα έχετε. Δεν αρμόζει βέβαια εις ανθρώπους φρονίμους και ευγενείς—όταν ένεκα ελλείψεως χρημάτων παραλείπωσί τι των εις τον πόλεμον αναγκαίων—να υποφέρωσιν αναισθήτως τας τοιαύτας κατηγορίας· ουδέ αρμόζει εις ανθρώπους φρονίμους και ευγενείς εναντίον μεν των Κορινθίων και των Μεγαρέων (6) — οι οποίοι είνε Έλληνες— αρπάζοντες τα όπλα να εκστρατεύωσι, τον δε Φίλιππον — ένα βάρβαρον! — να αφήνουν να υποδουλώνη πόλεις ελληνικάς, ένεκα ελλείψεως εξόδων προς συντήρησιν των στρατιωτών!... [20] ὁρᾶτ᾽ οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ταῦθ᾽ οὕτως, ὅπως καὶ τὰ πράγματ᾽ ἐνδέχεται καὶ δυνήσεσθ᾽ ἐξιέναι καὶ μισθὸν ἕξετε. οὔ τοι σωφρόνων οὐδὲ γενναίων ἐστὶν ἀνθρώπων, ἐλλείποντάς τι δι᾽ ἔνδειαν χρημάτων τῶν τοῦ πολέμου εὐχερῶς τὰ τοιαῦτ᾽ ὀνείδη φέρειν, οὐδ᾽ ἐπὶ μὲν Κορινθίους καὶ Μεγαρέας ἁρπάσαντας τὰ ὅπλα πορεύεσθαι, Φίλιππον δ᾽ ἐᾶν πόλεις Ἑλληνίδας ἀνδραποδίζεσθαι δι᾽ ἀπορίαν ἐφοδίων τοῖς στρατευομένοις.
Και ταύτα επροτίμησα να είπω, όχι διά να γίνωμαι μισητός εις μερικούς από σας· διότι εγώ δεν είμαι τόσον ανόητος ούτε τόσον απερίσκεπτος, ώστε να θέλω να με μισούν, νομίζων ότι δεν ωφελώ καθόλου, αλλά νομίζω ότι είνε καθήκον του δικαίου πολίτου να προτιμά την σωτηρίαν της πατρίδος από τα ευχάριστα λόγια. Διότι όχι μόνον εγώ έχω αυτήν την ιδέαν, αλλ' έχω ακούσει —και θα το έχετε βέβαια ακούσει και σεις, όπως εγώ—ότι και οι επί της εποχής των προγόνων μας ρήτορες —τους οποίους επαινούσι μεν όλοι ανεξαιρέτως οι αναβαίνοντες εις το βήμα, αλλ' ουδόλως μιμούνται—τοιαύτην συνήθειαν και συμπεριφοράν είχον—να προτιμούν την σωτηρίαν της πατρίδος από τας ευχαρίστους ομιλίας—ο περίφημος Αριστείδης ο δίκαιος, ο Νικίας ο υιός του Νικηράτου, ο συνονόματός μου Δημοσθένης και ο Περικλής. [21] καὶ ταῦτ᾽ οὐχ ἵν᾽ ἀπέχθωμαί τισιν ὑμῶν, τὴν ἄλλως προῄρημαι λέγειν· οὐ γὰρ οὕτως ἄφρων οὐδ᾽ ἀτυχής εἰμ᾽ ἐγὼ ὥστ᾽ ἀπεχθάνεσθαι βούλεσθαι μηδὲν ὠφελεῖν νομίζων· ἀλλὰ δικαίου πολίτου κρίνω τὴν τῶν πραγμάτων σωτηρίαν ἀντὶ τῆς ἐν τῷ λέγειν χάριτος αἱρεῖσθαι. καὶ γὰρ τοὺς ἐπὶ τῶν προγόνων ἡμῶν λέγοντας ἀκούω, ὥσπερ ἴσως καὶ ὑμεῖς, οὓς ἐπαινοῦσι μὲν οἱ παριόντες ἅπαντες, μιμοῦνται δ᾽ οὐ πάνυ, τούτῳ τῷ ἔθει καὶ τῷ τρόπῳ τῆς πολιτείας χρῆσθαι, τὸν Ἀριστείδην ἐκεῖνον, τὸν Νικίαν, τὸν ὁμώνυμον ἐμαυτῷ, τὸν Περικλέα.
Αφ' ότου δε εξεφύτρωσαν οι ρήτορες, οι οποίοι σας συχνοερωτούν: “τί επιθυμείτε; τί να προτείνω; τί να είπω διά να ευχαριστηθήτε;”, από τότε έχουν προδοθή τα συμφέροντα της πατρίδος χάριν της στιγμιαίας ευχαριστήσεως και συμβαίνουν τέτοια πράγματα, οποία βλέπετε, και αι μεν υποθέσεις των τοιούτων ρητόρων πηγαίνουν όλαι καλά, ενώ αι ιδικαί σας πηγαίνουν κατά διαβόλου.... [22] ἐξ οὗ δ᾽ οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς οὗτοι πεφήνασι ῥήτορες ‘τί βούλεσθε; τί γράψω; τί ὑμῖν χαρίσωμαι;’ προπέποται τῆς παραυτίκα χάριτος τὰ τῆς πόλεως πράγματα, καὶ τοιαυτὶ συμβαίνει, καὶ τὰ μὲν τούτων πάντα καλῶς ἔχει, τὰ δ᾽ ὑμέτερ᾽ αἰσχρῶς.
Αλλά προς τούτοις σκεφθήτε, ώ Αθηναίοι, ποίαν περίληψιν, ποίαν εικόνα ημπορεί κανείς να δώση των έργων, τα οποία έγιναν επί της εποχής των προγόνων, και των έργων, τα οποία έγιναν επί της εποχής σας. Θα είνε δε σύντομος η ομιλία και γνωστή σας· διότι δύνασθε να ευτυχήσετε όχι ξένα παραδείγματα, ώ Αθηναίοι, μεταχειριζόμενοι, αλλ' ιδικά σας. [23] καίτοι σκέψασθ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἅ τις ἂν κεφάλαι᾽ εἰπεῖν ἔχοι τῶν τ᾽ ἐπὶ τῶν προγόνων ἔργων καὶ τῶν ἐφ᾽ ὑμῶν. ἔσται δὲ βραχὺς καὶ γνώριμος ὑμῖν ὁ λόγος· οὐ γὰρ ἀλλοτρίοις ὑμῖν χρωμένοις παραδείγμασιν, ἀλλ᾽ οἰκείοις, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εὐδαίμοσιν ἔξεστι γενέσθαι.
Εκείνοι λοιπόν—προς ευχαρίστησιν των οποίων δεν ωμίλουν οι ρήτορες ούτε ηγάπων αυτούς, όπως δα ούτοι αγαπώσι σας (7)!—επί τεσσαράκοντα πέντε έτη είχαν την ηγεμονίαν των Ελλήνων—και την είχαν με την θέλησίν των, περισσότερα δε από δέκα χιλιάδας τάλαντα ανεβίβασαν και απεταμίευσαν εν τη Ακροπόλει, ήτο δε υπήκοος αυτών ο βασιλεύς της Μακεδονίας—όπως είνε πρέπον εις τον βάρβαρον να υπακούη εις τους Έλληνας—πολλά δε και ωραία τρόπαια έστησαν κατά ξηράν και κατά θάλασσαν εκστρατεύοντες ατοί τους και όχι στέλλοντες μισθοφόρους, και μόνοι εξ όλων των ανθρώπων αφήκαν δόξαν επί των έργων στηριζομένην μεγάλην— δόξαν ανωτέραν παντός φθόνου διά το μέγεθος της! [24] ἐκεῖνοι τοίνυν, οἷς οὐκ ἐχαρίζονθ᾽ οἱ λέγοντες οὐδ᾽ ἐφίλουν αὐτοὺς ὥσπερ ὑμᾶς οὗτοι νῦν, πέντε μὲν καὶ τετταράκοντ᾽ ἔτη τῶν Ἑλλήνων ἦρξαν ἑκόντων, πλείω δ᾽ ἢ μύρια τάλαντ᾽ εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνήγαγον, ὑπήκουε δ᾽ ὁ ταύτην τὴν χώραν ἔχων αὐτοῖς βασιλεύς, ὥσπερ ἐστὶ προσῆκον βάρβαρον Ἕλλησι, πολλὰ δὲ καὶ καλὰ καὶ πεζῇ καὶ ναυμαχοῦντες ἔστησαν τρόπαι᾽ αὐτοὶ στρατευόμενοι, μόνοι δ᾽ ἀνθρώπων κρείττω τὴν ἐπὶ τοῖς ἔργοις δόξαν τῶν φθονούντων κατέλιπον.
Επί μεν των Ελληνικών πραγμάτων—των εξωτερικών ήσαν τοιούτοι· εις δε τα εσωτερικά παρατηρήσατε οποίοι ήσαν και εις τα κοινά και εις τα ιδιωτικά πράγματα. Και δημοσία μεν λοιπόν τοιαύτα και τοσαύτα αριστουργήματα ναών και αγαλμάτων αφήκαν, ώστε να μην ημπορούν να τους περάσουν οι μεταγενέστεροι! Ιδιωτικώς δε ήσαν τόσον μετριόφρονες και τόσον σταθεροί εις το δημοκρατικόν πολίτευμα, [25] ἐπὶ μὲν δὴ τῶν Ἑλληνικῶν ἦσαν τοιοῦτοι· ἐν δὲ τοῖς κατὰ τὴν πόλιν αὐτὴν θεάσασθ᾽ ὁποῖοι, ἔν τε τοῖς κοινοῖς κἀν τοῖς ἰδίοις. δημοσίᾳ μὲν τοίνυν οἰκοδομήματα καὶ κάλλη τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα κατεσκεύασαν ἡμῖν ἱερῶν καὶ τῶν ἐν τούτοις ἀναθημάτων, ὥστε μηδενὶ τῶν ἐπιγιγνομένων ὑπερβολὴν λελεῖφθαι· ἰδίᾳ δ᾽ οὕτω σώφρονες ἦσαν καὶ σφόδρ᾽ ἐν τῷ τῆς πολιτείας ἤθει μένοντες,
ώστε η οικία του Αριστείδου και Μιλτιάδου και των άλλων της εποχής εκείνης επισήμων—αν κανείς από σας γνωρίζη τί λογής τάχα είνε—βλέπω ότι δεν είνε καθόλου μεγαλοπρεπεστέρα από την οικίαν του γείτονος· διότι εκείναι εδιοικούσαν την πατρίδα, όχι διά να πλουτήσουν, αλλά καθένας τους ενόμιζε καθήκον του να αυξήση αυτήν. Και επειδή εδιοικούσαν τα ελληνικά πράγματα με τέτοιον τρόπον, ώστε οι Ελληνες να έχωσιν εμπιστοσύνην εις αυτούς, τα των θεών δε με ευσέβειαν, τα δε αναμεταξύ των με ισότητα, διά τούτο απέκτησαν μεγάλην ευτυχίαν—και δικαίως! [26] ὥστε τὴν Ἀριστείδου καὶ τὴν Μιλτιάδου καὶ τῶν τότε λαμπρῶν οἰκίαν εἴ τις ἄρ᾽ οἶδεν ὑμῶν ὁποία ποτ᾽ ἐστίν, ὁρᾷ τῆς τοῦ γείτονος οὐδὲν σεμνοτέραν οὖσαν· οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ᾽ αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως, ἀλλὰ τὸ κοινὸν αὔξειν ἕκαστος ᾤετο δεῖν. ἐκ δὲ τοῦ τὰ μὲν Ἑλληνικὰ πιστῶς, τὰ δὲ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσεβῶς, τὰ δ᾽ ἐν αὑτοῖς ἴσως διοικεῖν μεγάλην εἰκότως ἐκτήσαντ᾽ εὐδαιμονίαν.
Εις τοιαύτην λοιπόν κατάστασιν ευρίσκοντο τότε τα πράγματα επί της εποχής των προγόνων μας, οι οποίοι μετεχειρίζοντο προστάτας τοιούτους, τους οποίους ανέφερα—τον Αριστείδην, τον Νικίαν, τον Δημοσθένη και τον Περικλέα· αλλά σήμερον εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται τα πράγματα της πατρίδος υπό την διεύθυνσιν των τιμίων και ικανών αυτών ανθρώπων; Άρα γε μήπως ευρίσκονται εις την ιδίαν ή σχεδόν ομοίαν κατάστασιν; Οι οποίοι—τα μεν άλλα, όσα ημπορεί να είπη κανείς· περί της σημερινής καταστάσεως, παραλείπω, ενώ πολλά θα ημπορούσα να είπω, αλλ' ενώ έχομεν τόσην έλλειψιν αντιζήλων, όσην βλέπετε—διότι οι μεν Λακεδαιμόνιοι είνε νικημένοι, οι δε Θηβαίοι είνε απησχολημένοι και κανείς εκ των άλλων Ελλήνων δεν είνε ικανός να αντιπαραταχθή προς ημάς περί των πρωτείων—και ενώ ημπορούσαμεν και τα ιδικά μας μέρη με ασφάλειαν να κατέχωμεν και τους άλλους Έλληνας να διοικώμεν, [27] τότε μὲν δὴ τοῦτον τὸν τρόπον εἶχε τὰ πράγματ᾽ ἐκείνοις, χρωμένοις οἷς εἶπον προστάταις· νυνὶ δὲ πῶς ἡμῖν ὑπὸ τῶν χρηστῶν τούτων τὰ πράγματ᾽ ἔχει; ἆρά γ᾽ ὁμοίως ἢ παραπλησίως; οἷς --τὰ μὲν ἄλλα σιωπῶ, πόλλ᾽ ἂν ἔχων εἰπεῖν, ἀλλ᾽ ὅσης ἅπαντες ὁρᾶτ᾽ ἐρημίας ἐπειλημμένοι, [καὶ] Λακεδαιμονίων μὲν ἀπολωλότων, Θηβαίων δ᾽ ἀσχόλων ὄντων, τῶν δ᾽ ἄλλων οὐδενὸς ὄντος ἀξιόχρεω περὶ τῶν πρωτείων ἡμῖν ἀντιτάξασθαι, ἐξὸν δ᾽ ἡμῖν καὶ τὰ ἡμέτερ᾽ αὐτῶν ἀσφαλῶς ἔχειν καὶ τὰ τῶν ἄλλων δίκαια βραβεύειν,
εν τούτοις έχομεν χάσει με όλ' αυτά χώραν ιδικήν μας—τας εν Θράκη και Μακεδονία κτήσεις μας, έχομεν εξοδεύσει περισσότερα από χίλια πεντακόσια τάλαντα αδίκως εις τον πόλεμον της Αμφιπόλεως, τους συμμάχους δε, τους οποίους απεκτήσαμεν κατά τον Βοιωτικόν πόλεμον, αυτοί οι τωρινοί πολιτικαί μας τους έχουν χάσει, ενώ είνε ειρήνη, και τέλος τόσον μέγαν εχθρόν—τον Φίλιππον εναντίον μας έχομεν εξασκήσει, έχομεν προετοιμάσει!... !... Ή ας αναβή όποιος θέλει εις το βήμα και ας μου αποδείξη από που αλλού, αν όχι από ημάς τους ιδίους, έχει γίνει ισχυρός ο Φίλιππος. Ποίος θα τολμήση ή ποίος θα ημπορέση! [28] ἀπεστερήμεθα μὲν χώρας οἰκείας, πλείω δ᾽ ἢ χίλια καὶ πεντακόσια τάλαντ᾽ ἀνηλώκαμεν εἰς οὐδὲν δέον, οὓς δ᾽ ἐν τῷ πολέμῳ συμμάχους ἐκτησάμεθα, εἰρήνης οὔσης ἀπολωλέκασιν οὗτοι, ἐχθρὸν δ᾽ ἐφ᾽ ἡμᾶς αὐτοὺς τηλικοῦτον ἠσκήκαμεν. ἢ φρασάτω τις ἐμοὶ παρελθών, πόθεν ἄλλοθεν ἰσχυρὸς γέγονεν ἢ παρ᾽ ἡμῶν αὐτῶν Φίλιππος.
Αλλά, ω φίλε μου—ημπορεί κανείς να μου είπη—αν τα εξωτερικά μας πράγματα ευρίσκονται εις κακήν κατάστασιν, τα εντός της πόλεώς μας όμως είνε εις καλυτέραν κατάστασιν τόρα. Και τί ημπορούσε να είπη κανείς, εάν ήθελε; Τας πολεμίστρας, τας οποίας ασβεστώνομεν και τους δρόμους, τους οποίους επιδιορθώνομεν και τας βρύσεις και τας άλλας φλυαρίας; Στρέψατε λοιπόν τα βλέμματα σας προς εκείνους, όσοι πολιτευόμενοι κάμνουν αυτά, των οποίων άλλοι μεν από πτωχοί που ήσαν έγιναν πλούσιοι, άλλοι δε εξ αδόξων έντιμοι, άλλοι δε έχουσι κατασκευάσει τας ιδιωτικάς των οικίας μεγαλοπρεπεστέρας των δημοσίων οικοδομημάτων, διότι, όσω τα της πόλεως ηλαττώθησαν, τόσω τα ιδικά των ηυξήθησαν και αυξάνονται!... [29] ἀλλ᾽, ὦ τᾶν, εἰ ταῦτα φαύλως, τά γ᾽ ἐν αὐτῇ τῇ πόλει νῦν ἄμεινον ἔχει. καὶ τί ἂν εἰπεῖν τις ἔχοι; τὰς ἐπάλξεις ἃς κονιῶμεν, καὶ τὰς ὁδοὺς ἃς ἐπισκευάζομεν, καὶ κρήνας, καὶ λήρους; ἀποβλέψατε δὴ πρὸς τοὺς ταῦτα πολιτευομένους, ὧν οἱ μὲν ἐκ πτωχῶν πλούσιοι γεγόνασιν, οἱ δ᾽ ἐξ ἀδόξων ἔντιμοι, ἔνιοι δὲ τὰς ἰδίας οἰκίας τῶν δημοσίων οἰκοδομημάτων σεμνοτέρας εἰσὶ κατεσκευασμένοι, ὅσῳ δὲ τὰ τῆς πόλεως ἐλάττω γέγονεν, τοσούτῳ τὰ τούτων ηὔξηται.
Τί λοιπόν είνε το αίτιον όλων αυτών; και διατί τάχα τότε όλα ανεξαιρέτως ευρίσκοντο εις καλήν κατάστασιν και τόρα όχι; Ιδού διατί· διότι πρότερον ο λαός, επειδή είχε την τόλμην να εκστρατεύη μόνος του και όχι διά μισθοφόρων, όπως τόρα, και επειδή οι πόλεμοι εμβάλλουσι φρόνημα εις τας ψυχάς , και την συναίσθησιν της αξίας, διά τούτο ήτο δεσπότης και κύριος όλων των αγαθών και καθείς εκτός των πολιτικών ήτο ευχαριστημένος να λάβη μέρος παρά του λαού—ακούετε; παρά του λαού!—και εις καμμίαν τιμήν και εις καμμίαν εξουσίαν και εν γένει εις κανένα αγαθόν, [30] τί δὴ τὸ πάντων αἴτιον τούτων, καὶ τί δή ποθ᾽ ἅπαντ᾽ εἶχε καλῶς τότε, καὶ νῦν οὐκ ὀρθῶς; ὅτι τότε μὲν πράττειν καὶ στρατεύεσθαι τολμῶν αὐτὸς ὁ δῆμος δεσπότης τῶν πολιτευομένων ἦν καὶ κύριος αὐτὸς ἁπάντων τῶν ἀγαθῶν, καὶ ἀγαπητὸν ἦν παρὰ τοῦ δήμου τῶν ἄλλων ἑκάστῳ καὶ τιμῆς καὶ ἀρχῆς καὶ ἀγαθοῦ τινος μεταλαβεῖν·
τόρα δε το εναντίον έχει συμβή: κύριοι των αγαθών είνε οι πολιτικοί και δι' αυτών όλα ανεξαιρέτως γίνονται! Σεις δε ο λαός, επειδή και το φρόνημα και το σθένος της ψυχής σας έχει παραλύσει και έχετε γυμνωθή από χρήματα και συμμάχους, έχετε καταντήσει σαν υπηρέται και σαν ένα πράγμα πρόσθετον, πάρεργον, αρκούμενοι, αν σας μοιράζουν ολίγα θεωρικά ή αν θα εορτάσουν ούτοι οι πολιτευόμενοι σας με πομπήν και φαγοπότια τα Βοηδρόμια— την γνωστήν του Απόλλωνος εορτήν. Και εκείνο το οποίον προ πάντων αποδεικνύει ότι είσθε άνδρες (1) είνε το εξής: ότι και χάριν τους γνωρίζετε—τους ευγνωμονείτε, διατί; διά τα ιδικά σας πράγματα! Οι δε πολιτικοί, αφού σας έκλεισαν —διά της ειρηνικής των πολιτικής, εντός της πόλεως ως εντός κλωβού, όπως οι θηριοτρόφοι τα θηρία, σας σύρουσιν εις ταύτα—τα θεωρικά και τας εορτάς και τα δημόσια συμπόσια — και σας εξημερώνουν—ίνα ημερευόμενοι κάθησθε εις τα σπίτια σας και τους επιτρέπετε να σας διοικούν—και σας κάνουν του χεριού των!... [31] νῦν δὲ τοὐναντίον κύριοι μὲν οἱ πολιτευόμενοι τῶν ἀγαθῶν, καὶ διὰ τούτων ἅπαντα πράττεται, ὑμεῖς δ᾽ ὁ δῆμος, ἐκνενευρισμένοι καὶ περιῃρημένοι χρήματα, συμμάχους, ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μέρει γεγένησθε, ἀγαπῶντες ἐὰν μεταδιδῶσι θεωρικῶν ὑμῖν ἢ Βοηδρόμια πέμψωσιν οὗτοι, καὶ τὸ πάντων ἀνδρειότατον, τῶν ὑμετέρων αὐτῶν χάριν προσοφείλετε. οἱ δ᾽ ἐν αὐτῇ τῇ πόλει καθείρξαντες ὑμᾶς ἐπάγουσ᾽ ἐπὶ ταῦτα καὶ τιθασεύουσι χειροήθεις αὑτοῖς ποιοῦντες.
Αλλά ποτέ δεν είνε δυνατόν, καθώς φρονώ, να αποκτήσουν μέγα και γενναίαν φρόνημα οι άνθρωποι, οι οποίοι καταγίνονται εις μικρά και πρόστυχα πράγματα· διότι όποια είνε τα επαγγέλματα και ο τρόπος της ζωής των ανθρώπων, τοιούτον κατ' ανάγκην είνε και το φρόνημα των! Και μα τον θεόν δεν θα παραξενευθώ καθόλου, αν αυτά που σας είπα, βλάψουν περισσότερον εμέ, που τα είπα, παρά εκείνους που τα έκαμαν διότι και ελευθερία λόγου δεν υπάρχει περί όλων των πραγμάτων και πάντοτε ενώπιον σας—και μάλιστα εγώ τουλάχιστον παραξενεύομαι πώς και τόρα έως τόρα εδόθη τοιαύτη εις εμέ!.. [32] ἔστι δ᾽ οὐδέποτ᾽, οἶμαι, μέγα καὶ νεανικὸν φρόνημα λαβεῖν μικρὰ καὶ φαῦλα πράττοντας· ὁποῖ᾽ ἄττα γὰρ ἂν τἀπιτηδεύματα τῶν ἀνθρώπων ᾖ, τοιοῦτον ἀνάγκη καὶ τὸ φρόνημ᾽ ἔχειν. ταῦτα μὰ τὴν Δήμητρ᾽ οὐκ ἂν θαυμάσαιμ᾽ εἰ μείζων εἰπόντι ἐμοὶ γένοιτο παρ᾽ ὑμῶν βλάβη τῶν πεποιηκότων αὐτὰ γενέσθαι· οὐδὲ γὰρ παρρησία περὶ πάντων ἀεὶ παρ᾽ ὑμῖν ἐστιν, ἀλλ᾽ ἔγωγ᾽ ὅτι καὶ νῦν γέγονεν θαυμάζω.
Αφού λοιπόν αυτά έχουν τοιουτοτρόπως, εάν—όχι πρωτύτερα, αλλά τουλάχιστον τόρα— θελήσετε να εκστρατεύσετε και να κάμετε ότι η αξιοπρέπεια σας επιβάλλει και τα περισσεύματα του προϋπολογισμού σας—τα θεωρικά—μεταχειρισθήτε ως μέσα προς απόκτησιν των εκτός της Αττικής αγαθών, ίσως, και ίσως τότε, ώ Αθηναίοι, αποκτήσετε κάποιο αγαθόν μέγα και διαρκές και απαλλαγήτε των τοιούτων αθέμιτων απολαυών (8) απολαυών, που ομοιάζουν προς τροφάς, αι οποίαι δίδονται υπό των ιατρών προς τους ασθενείς. Διότι, όπως και εκείναι ούτε καμμίαν δύναμιν δίδουν εις τον ασθενή ούτε και να αποθάνη τον αφήνουν, έτσι και αυτά, τα οποία σεις τόρα μοιράζεσθε αναμεταξύ σας· ούτε είνε τόσα πολλά, ώστε να παρέχουν κάποιαν ωφέλειαν διαρκή, ούτε σας αφήνουν πάλιν να κάμετε τίποτε άλλο—σπουδαιότερον, αφού αλλάξετε γνώμην και παύσετε να τα μοιράζεσθε· αλλ' όμως είνε αρκετά, ώστε να επαυξάνουν την οκνηρίαν του καθενός σας. [33] ἐὰν οὖν ἀλλὰ νῦν γ᾽ ἔτι ἀπαλλαγέντες τούτων τῶν ἐθῶν ἐθελήσητε στρατεύεσθαί τε καὶ πράττειν ἀξίως ὑμῶν αὐτῶν, καὶ ταῖς περιουσίαις ταῖς οἴκοι ταύταις ἀφορμαῖς ἐπὶ τὰ ἔξω τῶν ἀγαθῶν χρῆσθαι, ἴσως ἄν, ἴσως, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τέλειόν τι καὶ μέγα κτήσαισθ᾽ ἀγαθὸν καὶ τῶν τοιούτων λημμάτων ἀπαλλαγείητε, ἃ τοῖς [ἀσθενοῦσι] παρὰ τῶν ἰατρῶν σιτίοις [διδομένοις] ἔοικε. καὶ γὰρ ἐκεῖν᾽ οὔτ᾽ ἰσχὺν ἐντίθησιν οὔτ᾽ ἀποθνῄσκειν ἐᾷ· καὶ ταῦθ᾽ ἃ νέμεσθε νῦν ὑμεῖς, οὔτε τοσαῦτ᾽ ἐστὶν ὥστ᾽ ὠφέλειαν ἔχειν τινὰ διαρκῆ, οὔτ᾽ ἀπογνόντας ἄλλο τι πράττειν ἐᾷ, ἀλλ᾽ ἔστι ταῦτα τὴν ἑκάστου ῥᾳθυμίαν ὑμῶν ἐπαυξάνοντα.
Λοιπόν συ—θα είπη κανείς—προτείνεις τα θεωρικά να γίνουν μισθός στρατιωτικός; Μάλιστα! αυτό προτείνω· αλλά συγχρόνως προτείνω και εν άλλο: να κανονισθούν όλα ανεξαιρέτως όπως τα στρατιωτικά, ώ Αθηναίοι, ίνα παίρνων καθένας εκ των χρημάτων του δημοσίου ό,τι του πέφτει εις το μερίδιόν του να είνε συγχρόνως ό,τι τον χρειάζεται η πατρίς. Δηλαδή είνε επιτετραμμένον να ζώμεν εν ειρήνη; Εάν μένη εν τη πατρίδι, να ζη ευτυχής, διότι λαμβάνων το μερίδιόν του θα είνε απηλλαγμένος από την ανάγκην του να κάμνη τίποτε αισχρόν ένεκα ενδείας—διότι με αυτά θα ημπορή να εξοικονομή τα της πρώτης ανάγκης. Συμβαίνει πόλεμος, όπως τώρα; Εάν έχη στρατεύσιμον ηλικίαν να λαμβάνη και αυτός το μερίδιόν του, αλλά με τα ίδια χρήματα. που θα λαμβάνη, να υπηρετή ως στρατιώτης την πατρίδα, όπως άλλως τε είνε και δίκαιον. Έχει κανείς από σας περάσει την στρατεύσιμον ηλικίαν—είνε άνω των 60 ετών; Να παίρνη και αυτός το μερίδιόν του, αλλ' όσα παίρνει τόρα χωρίς να προσφέρη καμμίαν υπηρεσίαν ή ωφέλειαν εις την πατρίδα, να τα παίρνη εις το εξής—και μάλιστα να παίρνη το ίδιον ποσόν με τον στρατιώτην—αλλ' επιβλέπων και διευθύνων τα της πατρίδος—ως βουλευτής, — εκκλησιαστής, δικαστής κλπ. [34] οὐκοῦν σὺ μισθοφορὰν λέγεις; φήσει τις. καὶ παραχρῆμά γε τὴν αὐτὴν σύνταξιν ἁπάντων, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἵνα τῶν κοινῶν ἕκαστος τὸ μέρος λαμβάνων, ὅτου δέοιθ᾽ ἡ πόλις, τοῦθ᾽ ὑπάρχοι. ἔξεστιν ἄγειν ἡσυχίαν· οἴκοι μένων βελτίων, τοῦ δι᾽ ἔνδειαν ἀνάγκῃ τι ποιεῖν αἰσχρὸν ἀπηλλαγμένος. συμβαίνει τι τοιοῦτον οἷον καὶ τὰ νῦν· στρατιώτης αὐτὸς ὑπάρχων ἀπὸ τῶν αὐτῶν τούτων λημμάτων, ὥσπερ ἐστὶ δίκαιον ὑπὲρ τῆς πατρίδος. ἔστι τις ἔξω τῆς ἡλικίας ὑμῶν· ὅσ᾽ οὗτος ἀτάκτως νῦν λαμβάνων οὐκ ὠφελεῖ, ταῦτ᾽ ἐν ἴσῃ τάξει λαμβάνων πάντ᾽ ἐφορῶν καὶ διοικῶν ἃ χρὴ πράττεσθαι.
Εν γένει δε με τον τρόπον αυτόν χωρίς να αφαιρέσω ούτε να προσθέσω τίποτε, αλλ' ολίγον μόνον διορθώσας την αταξίαν της διανομής, κατορθώνω να φέρω μίαν τάξιν εις την πόλιν του να λαμβάνη καθένας εκ των θεωρικών μισθόν διά την στρατιωτικήν του υπηρεσίαν, διά την δικαστικήν και εν γένει διά πάσαν υπηρεσίαν, την οποίαν αναλόγως της ηλικίας και αναλόγως των περιστάσεων προσφέρει εις την πατρίδα. Είνε ολίγον αυτό; Αλλ' εις την πρότασιν μου αυτήν δεν ανέφερα, νομίζω, εις κανέν μέρος, ότι πρέπει να διαμοιράζωνται τα χρήματα εκείνων οι οποίοι υπηρετούν την πατρίδα εις ανθρώπους που δεν κάμνουν τίποτε, ούτε ότι αυτοί μεν να μένουν αργοί και να μη φροντίζωσι διά τίποτε και να στερώνται ένεκα της μικράς απολαυής των δύο οβολών, ενώ ημπορούν να πλουτούν από τον πόλεμον, και να μανθάνουν ότι οι μισθωτοί στρατιώται του δείνα νικούν· διότι αυτά συμβαίνουν τόρα. Και δεν κατηγορώ, όχι, πάντα όστις σας υπηρετεί, αλλά και από σας απαιτώ να ενεργήτε χάριν του εαυτού σας εκείνα διά τα οποία άλλους εκτιμάτε και να μη εγκαταλείπετε εις άλλους, ω Αθηναίοι, την ηγεμονίαν της Ελλάδος, την οποίαν οι πρόγονοι σάς αφήκαν, αποκτήσαντες αυτήν με πολλούς και ένδοξους αγώνας και κινδύνους!.. Είπα σχεδόν όσα νομίζω ότι είνε συμφέροντα· σεις δε είθε να εκλέξητε εκείνο, το οποίον θα είνε ωφέλιμον και εις την πόλιν εν γένει και εις καθένα από σας ιδιαιτέρως!.. Είθε!.. [35] ὅλως δ᾽ οὔτ᾽ ἀφελὼν οὔτε προσθείς, πλὴν μικρῶν, τὴν ἀταξίαν ἀνελὼν εἰς τάξιν ἤγαγον τὴν πόλιν, τὴν αὐτὴν τοῦ λαβεῖν, τοῦ στρατεύεσθαι, τοῦ δικάζειν, τοῦ ποιεῖν τοῦθ᾽ ὅ τι καθ᾽ ἡλικίαν ἕκαστος ἔχοι καὶ ὅτου καιρὸς εἴη, τάξιν ποιήσας. οὐκ ἔστιν ὅπου μηδὲν ἐγὼ ποιοῦσι τὰ τῶν ποιούντων εἶπον ὡς δεῖ νέμειν, οὐδ᾽ αὐτοὺς μὲν ἀργεῖν καὶ σχολάζειν καὶ ἀπορεῖν, ὅτι δ᾽ οἱ τοῦ δεῖνος νικῶσι ξένοι, ταῦτα πυνθάνεσθαι· ταῦτα γὰρ νυνὶ γίγνεται.

1) Την θεραπείαν των κακώς εχόντων διέβλεπεν εις την κατάργησιν των θεωρικών, αλλά δεν ήξευρε με ποίον τρόπον να το είπη, διότι υπήρχεν αυστηρότατος νόμος, όστις επέβαλλε θάνατον εις πάντα προτείνοντα την κατάργησίν των.

2) Έκειτο επί της Προποντίδος.

3) Αντιστοιχεί προς το διάστημα 15 Νοεμβρίου- 15 Δεκεμβρίου.

4) Οι τρεις πρώτοι μήνες του αττικού έτους διάστημα αντιστοιχούν προς το ιδικόν μας από 15 Ιουλίου- 15 Οκτωβρίου.

5) Ετελούντο κατ' έτος το α' δεκαήμερον του Οκτωβρίου.

6) Εννοεί τας παλαιάς εκστρατείας των Αθηναίων εναντίον των Κορινθίων και Μεγαρέων.

7) Ειρωνικώς.

8) Εννοεί την απολαυήν των.

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Μάρτιος 2003